Με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο πρώην υπουργός Οικονομικών σηκώνει το γάντι που έριξε ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ενώ παραδέχεται ότι στις συζητήσεις με τους εταίρους μιλούσε ανοιχτά για πτωχευμένο κράτος.

Αποκαλύπτει πως εφάρμοζε την κυβερνητική πολιτική όταν την 1η Φεβρουαρίου του 2015 σε συνάντηση με τους κ. Τόμσεν, Μοσκοβισί και Κερέ στο Παρίσι τους είπε ότι ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι το ελληνικό κράτος είναι φερέγγυο, να αποδεχθούμε ότι είναι πτωχευμένο και να προχωρήσουμε στην αναδιάρθρωση του χρέους. 

 

Την επόμενη ημέρα στις συναντήσεις στο Λονδίνο με τραπεζίτες και χρηματιστές ο τότε υπουργός Οικονομικών εξήγησε, όπως γράφει στο άρθρο του, την τακτική διαπραγμάτευσης: Επίσημη παραδοχή του κοινού μυστικού ότι το κράτος είναι πτωχευμένο, επιδίωξη αναδιάρθρωσης χρέους και βαθιές μεταρρυθμίσεις.

 

Όσον αφορά  στις 4 Φεβρουαρίου, όταν επισκέφθηκε τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και πριν καταθέσει τις προτάσεις του, του ανακοινώθηκε ότι είχε ήδη αποφασιστεί ο αποκλεισμός των ελληνικών τραπεζών από τη ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ και η παραπομπή τους στην ακριβότερη ρευστότητα της Τραπέζης της Ελλάδος. 

Μάλιστα απαιτεί την απομάκρυνση του κ. Στουρνάρα για τέσσερις λόγους.

Σαν πρώτο λόγο ο πρώην υπουργός αναφέρει πως το άρθρο 4 του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζει ότι η Τράπεζα στηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Ομως, όπως αναφέρει, ο κ. Στουρνάρας, όπως ο ίδιος ομολόγησε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, την εποχή που η κυβέρνηση διαπραγματευόταν με την ΕΚΤ και τους άλλους θεσμούς την αναδιάρθρωση του χρέους που προαπαιτεί την παραδοχή ότι το κράτος είναι πτωχευμένο, εισηγήθηκε στον πρόεδρο της ΕΚΤ να μην ακούει τον υπουργό Οικονομικών.

 

Ο δεύτερος λόγος είναι η δήλωση στην οποία προέβη ο κ. Στουρνάρας τη 15η Δεκεμβρίου του 2014 που αποτελεί μοναδικό ατόπημα στην παγκόσμια ιστορία των κεντρικών τραπεζών. Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο στην οποία δεν θα άρχιζε μαζική εκροή καταθέσεων μετά από δήλωση του κεντρικού τραπεζίτη ότι «η ρευστότητα στην αγορά μειώνεται με ταχύ ρυθμό» και αναφορά σε κίνδυνο «ανεπανόρθωτης βλάβης». Θεωρεί ηθικό αυτουργό το διοικητή της ΤτΕ  στην επιχείρηση ασφυξίας μιας κυβέρνησης που δεν είχε ακόμα εκλεγεί και οδήγησε σταθερά στα capital controls. 

 

O τρίτος λόγος λέει ο κ. Βαρουφάκης αφορά την εποπτική ανεπάρκεια του κ. διοικητή, ο οποίος σύμφωνα με το Σύνταγμα αποτελεί διοικητική αρχή για την εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και τον έλεγχο της πίστης. Η ανεξέλεγκτη κατάσταση της Τράπεζας Αττικής, η ασυδοσία στο δανεισμό κομμάτων και καναλιών και η απολυτή ανυπαρξία πλάνου διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων που ακύρωσαν την τραπεζική πίστη, συνιστούν ισχυρές ενδείξεις εποπτικής αποτυχίας, αναφέρει στο άρθρο του.

 

Ο τέταρτος λόγος, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό, είναι η επιστημονική ανεπάρκεια η οποία συνυφαίνεται με εμπρηστικές δηλώσεις που έχουν στόχο την αυτοπροβολή του διοικητή ως «σωτήρα» της χώρας, για παράδειγμα ο ισχυρισμός του ότι η διαπραγμάτευση της περιόδου Ιανουαρίου-Ιουνίου κόστισε 86 δισ. ευρώ στον ελληνικό λαό.

 

«Πρόκειται για δημιουργική λογιστική που δεν συνάδει με την κρίσιμη θέση διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος», αναφέρει ο οικονομολόγος. «Την ημέρα που παραιτήθηκα, το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας ήταν 200 εκατομμύρια υψηλότερο απ’ ό,τι την ημέρα που παρέλαβα το υπουργείο, το πρωτογενές πλεόνασμα κατά τι μεγαλύτερο και το χρέος ακριβώς το ίδιο (καθώς δεν σύναψα ουδέν δάνειο)», καταλήγει.