80ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ 

Περιμένοντας το Χρυσό Λιοντάρι

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη


Τελευταία μέρα σήμερα του 80ου φεστιβάλ της Βενετίας και τη διεξαγωγή απόψε το βράδυ της απονομής του Χρυσού Λέοντα και των άλλων βραβείων της Μόστρας. Πολλές οι προβλέψεις για το κύριο βραβείο, τη στιγμή που η φετινή επιλογή ήταν από τις καλύτερες των τελευταίων χρόνων,  που πάντα εξαρτάται από τη σύνθεση της επιτροπής. Αν η φετινή επιτροπή, με πρόεδρο τον σκηνοθέτη Νταμιέλ Σαζέλ (γνωστό μας από το «La La Land»), επιλέξει μια προκλητική ταινία, φαβορί θα είναι είτε το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου, είτε «Το θηρίο» του Μπερτράν Μπονελό, αν όμως επιλέξουν μια πιο παραδοσιακή, και με επίκαιρο θέμα ταινία, αυτή θα είναι μια από τις ακόλουθες: «Το πράσινο σύνορο» της Ανιέσκα Χόλαντ, «Ο καπετάνιος» του Ματέο Γκαρόνε, «Το κακό δεν υπάρχει» του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, ή «Η γη της επαγγελίας» του Νικολάι Αρσέλ.

Στη γαλλική ταινία «Το θηρίο» («La bete») του Μπερτράν Μπονελό («Nocturama», «Οίκος ανοχής», «Ο πορνογράφος»), θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, που εκτυλίσσεται σε τρεις διαφορετικές περιόδους (1910, 2014, 2044), μια γυναίκα αποφασίζει να καθαρίσει το DNA της μπαίνοντας σε μια μηχανή που θα την βυθίσει στις προηγούμενες ζωές της και θα την απαλλάξει από όλα τα δυνατά αισθήματα που αποτελούν απειλή. Ένα ταξίδι σε τρεις διαφορετικές εποχές (1910, 2014 και 2044), στο οποίο  συναντάει τον ίδιο πάντα άντρα.

Με έμπνευση τη νουβέλα του Χένρι Τζέιμς «Το θηρίο στη ζούγκλα» 1903), γύρω από έναν άντρα τρομοκρατημένο από το φόβο πως κάτι τρομερά φρικτό θα του συμβεί στη ζούγκλα, ο Μπονελό βρίσκει την ευκαιρία να μας μιλήσει για μια εποχή όπου η τεχνολογία έχει αρχίσει να καθορίζει και να κυριαρχεί στη ζωή μας, σε σημείο που μπορεί και να την αλλάζει, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεσή μας. Εποχή όπου κυριαρχεί ο φόβος κι όπου ο έρωτας έχει εξαφανιστεί.

Αυτό το φόβο, το «θηρίο» μέσα μας, κάτι που υπάρχει και που στη σημερινή εποχή, με τα πρόσφατα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής γίνεται ακόμη πιο τρομακτικός, ο σκηνοθέτης τον παρουσιάζει από τα πρώτα κιόλας πλάνα, με την ηρωίδα, την Γκαμπριέλ (Λέα Σεϊντού), να δέχεται το «τεστ» και, διάσημη πιανίστα στο πρώτο μέρος, την εποχή του Μεγάλου Κατακλυσμού, να γνωρίζεται με τον Λουί (Τζορτζ ΜακΚέι), ιδιοκτήτη εργοστασίου για κούκλες φτιαγμένες από σελιλόιντ, να μετατρέπεται, το 2014, στο Λος Άντζελες, τη εποχή του μεγάλου σεισμού, σε μοντέλο και υποψήφια ηθοποιό (την παρακολουθούμε σε ρόλο μπροστά στην τεχνολογία της πράσινης οθόνης, όπου η ερμηνεία της δεν έχει και τόση σημασία) και να καταλήγει στη Γαλλία του 2044, σε μια δυστοπική κοινωνία, εποχή του incel (της «εκούσιας αγαμίας» ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως ανίκανοι να βρουν ρομαντικούς ή σεξουαλικούς συντρόφους), με τον Λουί έναν κατά συρροή δολοφόνο.

Ο τολμηρός σε ιδέες και στιλιστικά εντυπωσιακός Μπονελό, που μας μεταφέρει σε δικούς του, άψογα ελεγχόμενους κόσμους, μέσα από εικόνες, συχνά σουρεαλιστικές, βρίσκεται εδώ στο καλύτερου του στοιχείο. Οι κόσμοι που φτιάχνει γύρω από τα δυο του πρόσωπα είναι κόσμοι που σε βάζουν σε αγωνία, σε προκαλούν και πάντα σε γοητεύουν, φτάνει να δεχτείς και να αγκαλιάσεις το δικό του σύμπαν. Σε σκηνές έξοχες, όπως εκείνες στη διάρκεια του κατακλυσμού, στο εργοστάσιο με τις κούκλες, με το ζευγάρι να βουτάει στο πλημμυρισμένο από νερό υπόγειο, στην προσπάθειά του να σωθεί, ή εκείνες με την τρομακτική «Κούκλα Κέλι» που κάνει συντροφιά στην Γκαμπριέλ, στο τρίτο μέρος της ταινίας, σκηνές δοσμένες με σασπένς αλλά και εκπληκτική ομορφιά, φέρνοντας συχνά στο νου το «Mulholland Drive» του Ντέιβιντ Λιντς, ο Μπονελό, καταφέρνει, παρά τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις, να μας προσφέρει την κινηματογραφική εκείνη απόλαυση που μόνο ένας πλήρης δημιουργός (οι auteur όπως τους χαρακτήριζαν οι σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ) μπορεί.

Με το θέμα της ελευθερίας καταπιάνεται στην πρώτη του, εξαιρετική πρέπει να πω, σκηνοθεσία, «Οι ωκεανοί είναι οι αληθινές ήπειροι» (στο τμήμα «Μέρες των δημιουργών»), ο Ιταλός Τομάσο Σανταμπρόλιο. Άλλοτε με ένα  ντοκιμαντεριστικό σχεδόν στιλ κι άλλοτε με σκηνές μαγικού ρεαλισμού, ο σκηνοθέτης επιλέγει την Κούβα, όπου ο ίδιος έζησε για μια περίοδο, για να μας δώσει το πορτραίτο της χώρας μέσα από τη ζωή τριών διαφορετικών γενεών από ερασιτέχνες ηθοποιούς που ερμηνεύουν πτυχές από την ίδια τη ζωή τους: την ηλικιωμένη Μιλάγκρος που ο άντρας της σκοτώθηκε στη διάρκεια της Κουβανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ανγκόλα, την ενήλικη κουκλοπαίκτη Ίντιθ και τον σύντροφό της Άλεξ και την τρίτη, νέα γενιά, που εκπροσωπούν ο 9χρονος Φρανκ και ο φίλος του Αλέν.

Με την κάμερα (και την ταινία σε μαυρόασπρο φιλμ) να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις τρεις γενιές, ο Σανταμπρόλιο φτιάχνει όμορφες, συχνά μελαγχολικές, σκηνές από τη ζωή των προσώπων του, ξεκινώντας με μια σεκάνς βουτηγμένη στο μαγικό ρεαλισμό, είδος ιεροτελεστίας με δυο εραστές να προχωρούν σε βάρκα στο ποτάμι, για να συνεχίσει με τα δυο παιδιά στο σχολείο και ν’ ακολουθήσει με τη σκηνή της ηλικιωμένης Μιλάγκρο να διαβάζει επιστολή του στρατιώτη άντρα της από το 1988. Σκηνές όπως αυτές με τα παιδιά να σχεδιάζουν τα δικά τους όνειρα (με τον ένα να παίζει μπάσκετ μπολ για να πάει στις ΗΠΑ), ή τα πουλιά φυλακισμένα σε κλουβί, ή ακόμη την κούκλα της κουκλοπαίκτη να ζωντανεύει και να χορεύει στους ήχους μουσικής, ο Σανταμπρόλιο μιλάει για την ανάγκη ελευθερίας, την ελευθερία που διδάσκονται στο σχολείο τα παιδιά, αλλά και την ελευθερία στην έκφραση και τον τρόπο ζωής των υπολοίπων χαρακτήρων, ζωή ενεργητική, που, όπως αναφέρεται κάποια στιγμή, «όλα πρέπει να αλλάξουν για να παραμείνουν τα ίδια». Ακόμη κι η αναφορά του στον κινηματογράφο, «νεκροταφείο του σελιλόιντ», όπως τον αποκαλεί, είναι μια πρόκληση για τη συνέχιση και την υπεράσπιση της ταινίας και μαζί, πιστεύω, και της αίθουσας. 

Βασισμένη στη ζωή της σκηνοθέτριας, η ταινία «Στον παλμό» («Vivants») της Άλιξ Ντελαπόρτ παρουσιάζει τις προσπάθειες μιας νεαρής, δόκιμης σε τηλεοπτικό σταθμό, να γίνει αποδεκτή και να εργαστεί στο συνεργείο του τμήματος ειδήσεων του σταθμού. Η σκηνοθέτρια καταγράφει τις διάφορες λεπτομέρειες της απαιτητικης και δύσκολης συχνά δουλειάς των ερευνητών ρεπόρτερ που αρχίζει να μετατρέπεται σε υπό εξαφάνιση είδος.

Βοηθούμενη από τον αρχηγό της ομάδας, που δείχνει να τη συμπαθεί από την αρχή, η νεαρή Γκαμπριέλ, σταδιακά, μέσα από στημένες με ντοκιμαντεριστική λεπτομέρεια σκηνές, θα μάθει τα μυστικά του κλάδου, τις βάσεις για λήψη συνεντεύξεων, μαζί με το άγχος και την αγωνία, τα προβλήματα και τις κακουχίες (σε επικίνδυνες αποστολές στο εξωτερικό) για τον καλύτερο τρόπο διεξαγωγής του επαγγέλματος. Μια ενδιαφέρουσα, με πολλές, που όμως δεν βοηθούν πάντα στο ρυθμό, ιστορίες, ταινία.