80ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ

Ένας 16χρονος μετανάστης σε αναζήτηση καλύτερης ζωής στη συγκλονιστική ταινία του Ματέο Γκαρόνε

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με το θέμα της μετανάστευσης μετά την ταινία της Ανιέσκα Χόλαντ, καταπιάνεται και ο Ιταλός σκηνοθέτης Ματέο Γκαρόνε, στη συγκλονιστική ταινία του, «Ο καπετάνιος», από τις καλύτερες, αξίζει να πω, ταινίες (μαζί με εκείνες του Ριουσούκε Χαγκαμούτσι, της Ανιέσκα Χόλαντ και του Ντέιβιντ Φίντσερ), που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της φετινής Μόστρας. Η οδύσσεια δύο νεαρών αγοριών, του Σεϊντού και του Μούσα, που ξεκινούν από το Ντακάρ με προορισμό την Ευρώπη, όπου ελπίζουν να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή.

Η κάμερα του Γκαρόνε εστιάζει βασικά στον 16χρονο Σεϊντού που αποφασίζει να ξεκινήσει για το ταξίδι σε μια Ευρώπη,   της επαγγελίας, όπως πιστεύει, παρά τις αντιδράσεις της μητέρας του, η οποία του μιλάει για τα δεινά και τις κακουχίες των μεταναστών που είτε πνίγονται στη Μεσόγειο είτε καταλήγουν, άνεργοι και φτωχότεροι, στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, αν δεν πέσουν στα χέρια εγκληματιών που τους εκμεταλλεύονται.

Ο Σεϊντού, όμως, μαζί με τον Μούσα ξεκινούν πιστεύοντας τον διακινητή που τους υπόσχεται πως το ταξίδι είναι πανεύκολο. Μόνο που αυτό  δεν είναι καθόλου εύκολο, όπως ανακαλύπτουν στη συνέχεια. Σε κάθε βήμα τους αντιμετωπίζουν την αδιαφορία αλλά και την εκμετάλλευση των ανθρώπων, ανάμεσα τους και σκληρούς, ψυχρούς εκμεταλλευτές: διακινητές, φρουρούς, διεφθαρμένους αστυνομικούς που ελέγχουν τα σύνορα, και άλλους, σαδιστές που βασανίζουν φρικτά, συχνά μέχρι θανάτου, όσους δεν έχουν άλλα λεφτά για να πληρώσουν. Εκμεταλλευτές που το μόνο ενδιαφέρον τους είναι να τους αρπάξουν τα λεφτά τους για να τους φτιάξουν πλαστό διαβατήριο, να  τους βοηθήσουν να προχωρήσουν, από το Ντακάρ μέχρι το Νίγηρα, να διασχίσουν την έρημο της Σαχάρας (εκεί  εγκαταλείπουν και μια κακομοίρη ετοιμοθάνατη γυναίκα που τους ζητάει βοήθεια γιατί δεν μπορεί άλλο να προχωρήσει), μέχρι τη Λιβύη, όπου ο Σεϊντού συλλαμβάνεται και πουλιέται σε πλούσιο κτηματία για να του κτίσει ένα τοίχο και ένα συντριβάνι, πριν τελικά, χάρη στη βοήθεια ενός μεγαλύτερου του άντρα, καταφέρει να φτάσει στο ποθητό πλοίο για να μπορέσει να φτάσει στην Ιταλία. Ακόμη όμως και σ’ αυτό, ο Σεϊντού, πιεσμένος από τους διακινητές που, για να αποφύγουν τη δική τους  σύλληψη, τον αναγκάζουν,  παρά την απειρία του, να μετατραπεί σε καπετάνιο, για να μπορέσει τελικά να μπει στο σκάφος που θα τον οδηγήσει στην Ιταλία.

Παρόλο που στο ξεκίνημα ο δρόμος των δυο φίλων αρχίζει μ’ ενθουσιασμό και χαρές, πολύ σύντομα, αυτός, όπως ανακαλύπτει ο Σεϊντού, δεν είναι σπαρμένος με λουλούδια. Η εκμετάλλευση, ο θάνατος ακόμη και η δουλεία, είναι μερικά από τις ταλαιπωρίες, τις κακουχίες και τα αφόρητα, απάνθρωπα βάσανα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος αυτός Οδυσσέας και η ομάδα των ταλαίπωρων μεταναστών: όλοι προσπαθούν να τους εκμεταλλευτούν, ζητώντας τους λεφτά σε κάθε βήμα τους, από τους διακινητές, τους φρουρούς και τους διεφθαρμένους αστυνομικούς που ελέγχουν τα σύνορα και που βασανίζουν φρικτά, συχνά μέχρι θανάτου, όσους δηλώνουν πως δεν έχουν.

Οι εικόνες που συχνά βλέπουμε είναι τρομακτικές, απάνθρωπες, συχνά σπαρακτικές. Σ’ όλη όμως τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεϊντού όμως δεν χάνει το θάρρος ή την ανθρωπιά του. Ταξίδι ταυτόχρονα αυτογνωσίας και ενηλικίωσης, στο οποίο ο Σεϊντού δεν μπορεί να μη δείχνει τη συμπόνοιά του ή να αρνείται τη βοήθεια σε άλλους που βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από αυτόν. Όπως στη σκηνή με την ετοιμοθάνατη γυναίκα στην έρημο, που τελικά όμως αναγκάζεται να την εγκαταλείψει. Αίσθηση ενοχής που, στη συγκινητική, ονειρική σκηνή που ακολουθεί, τον βλέπουμε να προχωρεί μαζί της στην  έρημο, κρατώντας την από το χέρι ενώ αυτή επιπλέει στον αέρα – σκηνή που λίγο αργότερα την ακολουθεί με μιαν άλλη το ίδιο ονειρική, βουτηγμένη σε μια ποιητική ατμόσφαιρα, με τον Σεϊντού να στέλνει ένα είδος αγγέλου στη μητέρα του για να της αναγγείλει πως δεν έχει πεθάνει.

Όμως, τα βάσανα και οι ταλαιπωρίες του Σεϊντού δεν τελειώνουν με την άφιξή του στο πλοίο. Ακόμη κι όταν, στο τελευταίο πλάνο της ταινίας, φωνάζει «είμαι ο πλοίαρχος, είμαι ο πλοίαρχος», με την κάμερα να καδράρει το γεμάτο ενθουσιασμό πρόσωπό του, γιατί ξέρουμε πως απ’ εδώ κι εμπρός, στην Ευρώπη της Επαγγελίας, τον περιμένουν μια Σκύλλα και Χάρυβδης με τις ίδιες, φρικτές και απάνθρωπες, ίσως και χειρότερες, δοκιμασίες.

Τον Αινεία του ελληνορωμαϊκού μύθου σε σύγχρονη εποχή μεταφέρει στην ταινία του «Αινείας» («Enea» στα ιταλικά), ο Ιταλός ηθοποιός και σκηνοθέτης Πιέρο Καστελίτο, που η προηγούμενη, πρώτη στροφή του στη σκηνοθεσία, η μαύρη κωμωδία, «Αρπακτικά», είχε εντυπωσιάσει το 2020 στους «Ορίζοντες» της Μόστρας, κερδίζοντας το βραβείο σεναρίου.

Στη νέα του αυτή ταινία, ο Ενέα, ο μεγαλύτερος γιος μιας πλούσιας οικογένειας διανοούμενων (η μητέρα έχει δική της εκπομπή στην τηλεόραση και ο πατέρας είναι ψυχαναλυτής), υπεύθυνος για το ρεστοράν σούσι της οικογένειας, και μπλεγμένος όπως σύντομα ανακαλύπτουμε σε διακίνηση ναρκωτικών, περνάει τις μέρες του απολαμβάνοντας μια «ντόλτσε βίτα», στη Ρώμη που θυμίζει το έργο σκηνοθετών όπως ο Πάολο Σορεντίνο και ο Λούκα Γκουαντανίνο (που είναι και ένας από τους παραγωγούς της ταινίας). Όταν, στη φαινομενικά ήρεμη και ασφαλή ζωή του εκλεπτυσμένου, που φαίνεται ν’ αναζητά το νόημα της ζωής, Ενέα (ρόλο που ερμηνεύει ο ίδιος ο Καστελίτο) και του στενού του φίλου Βαλεντίνο, εισβάλλει ξαφνικά και βίαια η άλλη, «κρυφή» και πιο αληθινή ζωή του, με ξαφνικές εκτελέσεις και εκδικήσεις.

Ο Καστελίτο θέλησε να δώσει μια διαφορετική εικόνα των ανθρώπων, μπλεγμένων σε διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες, παρουσιάζοντάς τους μέσα από την καθημερινή, ήρεμη, γεμάτη διασκέδαση, ξενύχτια και άλλες απολαύσεις ζωή (στον Ενέα αρέσει να τραγουδάει ενώ στον Βαλεντίνο αρέσει να οδηγεί αεροπλάνο και να πετάει πάνω από τη Ρώμη). Το τραγούδι που ο Ενέα τραγουδάει στο κλαμπ αλλά και αργότερα σε ασθενείς στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του πατέρα του, και οι συνεχείς πτήσεις του Βαλεντίνο πάνω από τη Ρώμη δεν καταφέρνουν να προσφέρουν την αίσθηση της ανεμελιάς και κάποιας ελευθερίας που αναζητούν οι δυο φίλοι – «αν πέσεις πεθαίνεις» είναι η μοναδική απάντηση του Βαλεντίνο στον Ενέα όταν τον ρωτάει πώς αισθάνεται όταν πετάει πάνω από τη Ρώμη.

Οι διάφορες στροφές σε πολλαπλές καταστάσεις και θέματα, η επιμονή στην καταγραφή γραφικών χαρακτήρων και οι παλινδρομήσεις στο πρώτο μέρος της ταινίας, ακόμη και παρά το γρήγορο μοντάζ, σίγουρα δεν βοηθούν στη δημιουργία του αναγκαίου ρυθμού, αν και, όταν αρχίζουν να παρεμβαίνουν τα ναρκωτικά και οι αιματηρές συγκρούσεις που ακολουθούν (η επίθεση στον διακινητή, η προσπάθεια δολοφονίας του Ενέα) τα πράγματα παίρνουν μιαν άλλη, πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφικά στροφή. Με τον Ράντεκ Λάντσουκ να συμβάλλει με τη ωραία φωτογραφία του (συχνά καταγράφοντας τα πρόσωπα μέσα από καθρέφτες και διάφορα αντικείμενα, είτε την ίδια τη Ρώμη από ψηλά, παρουσιάζοντάς την σαν κλουβί) και συμβάλλοντας στη δημιουργίας της σωστής ατμόσφαιρας, στην κάπως επιφανειακή αυτή Αινειάδα του Καστελίτο.