Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 Οι περιπέτειες μυστηρίου και τα αστυνομικά/γκανγκστερικά, ενίοτε ψυχολογικά, θρίλερ («SevenFight Club», «Zodiac», «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε») είναι τα είδη που επέβαλαν και καθιέρωσαν τον Ντέιβιντ  Φίντσερ ως ένα από τους πιο πρωτότυπους σκηνοθέτες του νέου Χόλιγουντ των τριών τελευταίων δεκαετιών.

Σκοτεινά πάντα θρίλερ (το φιλμ νουάρ δεν έχει πάψει ναεπηρεάζει τους Αμερικανούς σκηνοθέτες) με ήρωες που κινούνται ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο, συχνά σ’ ένα κόσμο διεφθαρμένο, που συχνά δέχονται τους κανόνες του, χωρίς καμιά πολιτική ή ηθικές αξίες, με στόχο μόνο το χρήμα. Σ’ ένα τέτοιο κόσμο κινείται και ο ήρωας του πρόσφατου γκανγκστερικού ψυχολογικού θρίλερ του, «Ο εκτελεστής» (The Killer), που είδαμε σήμερα στο διαγωνιστικό τμήμα της 80ης Μόστρας του Κινηματογράφου.

Ο χωρίς όνομα (ή, πιο σωστά, ο με πολλά ονόματα) ήρωάς του, ένας πολύ προσεκτικός, προσηλωμένος στις λεπτομέρειες της αποστολής του, επαγγελματίας εκτελεστής που, όπως ο ίδιος τονίζει κάθε τόσο, «να συγκεντρώνεσαι να μη αυτοσχεδιάζεις», αποτυγχάνει στην αποστολή που παρακολουθούμε στην αρχή της ταινίας, όχι από ακρίβεια στο στόχο αλλά από κακή τύχη (μια απρόσμενη, ξαφνική κίνηση με τη σφαίρα να σκοτώνει άλλο άτομο) και βρίσεται στο στόχαστρο του εργοδότη του. Με αποτέλεσμα να αρχίσει ένα ατέλειωτο και επικίνδυνο κυνηγητό εκδίκησης. Κυνηγητό που ξεκινάει από το Παρίσι περνάει από τη Δομινικανή Δημοκρατία για να καταλήξει σε διάφορες πόλεις της Αμερικής.

Τη φορά αυτή στο επίκεντρο της ταινίας είναι ο εκτελεστής, ένας ψυχρός, που προσπαθεί να αποφύγει τη ενσυναίσθηση στη διάρκεια του επαγγέλματος εκτελεστής, που τον παρακολουθούμε σε κάθε λεπτομέρεια τόσο της προετοιμασίας της «δουλειάς» όσο και των εκτελέσεων, σε σκηνές σχεδόν ντοκιμαντεριστικές: την εξεύρεση κατάλληλων χώρων, τη συνεχή παρακολούθηση (θυμίζοντας τον «Σιωπηλό μάρτυρα» του Χίτσκοκ, στην πρώτη αποτυχημένη εκτέλεση με τον πρωταγωνιστή να παρακολουθεί με τα κυάλια στα απέναντι διαμερίσματα), στην απάλειψη των αποδεικτικών στοιχείων, στις αλλαγές προσωπικότητας, στην αποθήκη στη Νέα Ορλεάνη με όλα τα είδη των όπλων και αμφιέσεων που χρειάζεται για τις αποστολές του, στον τρόπο που ταξιδεύει, που νοικιάζει και «καθαρίζει» τα διάφορα αυτοκίνητα, και διάφορα άλλα.

Με την κάμερά του να καταγράφει τις κινήσεις του, με τα διάφορα,  «φιλοσοφικά» του σχόλια για τη ζωή και τις εκπλήξεις της (όπως μαθαίνουμε αργότερα είχε σπουδάσει κάποτε στο πανεπιστήμιο για να το εγκαταλείψει στη συνέχεια) κι ένα ρυθμό γρήγορο, πάντα στο πνεύμα των καταστάσεων (ας μη ξεχνάμε πως εκπαιδεύτηκε σ΄αυτό γυρίζοντας περισσότερα από καμιά τριανταριά μουσικά βίντεο πριν στραφεί στη σκηνοθεσία ταινιών μυθοπλασίας), για να δημιουργήσει την αναγκαία, σκοτεινή ατμόσφαιρα στην οποία κινούνται τα πρόσωπά του. Με ένα εξαιρετικό, συγκρατημένο στην ερμηνεία του, Μάικλ Φασμπέντερ κι ένα το ίδιο πολύ καλό καστ, ανάμεσά τους και την πάντα ευπροσδεκτη, μοναδική Τίλντα Σουίντον, στο ρόλο της έτοιμης να αποδεχτεί τη μοίρα της, αλλά και πανούργας, δολοφόνου.

Η ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ κυριαρχεί και στο θρίλερ επιστημονικής (;) φαντασίας «Η θεωρία των πάντων» (The Theory of Everything) του Γερμανού σκηνοθέτη, πρώην διευθυντή φωτογραφίας, Τιμ Κρέγκερ. Με βάση την ιστορία του Γιοχάνες Λίνερτ, συγγραφέα, σπουδαστή της φυσικής και ιδιοφυίας που δεν κατάφερε να αναγνωριστεί, μεταφερόμαστε στο 1962, στο ξενοδοχείο στις ελβετικές Άλπεις, όπου ο τότε σπουδαστής Γιοχάνες βρίσκεται εκεί για να παρακολουθεί μια πρωτοποριακή θεωρία για τη κβαντική φυσική.

Στο πεντάστερο ξενοδοχείο, ο Γιοχάνες θα γνωρίσει και μια νεαρή, μυστηριώδη πιανίστρια, με την οποία φαίνεται να έχει κάποιο παρελθόν, κι ένα το ίδιο μυστηριώδη Γερμανό καθηγητή που δείχνει ενδιαφέρον για τη διατριβή του Γιοχάνες για την πιθανή ύπαρξη παράλληλων κόσμων. Τα πράγματα θα πάρουν μια αλλόκοτη στροφή όταν ο Γερμανός καθηγητής βρίσκεται νεκρός και η νεαρή πιανίστρια δολοφονείται…

Γυρισμένη σε μαυρόασπρο φιλμ (κάτι που φαίνεται να είναι σύνηθες στις φετινές ταινίες που βλέπουμε εδώ) για να βοηθήσει στην ατμόφαιρα του νουάρ αλλά και να δώσει εκείνη των παλιών ταινιών των δεκαετιών του 40 και 50, με σκηνές που συχνά θυμίζουν τις ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς αλλά και του Χίτσκοκ (σ’ αυτό βοηθάει και η μουσική του Ντιέγκο Ραμός Ροντρίγκεζ που έχει κάτι από εκείνη του Μπέρναρντ Χέρμαν), o Τιμ Κρέγκερ καταφέρνει να δημιουργήσει την αλλόκοτη ατμόσφαιρα της ιστορίας του, μαζί και τις δικές μας απορίες και την αβεβαιότητα, που, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Κρέγκερ, «ακριβώς όπως και ο Γιοχάνες, δεν γνωρίζουμε ποιος έγραψε την παράξενη μουσική που (στοφινάλε της ταινίας) ακούγεται στο χολ, αν και γνωρίζουμε τη μελωδία της».

Στην εκτός συναγνωισμού ταινία «Η δίκη της ανταρσίας στο Κέιν» του Αμερικανού σκηνοθέτη Γουίλιαμ Φρίντκιν, που πέθανε μερικές βδομάδες πριν την έναρξη του φεστιβάλ, παρακολουθούμε τη δίκη του πρώτου αξιωματικού του αμερικανικού ναυτικού που κατηγορήθηκε για ανταρσία όταν αντικατέστησε τον πλοίαρχο, επειδή ο τελευταίος, στη διάρκεια επικίνδυνης καταιγίδας, επέδειξε ψυχική αστάθεια θέτοντας σε κίνδυνο το πλοίο του. Την ανταρσία του Κέιν αρχικά τη γνωρίσαμε το 1954 με την ταινία του Έντουαρντ Ντμίτρικ στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ.

Ο Γουίλιαμ Φρίντκιν

Ταινία που βασιζόταν στο βιβλίο (1951) του Χέρμαν Γουκ και που αργότερα διασκευάστηκε και σε θεατρικό έργο. Αν και η ταινία του Ντμίτρικ παρουσίαζε την ανταρσία μέσα στο ίδιο το πλοίο, ο Φρίντκιν επέλεξε να την δώσει όπως παρουσιάζετια μέσα στο βιβλίο και το θεατρικό έργο, στήνοντας την ιστορία στην ίδια τη δίκη που έγινε στο στρατροδικείο. Αυτό που πέτυχε ο Φρίντκιν («Ο εκτελεστής», «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία», «Το ψωνιστήρι») είναι να αναπλάσει, όσο πιο κινηματογραφικά μπορούσε, τη δίκη στο χώρο του δικαστηρίου, μεταφέροντας την ιστορία σε μια πιο σύγχρονη εποχή, δημιουργώντας το κατάλληλο σασπένς και εστιάζοντας την κάμερά του στα βασικά πρόσωπα της δίκης  (κατηγορούμενο, δικηγόρο υπεράσπισης, μάρτυρες, κατήγορο και δικαστές), που με τους πολυ καλούς διαλόγους και το εξαιρετικό παίξιμο αναπτύσσουν την όλη πορεία μιας δίκης που τελικά ξεσκεπάζει ένα στρατιωτικό κατεστημένο πουθ ακόμη και σήμερα δεν έχει καταφέρει ν’ αλλάξει.