Του απεσταλμένου μας Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

Παρά την έλλειψη μεγάλων σταρ, εξαιτίας της απεργίας των ηθοποιών που εξακολουθεί να συνεχίζεται με επιτυχία στο Χόλιγουντ, η έναρξη του 80ου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βενετίας διεξήχθηκε χτες το βράδυ με αρκετή επιτυχία, με ένα μεγάλο αριθμό καλεσμένων να παρελαύουν στο κόκκινο χαλί της Μεγάλης Αίθουσας του Palazzo del Cinema του Λίντο.

Ευκαιρία για έναν εορτασμό στο παρελθόν και την ιστορία του κινηματογράφου και μια θερμή ευχή για τη συνέχισή του, που βρήκε την ευκαιρία να τονίσει ο πρόεδρος της διεθνούς κριτικής επιτροπής Ντανιέλ Σαζέλ (σκηνοθέτης της ταινίας La La Land που είδαμε παλιότερα στη Βενετία) να κλείνει την ομιλία του, πριν την προβολή της ταινίας έναρξης, «Comandante» του Ιταλού Εντοάνρτο Νε Άντζελις, με τα λόγια, «Ζήτω το σινεμά!», που, όπως τόνισε, τα είπε παλιότερα και καλύτερα ο Φελίνι.

Στους λιγοστούς σταρ που μπορεσαν να παρευρεθούν (ύστερα από άδεια από το σωματείο τους) και η υποψήφια για Όσκαρ Σαρλότ Ράμπλινγκ που απένειμε το Χρυσό Λιοντάρι για την προσφορά της στον κινηματογράφο στην 90χρονη Ιταλίδα σκηνοθέτρια Λιλιάνα Καβάνι, δημιουργό σημαντικών ταινιών όπως «Οι κανίβαλοι», «Ο θυρωρός της νύχτας» (στην οποία η Ράμπλινγκ ερμήνευε την Εβραία που επέζησε από τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης και που συναντά τον πρώην Ες Ες αξιωματικό και ερωμένο της στο μεταπολεμικό Παρίσι), «Το δέρμα», «Το παιχνίδι της τύχης». κ.ά.

Μια σκηνοθέτρια που με την παρουσία της τόνιζε την ιστορία του ίδιου του κινηματογράφου, με την πρόσφατη ταινία της, «Η πορεία του χρόνου», γύρω από μια ομάδα φίλων που ενώ μαζεύονται για να γιορτάσουν τα γενέθλια ενός από αυτούς ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν το επερχόμενο τέλος του κόσμου, να έχει συμπεριλφθεί στο φετινό, εκτός συναγωνισμού, πρόγραμμα της Μόστρας.

Τη βράβευση και τις παρουσιάσεις ακολούθησε η προβολή της ταινίας «Comandante» του Ντι Άντζελις, βιογραφικό πολεμικό δράμα γύρω από μια σημαντική ναυμαχία του Ατλαντικού στην διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, που αντικατέστησε την τελευταία στιγμή την ταινία «Challengers» του Ιταλού σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο, μετά που η εταιρία MGM μετέθεσε την προβολή για τον Απρίλιο εξαιτίας της απεργίας.

Οι άνθρωποι που αγωνίζονται να αποδείξουν κάτι και η ένταση που δημιουργείται στην πορεία είναι στη βάση των θεμάτων των καλύτερων ταινιών του Μάικλ Μαν («Η λεωφόρος της βίας», «Ο ανθρωποκυνηγός», «Ο τελευταίος των Μοϊκανών», «Ένταση»). Θέματα που συναντάμε και στη νέα του ταινία «Φεράρι» που προβλήθηκε στο σημερινό διαγωνιστικό πρόγραμμα της Μόστρας.

Η ταινία παρακολουθεί την πορεία του Ένζο Φεράρι (ένας πολύ καλός Άνταμ Ντράιβερ), του διάσημου επιχειρηματία σπορ αυτοκινήτων, στην περίοδο 1957, στην περίοδο πριν και στη διάρκεια του σημαντικού αγώνα Mille Miglia. Περίοσδο, ένα χρόνο μετά το θάνατο του έφηβου γιου του Ντίνο, όταν η σχέση του με τη γυναίκα του, Λάουρα (Πενέλοπε Κρουζ), βρίσκεται σε κρίση, εξαιτίας τόσο του θανάτου του έφηβου γιου του Ντίνο, ένα χρόνο πριν, όσο και των διάφορων ερωτικών του περιπετρειών, αν και η ταινία εστιάζει περισσότερο στην πιο σοβαρή σχέση του Φεράρι με την Λίνα Λάρντι (Σαϊλίν Γούντλι), με την οποία απέκτησε κι ένα γιο.

 Ο Μαν παρ’ όλο που γνωρίζει πως φτιάχνει μια ταινία με εμπορικό καθαρά στόχο καταφέρνει ταυτόχρονα να εκμεταλλευτεί ότι καλύτερο του προσφέρει η παραγωγή για να φτιάξει μια συναρπαστική, με σασπένς και μερικούς ενδιαφέροντες χαρακτήρες, και καλοστημένες εντυπωσιακες σκηνές (που είναι πάντα το φόρτε του) ταινία. Κινώντας βασικά με άνεση τα πρόσωπα στους χώρους τους, αφήνοντας το περιβάλλον και τη φύση να παίξουν το δικό τους ρόλο, ακόμη και σε σκηνές που φαινομενικά μοιάζουν να βρίσκονται εκεί χωρίς ουσιαστικό ρόλο (σ’ αυτό συμβάλλει και η ωραία φωτογραφία του Έρικ Μέσερσμιτ), διαγράφοντας με αρκετή λεπτομέρεια (μαζί και χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες) τους βασικούς ρόλους, πέρα από εκείνο του Φεράρι (έτοιμος να τα δώσει όλα σ’ ένα σπόρ που είναι ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένος), της σκληρής, ψυχρής στις συναλλαγές της, πικραμένης από τη συζυγική της σχέση, γυναίκας του, την παθιασμένη, απελευθερωμένη ερωμένη, με τον καθένα σταδιακά να αλλάζει.

Η ταινία κινείται ανάμεσα στις δυο βασικές πλευρές της ζωής του Φεράρι στην περίοδο αυτή: από τη μια,την επαγγελματική ζωή του, με τα προβλήματα και τις τις προσπάθειες να λύσει τα διάφορα του θέματα και να πετύχει με τον καλύτερο τρόπο την επιτυχία των σπορ αυτοκινήτων του στις διάφορες κούρσε και να μπορέσει να αναπτύξει την επιχείρησή του σε μια δύσκολη καμπή, και, από την άλλη, την ιδιωτική ζωή του, τις σχέσεις με τη γυναίκα του που διαρκώς χειροτερεύουν κι εκείνες με την ερωμένη του και τον καινούριο γιο που προσπαθεί να κρύψει από τη σύζυγο.

Με το μοντάζ και το ρυθμό να παίζουν σημαντικό ρόλο στην όλη αφήγηση. Όπως στις με εκπληκτικό τρόπο και ρυθμό στημένες σκηνές με τα σπορ αυτοκίνητα, είτε σε δοκιμές είτε σε διάφορες επικίνδυνες κούρσες, με τους οδηγούς να διακινδυνεύουν ασταμάτητα τη ζωή τους (με την πιο σημαντική σκηνή εκείνη του Mille Miglia, να καταλήγει στο πιο φριχτό, τραγικό ατύχημα), ή την εξίσου εκπληκτική σκηνή στην όπερα (εμπνευσμένη σίγουρα από εκείνη του Κόπολα στο «Νονό – Μέρος ΙΙΙ») με το παράλληλο μοντάζ της, τον Φεράρι στην όπερα, με αφορμή μιαν άρια να θυμάται σκηνές με το νεκρό γιο του και τη γυναίκα του να θυμάται σκηνές από τα αρχικά, ερωτευμένα τους χρόνια – με την άρια να συνοδεύει μουσικά και τις τρεις διαφορετικές σκηνές.

 

Ύστερα από μερικές μέτριες ταινίες στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων («Λούση», «Η πύλη του πολεμιστή», «Άννα»), ο Γάλλος Λικ Μπεσόν, επιστρέφει στις καλές στιγμές του με την ταινία του «DogMan» (διαγωνιστικό τμήμα). Συγκινητικό δράμα, με στοιχεία φαντασίας, γύρω από την απίθανη τραυματική εμπειρία ενός παιδιού που θα βρει τη λύτρωση μέσα από την αγάπη του για τα σκυλιά. Η ταινία ξεκινά με το ρητό του Λαμαρτίνου «Οταν ο άνθρωπος αντιμετωπίζει μπελάδες, ο θεός του στέλνει ένα σκύλο», για να παρακολουθήσουμε τον Νταγκ, τον ώριμο πια παιδί που θα γνωρίσουμε στη συνέχεια, μεταμφιεσμένο σε τραβεστί, ματωμένο και κάπως χαμένο, να συλλαμβάνεται από την αστυνομία. Στη συνέχεια, μέσα από τις εξομολογήσεις του που κάνει στη ψυχίατρ0 Έβελιν που αναλαμβάνει την υπόθεσή του, θα μάθουμε, μέσα από συνεχή φλας μπακ, την τραγική ιστορία του.

 «Όσο περισσότερο μαθαίνω για τους ανθρώπους τόσο περισσότερο αγαπώ τα σκυλιά», λέει σε μια στιγμή ο Νταγκ (ένας εκπληκτικός Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς), στην ‘Εβελιν εξηγώντας πως, όταν  κόμη μικρό παιδί, ο βίαιος πατέρας του τον τιμωρεί κλειδώνοντάς τον για χρόνια στο κλουβί με τα σκυλιά που εκμεταλλεύεται. Εκεί, στην αγέλη των σκυλιών, ο Νταγκ θα ξεπεράσει τον πόνο της ζωής του κοντά σ’ ένα τερατώδη πατέρα κι ένα μεγαλύτερο σε ηλικία, θρησκόληπτο, το ίδιο άκαρδο, αδερφό για να βρει την αγάπη που του αρνούνται οι άνθρωποι.

Μικρό διάλειμμα στην άχαρη, μετά την απελευθέρωσή του από το κλουβί, ζωή του η γνωριμία του με μια νεαρή ηθοποιό και δασκάλα υποκριτικής, που τον διδάσκει τον Σαίξπηρ και τα μυστικά της υτποκριτικής τέχνης. Τέχνη που θα χρησιμοποιήσει αργότερα με τις μεταμφιέσεις του σε κλαμπ τραβεστί και με τραγούδια που μιμείται την Εντίθ Πιάφ και την Μάρλεν Ντίτριχ, για να μπορέσει να συντηρήσει το «καταφύγιο» των σκυλιών του όπου θα μετατερέψει τον πόνο του σε αγάπη. Πόνο που ο Μπεσόν συσχετίζει με ένα το ίδιο προσωπικό πόνο της ψυχιάτρου, που την βοηθά να τον προεγγίσει και να αντιμετωπίσει με συμπάθεια, σχεδόν στοργή, τα προβλήματά του.

Κάποτε όμως ο άνθρωπος στη χειρότερη μορφή του, με το πρόσωπο ενός γκάνγκστερ και της συμμορίας του, θα επέμβει οδηγώντας σε ένα φριχτό μακελιό. Με τον Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς να αποδείχνεται η μεγάλη δύναμη του έργου, με τη δυνατή, ξεχωριστή, συγκινητική ερμηνεία του, άλλοτε σαν μια νέα «Φάλαινα» (όπως ο Μπρένταν Φρέιζερ στην ταινία του Αρονόφσκι) κι άλλοτε σαν πλοίαρχος Έιχαμ.