Του Βασίλη Διαμαντάκη

Την 20ή Απριλίου του 1967 οι συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος συναντιούνται στο αρχηγείο των Τεθωρακισμένων στο Γουδή, στις 11.30 το πρωί. Ο Παπαδόπουλος δεν έχει λάβει ακόμα κάποιες πληροφορίες και προτείνει να αναβάλουν το πραξικόπημα κατά είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Παττακός αρνείται και η διαφωνία τους κρατάει αρκετή ώρα. Τελικά ο Παττακός ανακοινώνει στους άλλους συνωμότες ότι εκείνος θα ξεκινήσει το κίνημα είτε τον ακολουθήσουν είτε όχι και τότε συμφωνούν κι οι υπόλοιποι.

Ωστόσο έχουν ήδη καθυστερήσει κατά μία ώρα και οι πρώτες μετακινήσεις μονάδων αρχίζουν μετά τη 1:00 το πρωί. O λόγος που διστάζει ο Παπαδόπουλος ήταν γιατί το μεσημέρι της ίδιας μέρας κάποιος είχε τηλεφωνήσει ανώνυμα στη γυναίκα του συνταγματάρχη Λάζαρη και της είχε πει ότι η πολιτική ηγεσία ξέρει για τη βραδινή κίνηση. Η δικτατορία των συνταγματαρχών είναι προ των πυλών και 24 ώρες μετά, στις 21 Απριλίου του 1967, αναπόφευκτο και οριστικό γεγονός για την Ελλάδα.

 

Πρώτα κινήθηκαν τα τμήματα των καταδρομέων ΛΟΚ. Δεν έπρεπε να ειδοποιηθούν και να κινητοποιηθούν ο βασιλιάς, οι στρατηγοί, η κυβέρνηση πριν ολοκληρωθούν οι βασικοί στόχοι του κινήματος. Οι τηλεπικοινωνίες το κτήριο της ΕΡΤ, τότε ΕΙΡ, τηλεόραση, ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεφωνικό κέντρο και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ασυρμάτου κατελήφθηκαν μεταξύ 1:00 και 1.30 π.μ. χωρίς να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Στους δρόμους επικρατούσε ησυχία, αφού δεν είχαν ακόμα κινηθεί τα τανκς και δεν κυκλοφορούσαν ομαδικά διάφορα στρατιωτικά καμιόνια.

 

Οι στρατιώτες μετακινούνταν γρήγορα και αθόρυβα, κατά μικρές ομάδες, στους προκαθορισμένους στόχους δίχως να κινούν την προσοχή ή την περιέργεια. Ένα τζιπ γεμάτο στρατιώτες δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στους αθηναϊκούς δρόμους. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι στρατιώτες της χούντας είχαν θέσει υπό το λειτουργικό έλεγχό τους όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα.

 

1 χουντα

 

Ο Παπαδόπουλος έχει ετοιμάσει ήδη μια γραπτή διαταγή που όριζε τις μετακινήσεις των αναγκαίων στρατιωτικών μονάδων, πλαστογραφώντας το όνομα του βασιλιά. Οι συνωμότες απευθύνθηκαν στους αγουροξυπνημένους στρατιώτες διαβάζοντάς τους τη, δήθεν υπογεγραμμένη από το βασιλιά, Διαταγή και τους ανέπτυξαν το σχέδιο μάχης, στο όνομα του βασιλιά. Στη συνέχεια ο Παπαδόπουλος έστειλε το κωδικό σήμα για την ενεργοποίηση του Σχεδίου «Προμηθεύς», σχέδιο εκτάκτης ανάγκης του ΝΑΤΟ.

 

Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού. Βασικό στοιχείο του σχεδίου ήταν ότι έθετε όλες τις στρατιωτικές μονάδες υπό την άμεση ηγεσία του υπουργού Άμυνας ή του Αρχηγού ΓΕΣ, στρατηγού Σπαντιδάκη, ή του βασιλιά, απαγορεύοντας ρητά την υπακοή τους σε οποιαδήποτε άλλη διαταγή.

 

Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γ. Σπαντιδάκης, αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής, κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος, έδωσε εντολή στο Γ’ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο «Προμηθεύς» σε όλη τη χώρα.

 

Είχαν αναθέσει σε ειδικές ομάδες τη σύλληψη κορυφαίων πολιτικών. Μόλις άρχισαν ταυτόχρονα τις συλλήψεις, άρχισαν να κινούνται τα τανκς και οι μονάδες ΛΟΚατζήδων. Ο Παπαδόπουλος έφτασε στο Πεντάγωνο, όπου τον περίμεναν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς και ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ασλανίδης. Οι στασιαστές όρμησαν μέσα και κατέλαβαν το κτήριο, χωρίς πάλι να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Δώδεκα τανκς και οκτώ θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού κύκλωσαν το Πεντάγωνο, ενώ άλλα τανκς βρέθηκαν μπροστά στα κτήρια της τηλεόρασης, των ραδιοφωνικών σταθμών και των τηλεφωνικών κέντρων, ώστε να αποκρουστεί κάθε απόπειρα ανακατάληψής τους.

 

4 τανκ

 

Η πρώτη ειδοποίηση που πήρε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος για όσα συνέβαιναν ήταν από τον υπασπιστή του, ταγματάρχη Μιχάλη Αρναούτη, όταν είδε ομάδα στρατιωτών να εισβάλλει στην κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό. Το τηλέφωνό του όμως νεκρώθηκε και τελικώς συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο. Από τις βροντές των πυροβολισμών, ξύπνησε και η Μαργαρίτα Παπανδρέου. Η κατοικία του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν γειτονική του Μιχάλη Αρναούτη. Ένας λοχαγός και τέσσερις κομάντο εισέβαλαν στην οικία και μετά από επεισοδιακή καταδίωξη συνέλαβαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κωνσταντίνος αμέσως τηλεφώνησε στον πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο, όπου ο τελευταίος τον πληροφορούσε ότι τον συνελάμβαναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στις 2:30 το πρωί.

 

Η δεύτερη ειδοποίηση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη πραξικόπημα ήρθε στις 2:10 το πρωί, όταν ο αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας Τασιγιώργος άκουσε τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων και τηλεφώνησε στον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Γεώργιο Ράλλη. Ο Ράλλης προσπάθησε να τηλεφωνήσει στο Τατόι, αλλά το τηλέφωνό του είχε νεκρωθεί. Κατευθύνθηκε στο γειτονικό αστυνομικό τμήμα, από όπου κατόρθωσε μέσω ασυρμάτου Motorola να συνδεθεί με το βασιλιά. Ο βασιλιάς έδωσε εντολή στον Ράλλη να επικοινωνήσει με τους αξιωματικούς υπηρεσίας των Σωμάτων Στρατού στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, και σε άλλες πόλεις, να τους θέσει σε κατάσταση συναγερμού και να κινηθούν προς την Αθήνα.

 

O Γεώργιος Ράλλης προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον επιτελάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού, ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη, για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβε, αφού το Σχέδιο «Προμηθεύς» είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη. Μόλις έλαβε το σήμα, ο Βιδάλης βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Έσπευσε να ζητήσει οδηγίες από το ΓΕΣ και ο στρατηγός Σπαντιδάκης τον διαβεβαίωσε, ψευδώς, στο τηλέφωνο ότι ο βασιλιάς ήταν σύμφωνος με ό,τι είχε γίνει και ότι έπρεπε να ανγνοήσει τη διαταγή Ράλλη.

 

Πριν η ώρα πάει 3.00 το πρωί οι πραξικοπηματίες είχαν θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό τους την Αθήνα. Είχαν εγκλείσει τους σημαντικότερους κρατούμενούς τους στους θαλάμους των Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών, στο δεύτερο όροφο της Σχολής Τεθωρακισμένων, στο Γουδή. Χιλιάδες πολίτες είχαν μαντρωθεί στον Ιππόδρομο, στο Φαληρικό Δέλτα, στο γήπεδο Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο και στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.

 

21η

 

Στις 5:30 το πρωί ο Ράλλης τηλεφώνησε πάλι στο βασιλιά, του ανέφερε τις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τα Σώματα και του συνέστησε: «Παθητική αντίσταση Μεγαλειότατε, και ίσως αργότερα κάτι μπορέσετε να κάμετε».

 

Στις 6.00 το πρωί οι συνταγματάρχες βγήκαν στο ραδιόφωνο για να αναγγείλουν την ανάληψη της εξουσίας από το στρατό στο όνομα του βασιλιά. Ανήγγειλαν την αναστολή ορισμένων άρθρων του Συντάγματος. Αυτό σήμαινε ότι δεν ίσχυαν πια οι διατάξεις που προέβλεπαν: ότι κανένας δε συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα, το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων, το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία.

 

Στις 8.00 το πρωί οι πραξικοπηματίες ζήτησαν συνάντηση με το βασιλιά στο περικυκλωμένο από τα τανκς Τατόι. Αφού παρέδωσαν τα όπλα τους στο φυλάκιο εισόδου και χάθηκε, έτσι, μια ευκαιρία σύλληψής τους, συνάντησαν τον Κωνσταντίνο από τον οποίο και ζήτησαν να υπογράψει τις διακηρύξεις, οι οποίες θα επέτρεπαν το σχηματισμό κυβέρνησης. Επικαλέσθηκαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο και την προστασία του Θρόνου και, στις αρνήσεις του Κωνσταντίνου, ο Παττακός του δήλωσε: «Οι Επαναστάτες δεν συζητούν, απαιτούν». Τελικά, ο Κωνσταντίνος δέχθηκε να μεταβεί στο Πεντάγωνο για μια τελική συνάντηση. Εκεί είχαν μεταφερθεί και κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες, καθώς και ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος.

 

21 03 1967 vouli tanks

 

Πριν μεταβεί στο Πεντάγωνο, ο Κωνσταντίνος πέρασε από την κατοικία της μητέρας του, Φρειδερίκης, στο Παλαιό Ψυχικό, μάλλον για να τη συμβουλευτεί. Στο Πεντάγωνο επικρατούσε χαώδης κατάσταση. Καθώς οι ώρες περνούσαν και δεν διαφαινόταν κάποια λύση, κατώτεροι αξιωματικοί απειλούσαν ανοιχτά, κραυγάζοντας, τους ανωτέρους τους. Ο Κωνσταντίνος μπόρεσε και συνάντησε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο για λίγα λεπτά. Ο Π. Κανελλόπουλος εισηγήθηκε στο βασιλιά να διατάξει τους αξιωματικούς να καταθέσουν τα όπλα. Ο βασιλιάς, όμως, δεν έλεγχε κανέναν από αυτούς που οπλοφορούσαν.

 

Αργά το μεσημέρι οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. Ο βασιλιάς δέχτηκε να αναλάβουν υπουργεία στρατιωτικοί και οι πραξικοπηματίες δέχτηκαν να γίνει πρωθυπουργός μη στρατιωτικός. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε τον Κωνσταντίνο Κόλλια, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η επιλογή προκάλεσε γενική έκπληξη, ο δε Παπαδόπουλος αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο Κόλλιας. Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης ανέλαβε υπουργός Άμυνας με υφυπουργό το στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και οι συνωμότες Γ. Παπαδόπουλος υπουργός Προεδρίας, Στυλ. Παττακός υπουργός Εσωτερικών και Νικ. Μακαρέζος υπουργός Συντονισμού.

 

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν ήταν καθόλου βέβαιος για τις επόμενες κινήσεις του και σκεπτόταν σοβαρά αν θα ήταν καλύτερο να μείνει ή να φύγει από τη χώρα. Ρώτησε τον Τάλμποτ πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να φτάσουν στο Τατόι αμερικανικά ελικόπτερα, προκειμένου να μεταφέρουν τον ίδιο και την οικογένειά του εκτός Ελλάδας και αν υπήρχε περίπτωση να αποβιβαστούν Αμερικανοί πεζοναύτες στην Ελλάδα για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων.

 

Την πρώτη κιόλας ημέρα του καθεστώτος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως υπουργός Προεδρίας, έδωσε συνέντευξη Τύπου σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους. Δικαιολόγησε το πραξικόπημα λέγοντας πως «η επέμβαση του Στρατού ήταν επιβεβλημένη εξαιτίας της πορείας της χώρας προς τον κομμουνισμό. Η αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών μεταξύ τους και με το βασιλιά, καθώς και μια σχεδόν καθολική αντίληψη αναρχίας στην ελληνική κοινωνία. Ο Στρατός ήταν η μόνη πολιτικά ουδέτερη δύναμη ικανή να αποτρέψει την καταστροφή».

 

«Το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο. Οι πολιτικοί που έχουν τεθεί υπό περιορισμό είναι περίπου 25 και σύντομα θα είναι ελεύθεροι. Έχουν συλληφθεί περίπου 5.000 επικίνδυνοι κομμουνιστές, η τύχη των οποίων θα κριθεί από τις επιτροπές ασφαλείας. Έχει βρεθεί υλικό, για την συγκέντρωση του οποίου απαιτήθηκαν 70 φορτηγά, που αποδεικνύει ότι προετοιμαζόταν κομμουνιστικό πραξικόπημα».

 

Ως πρωταρχικό στόχο το νέο καθεστώς είπε πως ήταν να αποτραπεί η πορεία προς τον κομμουνισμό μέσω του Κοινοβουλίου, κατά το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας. Ο Παπαδόπουλος αναφερόταν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας το οποίο το 1946 είχε κερδίσει τις ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές, είχε σχηματίσει κυβέρνηση και δύο χρόνια αργότερα, από θέση ισχύος, ανέτρεψε το αστικό καθεστώς της χώρας και ίδρυσε λαϊκή δημοκρατία.

 

Προχώρησε από τις πρώτες ώρες σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου για αόριστο χρονικό διάστημα, απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και καθιέρωση αυστηρής λογοκρισίας. Όσοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους παραπέμπονταν σε έκτακτα στρατοδικεία. Πολλοί συλλαμβάνονταν χωρίς δικαστικό ένταλμα, κρατούνταν χωρίς την απαγγελία κατηγοριών και αντιμετώπιζαν βασανιστήρια. Παρά τις εξαγγελίες τους, οι δικτάτορες προετοίμαζαν το έδαφος για μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία, προβαίνοντας σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων ή υπόπτων σε πολλούς τομείς, στη δημόσια διοίκηση, στην παιδεία, σε οργανισμούς και κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις.

 

Η πρώτη κυβέρνηση μετά την επικράτηση του κινήματος περιλάμβανε δικαστικούς, τεχνοκράτες και ελάχιστους στρατιωτικούς. Μέχρι τα τέλη του 1968 η συλλογική διακυβέρνηση είχε μετατραπεί σε δικτατορία του ενός ανδρός, του Παπαδόπουλου. Τον Δεκέμβριο του 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε ανεπιτυχώς να τους ανατρέψει, αρνήθηκε να συνεχίσει να συνεργάζεται μαζί τους και αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία και αργότερα για μόνιμη εγκατάσταση στη Μεγάλη Βρετανία με την οικογένειά του.

 

17nov

 

Τον Νοέμβριο του 1973 ομάδα αξιωματικών, με επικεφαλής το Δημήτριο Ιωαννίδη, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την απόπειρα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, ανέτρεψαν και έθεσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό τον Παπαδόπουλο. Στις 15 Ιουλίου του 1974 επιχείρησαν να ανατρέψουν και τον πρόεδρο της Κύπρου αρχιεπίσκοπο Μακάριο και κήρυξαν της ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Η ενέργεια αυτή έδωσε την αφορμή στην Τουρκία, στις 20 Ιουλίου του 1974, να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο προβάλλοντας ως κύρια δικαιολογία την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας.

 

Μπροστά στο βάρος των ευθυνών τους και στο ορατό ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου, οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων κάλεσαν πολιτικά πρόσωπα της προ-δικτατορικής περιόδου για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Η πράξη αυτή σηματοδότησε την οριστική απόσυρση του Στρατού από την πολιτική στην Ελλάδα. Μέσα στους επόμενους μήνες οι πολιτικές εξελίξεις οδήγησαν στην επαναφορά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την κατάργηση της μοναρχίας μετά και το δημοψήφισμα της 17ης Δεκεμβρίου του 1974 και την ψήφιση του νέου Συντάγματος.

 

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το καλοκαίρι του 1974, ξεκίνησε και η δικαστική έρευνα που αφορούσε τα γεγονότα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου του 1967. Οι ποινικές διώξεις κατά των πρωταιτίων της δικτατορίας δεν έγιναν αυτεπάγγελτα από κάποια δικαστική αρχή ή κυβερνητική πρωτοβουλία, αλλά ύστερα από μηνύσεις ιδιωτών. Ωστόσο, για να φτάσουν οι υποθέσεις αυτές στην αίθουσα του δικαστηρίου χρειάστηκε να εκδοθούν από την κυβέρνηση μία σειρά από διατάγματα και συντακτικές πράξεις. Αυτοί οι νόμοι ακύρωναν την αμνηστεία που είχαν χορηγήσει στον εαυτό τους οι δικτάτορες κατά τη διάρκεια της επταετίας, ενώ ταυτόχρονα εξαιρούσαν τις πράξεις τους από την αμνήστευση των υπόλοιπων πολιτικών εγκλημάτων του παρελθόντος.

 

Στις 2 Ιουλίου του 1975, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με βούλευμά της, χαρακτήρισε στιγμιαίο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας των πραξικοπηματιών. Το ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε ότι το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας ολοκληρώθηκε με την αποστέρηση του βασιλιά από τις συνταγματικές εξουσίες του και η κατάσταση που προέκυψε μετά ήταν απλή συνέπεια και όχι παράταση της εγκληματικής πράξης. Έτσι έπαυσε οριστικά η δίωξη των προσώπων που είχαν υπηρετήσει σε πολιτικές θέσεις, μέλη της κυβέρνησης, γενικοί γραμματείς, νομάρχες, δήμαρχοι, και είχαν διωχθεί ως συνεργοί γιατί στήριξαν το καθεστώς της δικτατορίας.

 

Οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου δικάστηκαν ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τις κατηγορίες της στάσης και της εσχάτης προδοσίας, αδικήματα που ενέπιπταν στα άρθρα 134 και 135 του Ποινικού Κώδικα και 63 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα. Η ακροαματική διαδικασία διήρκεσε ένα μήνα, ξεκινώντας από τις 28 Ιουλίου έως και τις 23 Αυγούστου του 1975.

 

Η σύνθεση του δικαστηρίου ήταν η ακόλουθη: Ιωάννης Ντεγιάννης, πρόεδρος, μέλη: Παναγιώτης Λογοθέτης, Παναγιώτης Κωνσταντινόπουλος, Ιωάννης Γρίβας και Γεώργιος Πλαγιανάκος, αναπληρωματικά μέλη: Ηλίας Γιαννόπουλος και Δημήτριος Τζούμας, εισαγγελείς: Κωνσταντίνος Σταμάτης και Σπύρος Κανίνιας. Το δικαστήριο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές στους κατηγορούμενους ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς:

 

Θάνατος για στάση, ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία και καθαίρεση στους:

Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό, Νικόλαο Μακαρέζο.

Ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία, δέκα χρόνια κάθειρξη για στάση και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους:
Δημήτριο Ιωαννίδη, Γρηγόριο Σπαντιδάκη, Γεώργιο Ζωιτάκη, Ιωάννη Λαδά, Μιχαήλ Ρουφογάλη, Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, Αντώνιο Λέκκα, Μιχαήλ Μπαλόπουλο

 

Είκοσι χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους:
Οδυσσέα Αγγελή, Νικόλαο Ντερτιλή

 

Δεκαπέντε χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους:
Νικόλαο Γκαντώνα, Στέφανο Καραμπέρη

 

Δώδεκα χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στον Γεώργιο Κωνσταντόπουλο

Οκτώ χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στον Ευάγγελο Τσάκα

Πέντε χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και έκπτωση στον Δημήτριο Σταματελόπουλο

Αθώοι λόγω αμφιβολιών κηρύχθηκαν οι: Αλέξανδρος Χατζηπέτρος και Κωνσταντίνος Καρύδας.

 

Το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, καθώς και ότι ωθήθηκαν στην πράξη τους από μη ταπεινά αίτια. Για τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο το δικαστήριο δέχτηκε ότι υπήρξαν υποκινητές και επικεφαλής της στάσης, γι’ αυτό και τους επεβλήθη η εσχάτη των ποινών, η θανατική ποινή.

Μετά από απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή, η θανατική ποινή για τους τρεις συγκεκριμένους καταδικασθέντες μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει στους δημοσιογράφους την ιστορική φράση «Και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».

 

Οι 18 καταδικασθέντες αξιωματικοί για το πραξικόπημα της 21 Απριλίου του 1967 καθαιρέθηκαν με Προεδρικό Διάταγμα και υποβιβάστηκαν οριστικά στο βαθμό του στρατιώτη μετά την επικύρωση από τον Άρειο Πάγο της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου, στις 21 Ιουνίου του 1976. Διαγράφτηκαν επίσης από τους καταλόγους των στελεχών της εφεδρείας και οι οικογένειές τους θα έπαιρναν μειωμένες συντάξεις.

 

Η δικτατορία των συνταγματαρχών άφησε ανεξίτηλα με τα πιο μελανά χρώματα τα σημάδια της στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι Έλληνες έκαναν πολλά χρόνια να συνέλθουν έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αλλά μας υπενθυμίζει για πολλοστή φορά ότι η Δημοκρατία στη μακραίωνη ιστορία της Ελλάδας είναι αυτή που μας έχει οδηγήσει στο πάνθεον της ανθρωπότητας.