Την Πέμπτη το πρωί, γιατί αν θυμάμαι καλά και τότε Πέμπτη ήταν, 21 Απρίλη του 1967, δεν ξύπνησα καλά. Πονούσα στην κοιλιά. Είχε περάσει η νάρκωση. Το προηγούμενο βράδυ με είχαν μεταφέρει άρον άρον στην κλινική «Άγιος Γεράσιμος» στην οδό Αγησιλάου, κοντά στην Ομόνοια, για εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.

Στο τσακ τη γλίτωσα. Είχα ξυπνήσει όμως χάλια. Πέρα από τον πόνο που είχα στην κοιλιά, γινόταν και μεγάλη φασαρία. Θυμάμαι μόνο τη μάνα μου να φωνάζει «δεν μπορείτε να μας κρατάτε κλειδωμένους» και έναν τύπο με «τσάκιση» στο πανταλόνι, να περπατάει νευρικά μέσα στο δωμάτιο με τα χέρια στις τσέπες και να κουδουνίζει κάποια κέρματα.

 

Προσπάθησα να ανασηκωθώ, να δω καλύτερα, και τότε άνοιξε διάπλατα η πόρτα -ήταν ξύλινη δίφυλλη- και μπούκαραν μέσα φαντάροι ουρλιάζοντας με προτεταμένα τα όπλα.
«Σιγά ρε παιδιά, υπάρχουν άρρωστοι εδώ μέσα, υπάρχουν παιδιά. Εμένα θέλετε. Έτοιμος είμαι. Πάμε», είπε μαλακά και προχώρησε προς το μέρος τους.

 

Τα φαντάρια τον άρχισαν στις κλοτσιές και βρίζοντας, τον τράβηξαν έξω από το δωμάτιο κι έφυγαν. Οι πόρτες έκλεισαν κι έγινε ησυχία. Τις επόμενες μέρες κάποιες νοσοκόμες τον κατηγορούσαν αλλά δεν έδινα καμιά σημασία.

Τα χρόνια πέρασαν. Τον άντρα εκείνο που τον πήραν κλοτσηδόν οι στρατιώτες μέσα από το δωμάτιο του νοσοκομείου δεν τον είδα ποτέ ξανά. Ούτε έμαθα τ’ όνομά του. Ήταν ένας από τις χιλιάδες που συνέλαβε η χούντα εκείνο το πρωί. Η παλικαριά του όμως θα μου μείνει αξέχαστη.