Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Αν ακολουθήσει κανείς τις απόψεις των ξένων κριτικών, σύμφωνα με τις γνώμες (βασικά τα αστεράκια) που δίνουν στα περιοδικά Screen International και Film Français, οι ταινίες –  φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα, που θα απονείμει απόψε η κριτική επιτροπή με πρόεδρο τον Αμερικανό σκηνοθέτη Σπάικ Λι, είναι η «Μπενεντέτα» του Πολ Φερχόφεν και η «Ανέτ» του Λεός Καράξ.

Αν ακολουθήσουν όμως το αυστηρά καλλιτεχνικό επίπεδο και την προσωπική σκηνοθετική προσέγγιση οι ταινίες που αξίζουν το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ είναι τρεις, «Ο ήρωας» του Ιρανού Ασκάρ Φαρχάντι, «Να οδηγήσεις το αυτοκίνητο μου» του Ιάπωνα Ριουσούκε Χαγκαμούτσι και «Memoria» του Ταϊλαδενζου Απιτσατπόνγκ Γουιρασεθακούλ.

Στο μεταξύ ανακοινώθηκαν τα βραβεία του τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα» με την ταινία «Unclenching the Fists» της Κίρα Κοβαλένκο να κερδίζει το βραβείο καλύτερης ταινίας, ενώ το Ειδικό Βραβείο της επιτροπής απονεμήθηκε στην ταινία «Μεγάλη ελευθερία» του Σεμπάστιαν Μέιζε. Το βραβείο συνόλου δόθηκε στην Χάφσια Χέρχι για την ταινία της «Καλή μητέρα», με την ταινία «Lamb» του Βάλτιμαρ Γιόχανσον να κερδίζει το βραβείο Πρωτοτυπίας.

Την αληθινή ιστορία ενός μοναχικού οπλοφόρου, του Μάρτιν Μπράιαντ, που το 1996 μπήκε σε μια τουριστική περιοχή του Port Arthur της Τασμανίας και σκότωσε 36 άτομα, τραυματίζοντας άλλα 23, με ένα ημιαυτόματο όπλο που αγόρασε νόμιμα, αφηγείται η συγκλονιστική ταινία «Νίτραμ» του Αυστραλού Τζάστιν Κουρζέλ, με την οποία έκλεισε χτες το διαγωνιστικό πρόγραμμα του 74ου φεστιβάλ των Κανών.

Επεισόδιο που ώθησε την αυστραλιανή κυβέρνηση να θεσπίζει μέσα σε 12 μέρες νόμο που να ελέγχει την πώληση όπλων και να καταστρέψει περισσότερο από ένα εκατομμύριο όπλα. Αν και, όπως μας πληροφορούν οι τίτλοι στο τέλος της ταινίας, πολλές επαρχίες της χώρας δεν συμμορφώνονται προς τον νόμο, με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχει ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων που κατέχουν όπλα από την εποχή της φρικτού μακελειού.

Ο Νίτραμ (παρατσούκλι που του έδωσαν οι συμμαθητές του στο σχολείο και που είναι το όνομα Μάρτιν συλλαβισμένο ανάποδα) της ταινίας είναι ένας ανεξέλεγκτος, προβληματικός, με ψυχολογικά προβλήματα νέος (τέλειος στο ρόλο ο Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς), που δείχνει να υποφέρει από κατάθλιψη και που η καταπιεστική μητέρα του κι ένας αναποφάσιστος, μαλθακός πατέρας (Άντονι ΛαΠάλια) προσπαθούν να την περιορίσουν, προτιμώντας, για να γλιτώσουν από τα διάφορα ενοχλητικά γι’ αυτούς προβλήματα, να τον παραγεμίζουν με αντικαταθλιπτικά χάπια.

Η ταινία αρχίζει με τηλεοπτικές συνεντεύξεις με παιδιά που βρίσκονται στο νοσοκομείο με τραυματισμούς επειδή έπαιζαν με τη φωτιά, ανάμεσα τους και ο πραγματικός Μάρτιν Μπράιαντ, ο οποίος, 12 μόλις τότε χρόνων, είχε κινδυνέψει παίζοντας με φωτοβολίδες , παιχνίδι που εξακολουθεί και τώρα να τον απασχολεί, δημιουργώντας προβλήματα στους γείτονες καθώς και στο τοπικό σχολείο.

Αυτό που λείπει από τον Νίτραμ, όπως σταδιακά αντιλαμβανόμαστε, είναι μια η σωστή ιατρική φροντίδα και μια σε βάθος κατανόηση, που κάποια στιγμή ο Νίτραμ πιστεύει πως τη βρήκε κοντά στην Χέλεν Χάρβεϊ (Έσι Ντέιβιντ), μια απομονωμένη στο σπίτι της, πλούσια κληρονόμο, που περνάει την ώρα της ακούγοντας τραγούδια (και συχνά φορώντας τα κοστούμια της Γιαπωνέζος ηρωίδας) από τους Pirates of Penzance και το The Mikado, την οποία γνωρίζει όταν της προτείνει να κλαδέψει το γρασίδι της – τελικά θα αναλάβει να πηγαίνει βόλτα τα σκυλιά της.

Με την Χέλεν, ο Νίτραμ θα βρει τη συνεννόηση που αναζητούσε τόσα χρόνια, μόνο που, εξαιτίας των απρόσεχτης, παράλογης και επικίνδυνης συμπεριφοράς του, κάποια στιγμή θα προκαλέσει σε ατύχημα το θάνατο της. Με αποτέλεσμα να επιστρέψει σταδιακά στην προηγούμενη καταθλιπτική κατάσταση, αν και, τη φορά αυτή, πάμπλουτος μια και η ηλικιωμένη φίλη του τον έχει κάνει μοναδικό κληρονόμο της, βρίσκει την ευκαιρία να φτιάξει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο και να οδηγηθεί στο μακελειό του Port Arthur.

Ο Κουρζέλ, που το 2011 είχε δώσει το ανατριχιαστικό Snowtown, γύρω από έναν αληθινό κατά συρροή δολοφόνο, απέφυγε, πολύ σωστά, τη φορά αυτή, να δώσει απευθείας σκηνές ωμότητας, αφήνοντας το δολοφονικό ξέσπασμα του Νίτραμ στο φινάλε της ταινίας, προτιμώντας να το αφήσει εκτός κάδρου.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος καταπιάστηκε με παρόμοια θέματα που έχουν απασχολήσει διάφορες χώρες, όπως για παράδειγμα την Αμερική (πάνω από όλα – βλέπε την ταινία «ελέφαντας» του Γκας Βαν Σαντ), ή τη Νορβηγία («22 Ιουλίου» του Πολ Γκρίνγκρας»).

Εκείνο όμως που ενδιέφερε περισσότερο τον Κουρζέλ είναι να δημιουργήσει το σασπένς και, με βάση το πολύ ωραίο του σενάριο, να διεισδύσει στο μυαλό του Νίτραμ και να καταγράψει τη ψυχολογία του, τη συμπεριφορά του, τις αντιδράσεις, την όλη εξέλιξη της πορείας του – υπάρχει μια ωραία στιγμή στην ταινία όπου κάθεται με τη μητέρα του (μια εξαιρετική στο ρόλο, όπως και όλοι οι άλλοι ηθοποιοί, Τζούντι Ντέιβις) και της εξηγεί πώς βλέπει τον εαυτό του και πως θα ήθελε να μοιάζει με τους υπόλοιπους φυσιολογικούς ανθρώπους. Μια ταινία, πρέπει να πω, που της αξίζει κάποιο από τα μεγάλα βραβεία του φετινού φεστιβάλ.