ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

«Το χρώμα του ροδιού»: Μια εκπληκτικής ομορφιάς μοναδική εμπειρία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Το χρώμα του ροδιού

Sayat Nova. Σοβιετική Ένωση, 1969. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σεργκέι Παρατζάνοφ. Ηθοποιοί: Σοφίκο Τσαουρέλι, Μέλκο Αλεκιάν, Γκόγκι Γκεγκέτσκορι, Μεντέα Γιαπαρίντζε. 79´

 

Στη δεκαετία του ‘60, ο Αρμένιος σκηνοθέτης Σεργκέι Παρατζάνοφ, μας είχε εκπλήξει με την ταινία του, «Στις σκιές των ξεχασμένων προγόνων» (1965), μια δοσμένη με πραγματική ποίηση ερωτική ιστορία, εμπνευσμένη από εκείνη του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, που έδινε την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να αντλήσει από τα έθιμα και τις παραδόσεις της κουλτούρας της Ουκρανίας, ταινία που δεν άρεσε στο στραμμένο στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό στην τέχνη, σοβιετικό καθεστώς.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, με την αριστουργηματική ταινία του «Το χρώμα του ροδιού», εμπνευσμένη από την ποίηση του ποιητή και μουσικού του 18ου αιώνα, Αρουθίν Σαγιαντίν (γνωστού ως Σάγιατ Νόβα), γυρισμένη σ’ ένα μοναστήρι του 18ου αιώνα στην Αρμενία, και στη συνέχεια στα στούντιο του Ερεβάν και του Κιέβου, ο Παρατζάνοφ αντιμετώπισε τη λογοκρισία και το μένος των σοβιετικών αρχών, που μόνταραν ξανά την ταινία του, πριν τελικά απαγορεύσουν την προβολή της και στέλνοντας τον ίδιο στη φυλακή το 1973 με την κατηγορία του «κλέφτη και ομοφυλόφιλου»!

Χρειάστηκε να φτάσουμε στην περίοδο της Περεστρόικα, στη δεκαετία του ‘80, για να μπορέσουμε να δούμε την ταινία του σε όλο το μεγαλείο και την ομορφιά της. Ο Παρατζάνοφ αποφεύγει να φτιάξει μια κλασική βιογραφική ταινία, επιλεγοντας να στραφεί στον εσωτερικό κόσμο του ποιητή και να καταγράψει την καλλιτεχνική και πνευματική του ανάπτυξη μέσα από τους ενδόμυχους φόβους του και την παράδοση των Αρμενίων και τον τραγουδοποιών του Μεσαίωνα. «Είμαι αυτός που η ζωή και το όνομά του είναι μαρτύριο» μας λέει, από τα πρώτα κιόλας πλάνα, η φωνή off του ποιητή, που τη ζωή του παρακολουθούμε μέσα από τα τρία πιο ενδιαφέροντα στάδια της ηλικίας του: την παιδική του ηλικία, τη νιότη του και τα γηρατειά.

Ένα «μαρτύριο» που φωτίζεται μέσα από μια γλώσσα που αποτελείται από μια σειρά εκπληκτικά ταμπλό: με εικόνες εικαστικά λαμπρές, εικόνες εκκλησιαστικές, νωπογραφίες, εικόνες σουρεαλιστικές, που αντλούν από φολκλόρ, με αλληγορίες και συμβολισμούς, χωρίς πλοκή ή διαλόγους, με ακίνητα, εξαιρετικής ομορφιάς, πλάνα (σε αντίθεση με την κινητικότητα της κάμερας στις «Σκιές των ξεχασμένων προγόνων»), με πρόσωπα, αντικείμενα, μουσικά όργανα, με τα βιβλία να παίζουν σημαντικό ρόλο («χωρίς βιβλία ο κόσμος θα ζούσε στην άγνοια», προσθέτει η φωνή του ποιητή), με κολάζ, μουσική και χορούς (με γυναίκες με τοπικές ενδυμασίες να εκλιπαρούν για βοήθεια τον Αη Γιώργη, που περνάει από μπροστά τους πάνω στο άλογο), με μια ποικιλία ζωντανών χρωμάτων και μια έξαρση που κάπου-κάπου θυμίζει τον «Αντρέι Ρουμπλιόβ» του Ταρκόφσκι, με τον Παρατζάνοφ όμως να φτιάχνει τη δική του ξεχωριστή γλώσσα, μια γλώσσα που από το 1983 όταν πρωτοείδαμε την ταινία, μέχρι και σήμερα δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ με τέτοια εκστατική ομορφιά και με τέτοια δύναμη στον κινηματογράφο. Μια μοναδική εμπειρία που βλέπεται και ξαναβλέπεται με την ίδια πάντα απόλαυση!