​Είδαμε την παράσταση «Η κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη, στο θέατρο Σταθμός, σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη.

Το έργο:
«Η κασέτα», της σπουδαίας Λούλας Αναγνωστάκη, γράφτηκε το 1982, με αφορμή την απόπειρα δολοφονίας του πάπα Παύλου Ιωάννη Β’, από τον μουσουλμάνο Μεχμέτ Αλί Αγκτσά, στις 13 Μάη του 1981, στη Ρώμη.

Πρόκειται για ένα έργο με οξεία γραφή και αντισυμβατικό λόγο, το οποίο εντρυφώντας στις «παραδοσιακές» αξίες και μελετώντας τον ψυχισμό των ανθρώπων, οι οποίοι συνθλίβονται εγκλωβισμένοι μέσα σε συστημικές φόρμες επιβίωσης, αναζητεί την αλήθεια της ελευθερίας, πέρα από το όποιο κυνήγι για κάλπικη ευμάρεια και αναγνώριση επιτυχίας.

Με τα χαρακτηριστικά ενός αντιεξουσιαστικού θεατρικού συγγράμματος, «Η κασέτα» στηλιτεύει την αναπόφευκτη ιδεολογική κατάρρευση των πάγιων πολιτικών και κομματικών εφαρμογών, το επιφανειακό ιλουστρασιόν μιας μίζερης και αξιολύπητης αγωνίας για επιβεβαίωση εξουσίας και την αδυσώπητη πνευματική παρακμή που φέρνει ο ισχυρός δηθενισμός. Μπορεί άνετα να οριστεί ως ένα υπαρξιακό εξεργετικό ψυχογράφημα, με έντονες δόσεις επαναστατικής διάθεσης.

Σκηνοθεσία:
Όταν έχεις ένα ιδιαίτερα δυνατό έργο, με αξιόλογο κείμενο, για να το κάνεις όχι απλώς να διακριθεί, αλλά να εκτοξευτεί, του οφείλεις μια εμπνευσμένη σκηνοθεσία. Και αυτό ήταν και το στοίχημα του Μάνου Καρατζογιάννη, [γνώστης της δραματουργίας της Λούλας Αναγνωστάκη], γιατί κατάφερε να αναδείξει το θεματικό ιστό του συγγράμματος υπηρετώντας το τρίπτυχο λόγος, έκφραση, κίνηση, άλλοτε με μέτρο και άλλοτε με πάθος.

Πρέπει να υπογραμμιστεί η εικονοποίηση του δραματουργικού βάθους και ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης τοποθετεί το έργο σε ένα πλαίσιο με τα γνωρίσματα μεν της τότε εποχής, αλλά και με μια πνοή και ύφος που αφορά σε μια οποιαδήποτε άχρονη ιστορική περίοδο.

Ο θεματικός πυρήνας του θεατρικού πονήματος επικεντρώνεται στην οδυνηρή υπαρξιακή αναζήτηση του Παύλου, με χαρακτήρα ασυμβίβαστο που νοιώθει να συντρίβεται και να χάνει την προσωπική του ταυτότητα, υπό το βάρος του καθωσπρεπισμού σε μικροαστικό σύμπαν. Παράλληλα συνυπάρχουν διάφορα περιφερειακά θέματα σχέσεων, κοινωνικά, ηθικά και πολιτικά, ενδεικτικά ενός γενικότερου προβληματισμού.

Η γραμμή που ακολουθεί ο Καρατζογιάννης απέχει από οποιαδήποτε νεωτεριστική ή υπερβολική τακτική οργάνωσης, έτσι ώστε η σκηνική δράση να έχει την αυτοτέλειά της, ο αφηγηματικός λόγος να είναι χορταστικός, ακουμπώντας εντελώς στο συναίσθηματικό τοπίο του θεατή. Και καθώς η συγγραφέας ανατέμνει σύμβολα και μύθους που έχουν εξασφαλίσει θέση περίοπτη στο συλλογικό θυμικό, ο σκηνοθέτης με στιβαρότητα και ευθύνη υπηρετεί αυτό το σκηνικό. Το διανθίζει με το απαραίτητο απογνωσιακό στοιχείο, αλλά και με αίσθημα σαρκασμού και προσεγμένης ιλαρότητας, μέσα από τα διλήμματα της διαμορφωμένης πλασματικής ζωής.

Ερμηνείες:
Σμαράγδα Σμυρναίου, Γιώργος Ζιόβας, Ερμίνα Κυριαζή, Βάσω Καμαράτου, Γιώργος Δεπάστας, Αναστασία – Ραφαέλα Κονίδη, Γιάννης Τσουμαράκης και ο Μάνος Καρατζογιάννης.

Μία συντονισμένη ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών, αναδεικνύει το εύρος της υποκριτικής τους δεινότητας, υποστηρίζοντας με θέρμη τη δραματικότητα του έργου. Και αυτή η αναμεταξύ τους ενέργεια περνάει αβίαστα στο κοινό, το σημαντικότερο στοιχείο για μια ανεξίτηλη θεατρική εμπειρία.

Εξαιρετική η Σμαράγδα Σμυρναίου στο ρόλο της Μαρίτσας, κινείται με ευστροφία ανάμεσα στο συναίσθημα και στη λογική, ισορροπώντας ανάμεσα στις δύο γενιές. Ο Γιώργος Ζιόβας ερμηνεύει με βαθύτητα και θεατρική ισορροπία.
Εκρηκτική η Ερμίνα Κυριαζή, ήρεμη δύναμη μέσα στη θλίψη της η Βάσω Καμαράτου, ευθύβολος ο Γιώργος Δεπάστας, χειμαρρώδης η Αναστασία – Ραφαέλα Κονίδη και σίφουνας υποκριτικής ο Γιάννης Τσουμαράκης. Όλοι τους εύστοχοι, μεστοί, άμεσοι, συντονισμένοι με επάρκεια.

Ο Μάνος Καρατζογιάννης αφοσιώνεται στο ρόλο του Παύλου και σκιαγραφεί την προσωπικότητα του ήρωά του, με την επιθυμητή ωριμότητα. Ο χαρακτήρας αυτός, μαγνητοφωνώντας σε κασέτα τις μύχιες σκέψεις του, στον παιδικό του φίλο Ομάρ από την Ξάνθη, μας παρουσιάζεται με τη μορφή του νεαρού ανθρώπου που ξέρει ότι διαφέρει από τους άλλους.

Ακούγοντας την εσωτερική φωνή του, αναγνωρίζει ότι χρειάζεται τη δύναμη μιας Ξεχωριστής Πράξης, ικανής από τη μία να τον προσδιορίσει ως αυτόφωτο πλάσμα, αλλά από την άλλη, αυτή η μεγάλη πράξη, να έχει και μακρόπνοη εμβέλεια στον παγκόσμιο στίβο.

Ταυτίζοντας τον Ομάρ με τον Μεχμέτ Αλί Αγκτσά, ζει με την αγωνία της αυτοδιάθεσης, ως ένα αναρχοαυτόνομο άτομο, το οποίο παλεύει να μην αλλοτριωθεί, όπως όλοι οι άλλοι «φυλακισμένοι», μέσα σε ένα περιβάλλον ρεαλιστικά αδύναμο και ευάλωτο.

Το ερμηνευτικό κέντρο του Μάνου Καρατζογιάννη γεμάτο ευαισθησία και σύννοια, αποκαλύπτει τη ανάγκη της ύπαρξης να συνομιλήσει με κάτι πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό, ελεύθερο και δίκαιο, έξω από κάθε λογής πληθωρικά «πρότυπα», διοχετευμένα από την αμοραλιστική εξουσία οποιουδήποτε χρονικού διαστήματος, της ανθρωπότητας. Στόχος τους είναι η υποταγή του πνεύματος, η συρρίκνωση του ονείρου και της ουτοπίας, κάτι που το νοιώθει ολοκάθαρα ο Παύλος και για αυτό το λόγο υποφέρει σιωπηλά, μέχρι την τελευταία «κραυγή». Η σκηνική του παρουσία κρίνεται ολοκληρωμένη, χωρίς κενά, άστοχες υπερβάσεις ή ψεγάδια.

 

Συντελεστές:
Τις ενδιαφέρουσες μουσικές συνθέσεις φροντίζει ο Γιώργος Ανδρέου.
Τα σκηνικά, μία πέργκολα σε αυλή, μία ορθογώνια ξύλινη κατασκευή για τραπέζι με καρέκλες, μία μηχανή Kawasaki που παραπέμπουν σε γειτονιά νεοελληνικού σπιτιού και τα απλά κοστούμια επιμελήθηκε ο Άγγελος Αγγελής. Με τις φωτοσκιάσεις του ο Άγγελος Παπαδόπουλος κατάφερε να προβάλει τον υποβλητικό τόνο της παράστασης, φωτίζοντας τις παύσεις, τις σιωπές, αλλά και τις έκρυθμες εντάσεις.

Συμπέρασμα.
«Η κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη, στο θέατρο Σταθμός, σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη, αποτελεί ένα μανιφέστο αμφισβήτησης ενός ολόκληρου κόσμου που έχει απεμπολήσει ό,τι πιο αγνό και ποιοτικό του αξίζει, επισημαίνοντας μία στάση αληθινού βίου που όμως κοστίζει σε ανθρώπινες ζωές.
Και αναπόφευκτα αυτό είναι που κάνει την «Κασέτα» ένα κλασικό, με αξιοπρόσεκτη διαχρονικότητα, θεατρικό έργο.