Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Το μυστήριο της ζωής και η μεταφυσική αντιμετώπιση του, ο θάνατος, τα όνειρα, ο ρόλος της φύσης, είναι μερικά από τα τακτικά θέματα των ταινιών του Ταϊλανδένζου σκηνοθέτη Απιτσατπόνγκ Γουιρασεθακούλ, που μας έχει στο παρελθόν εντυπωσιάσει με το ιδιόμορφο στιλ του – τα μεγάλης διάρκειας πλάνα και την ονειρική συχνά, ποιητική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στις ταινίες του – από την «Τροπική ασθένεια» και το 2010 με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, «Ο θείος Μπούνμι θύματα τις προηγούμενες ζωές του» μέχρι «Το νεκροταφείο της δόξας».

Στη νέα του ταινία, και πρώτη που γυρίζει έξω από την πατρίδα του, «Μεμόρια», που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα των φετινών Κανών, γυρισμένη στην Κολομβία, στα αγγλικά και τα ισπανικά, ο Γουιρασεθακούλ παρουσιάζει την παράξενη ιστορία της Τζέσικα (στο ρόλο η εξαιρετική Τίλντα Σουίντον) μιας εκπατρισμένης Αγγλίδας βοτανολόγου, που επισκέπτεται στη Μπογκοτά την άρρωστη σε νοσοκομείο αδερφή της.

Η ταινία αρχίζει με μια μεγάλης διάρκειας παράξενη σκηνή, όπου γυναίκα που κοιμάται, ξυπνάει ξαφνικά από ένα παράξενο θόρυβο, που στην αρχή πιστεύει πως είναι από γειτονική κατασκευαστική εργασία και που μοιάζει με «μια μπάλα από μπετόν που χτυπάει σ’ ένα μεταλλικό τοίχο, περικυκλωμένη από θαλασσινό νερό», όπως θα εξηγήσει αργότερα σε ένα μηχανικό ήχου με τον οποίο γίνεται φίλη. Ο ήχος αυτός θα την ακολουθεί στη συνέχεια σε διάφορες συναντήσεις προκαλώντας την περιέργεια της και διάφορες εξηγήσεις που προσπαθεί να δώσει.

Οι κατοπινές συναντήσεις με την αδερφή της και τα παράξενα όνειρά της, ή με μια αρχαιολόγο που της δείχνει το κεφάλι μιας νεαρής γυναίκας που αποκάλυψαν σε ανασκαφή και στην οποία υπάρχει μια παράξενη τρύπα πιθανόν για να διώξει τα κακά πνεύματα, ή εκείνες με τον μηχανικό ήχου, καθώς κι εκείνες αργότερα με ένα ψαρά, μαζί με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, (πιο κοντά σε εκείνα στο φινάλε της «Όπερας του διαστήματος» του Κιούμπρικ και του «Σολάρις» του Ταρκόφσκι», εντείνουν τη μεταφυσική, ονειρική ατμόσφαιρα που αναζητά στην ταινία του ο σκηνοθέτης και που συνδέονται με το θέμα της μνήμης, που είναι και στο επίκεντρο της ταινίας.

Μια ταινία με ένα δικό της ρυθμό, που σε παρασύρει αν είσαι έτοιμος να δεχτείς την πρόκληση της, που σίγουρα απευθύνεται σε ένα ξεχωριστό κοινό, που αναζητά κάτι το εντελώς διαφορετικό από τον κινηματογράφο.

Μελόδραμα περισσότερο εμπορικό παρά για ένα διαγωνιστικό τμήμα όπως αυτό των Κανών έφτιαξε με την ταινία του, «Φρανς» (το όνομα της ηρωίδας του αλλά που σημαίνει και Γαλλία), ο Μπρούνο Ντιμόντ, γνωστός για ενός πιο καλλιτεχνικού είδους ταινίες («Η ζωή του Ιησού», «Ανθρωπότητα», «29 φοίνικες»).

Η Φρανς της ταινίας είναι μια διάσημη, αγαπητή στο κοινό, δημοσιογράφος της γαλλικής τηλεόρασης, που η ζωή της ανατρέπεται εξαιτίας ενός ατυχήματος (χτυπάει και τραυματίζει με το αυτοκίνητο της ένα σε μηχανάκι γιο μεταναστών μουσουλμάνο). Ατύχημα που θα την οδηγήσει σε μια σε βάθος εξέταση της ζωής της και την απόφαση ν αποσυρθεί από την δημοσιογραφία. Ένα όμως άλλο, το ίδιο τραυματικό επεισόδιο, με ένα νεαρό που ερωτεύεται στη διάρκεια μιας κούρας που κάνει σε ελβετική κλινική θα ανατρέψει για μια ακόμη φορά τη ζωή της.

Ο Ντιμόντ αντιμετωπίζει την ιστορία και τα θέματά της (τη δημοσιογραφία και τις παγίδες της αλλά και το θέμα του έρωτα) εντελώς επιφανειακά ενώ η πολύ καλή, στην ταινία «Η ιστορία της γυναίκας μου» της Ενιέντι, Λέα Σεϊντού δεν καταφέρνει εδώ να πείσει στο ρόλο της έξυπνης και ευρηματικής δημοσιογράφου που ξαφνικά έχει να αντιμετωπίσει διάφορα ουσιαστικά προβλήματα.