Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη
Πολύ επίκαιρη αποδείχθηκε η ταινία «Τζιάνγκο» του Γάλλου σκηνοθέτη Ετιέν Γκομάρ, με την οποία έκανε έναρξη χθες το βράδυ το 67ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου.

Ο τσιγγάνος Τζιάνγκο Ράινχαρτ, ο θρυλικός τζαζίστας που τόσο επηρέασε τον Τζίμι Χέντριξ και πολλούς άλλους κιθαρίστες της δεκαετίας του ’60, αντιστάθηκε με τη μουσική του στην υπό χιτλερική κατοχή Γαλλία του 1943, όταν αρνήθηκε να παίξει μουσική για τους ναζί, κάνοντας τουρνέ στη ναζιστική Γερμανία, προτιμώντας να «εξαφανιστεί» (κατέφυγε σε έναν καταυλισμό τσιγγάνων, μαζί με τη γυναίκα του και τη μητέρα του, σε μια κωμόπολη κοντά στα σύνορα με την Ελβετία, όπου σχεδίαζε να περάσει τα σύνορα με τη βοήθεια των Γάλλων αντιστασιακών).

Το θέμα βέβαια της στάσης του καλλιτέχνη απέναντι σ’ αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία είναι ένα σοβαρό και πάντα επίκαιρο θέμα, φτάνει να σκεφτούμε τη στάση των καλλιτεχνών του Χόλιγουντ απέναντι στον Τραμπ. Παρόλο όμως που οι ναζί θεωρούσαν τη μουσική τζαζ «μουσική για ζώα και πιθήκους», η φήμη του Ράινχαρτ ήταν τέτοια που ήθελαν να τον ακούσουν να παίζει (έστω και υπό έλεγχο, όπως πίστεψαν) και που τελικά τον έπεισαν να δώσει συναυλία στην κωμόπολη όπου ζούσε (συναυλία που ο Τζιάνγκο δέχτηκε για να βοηθήσει στη διαφυγή ενός τραυματισμένου αλεξιπτωτιστή που θα μετέφεραν με βάρκα κρυφά το ίδιο βράδυ οι Γάλλοι αντιστασιακοί).

Παρά τις κάποιες αδυναμίες (ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος), ο Γκομάρ πέτυχε δύο βασικά πράγματα: να δώσει τον πολύπλευρο χαρακτήρα του Ράινχαρτ (σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ερμηνεία του Ρέντα Κάτεμπ -τον είδαμε σε ένα μικρό ρόλο στο «Ένας προφήτης») και να εκμεταλλευτεί σωστά την εξαιρετική μουσική του (που απολαμβάνουμε σε τρεις συναυλίες).

Την παράξενη ερωτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο κλεισμένα στον εαυτό τους πρόσωπα δίνει με τρόπο όμορφο, και με χιούμορ, στη ρομαντική, μαύρη σε ορισμένες στιγμές, κωμωδία της «Για το πνεύμα και το σώμα», η Ουγγαρέζα Ίλντικο Ενιέντι (το 1989 κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στις Κάνες με την πρώτη της ταινία, «Ο 20ός μου αιώνας»).

Ο έρωτας ανάμεσα στα δύο ασυνήθιστα άτομα της ταινίας αναπτύσσεται σε ένα σφαγείο για γελάδια, όπου εργάζονται οι δύο πρωταγωνιστές: ο άντρας, διευθυντής οικονομικών και ανάπηρος από το ένα χέρι, η γυναίκα, επιθεωρήτρια ποιότητας στο σφαγείο, που ακολουθεί με μανία τους κανονισμούς και με ασυνήθιστα εξαιρετική μνήμη, ανακαλύπτουν (χάρη σε μια ιατρική/ψυχολογική έρευνα) πως κάθε βράδυ βλέπουν το ίδιο όνειρο: πως είναι ελάφια που περιφέρονται σε ένα χιονισμένο δάσος. Όνειρο που σίγουρα θα ενθουσίαζε τους σουρεαλιστές!

Μια πολύ ωραία ιδέα παρουσιάζει η ταινία «Το δείπνο» του Όρεν Όβερμαν (υποψηφιότητα για Όσκαρ σεναρίου για την ταινία του «The Messenger»): τη διάρκεια ενός δείπνου σε «σικ» εστιατάριο, δυο ζευγάρια μεγαλοαστικών οικογενειών προσπαθούν με κάθε τρόπο να καλύψουν το φριχτό έγκλημα που διέπραξαν τα δύο έφηβα αγόρια τους. Στο ένα ζευγάρι, ο άντρας είναι ένας λαοφιλής βουλευτής (Ρίτσαρντ Γκιρ) και στο άλλο, ο άντρας είναι ο μικρότερος και με ψυχικά προβλήματα αδερφός του (Στιβ Κούγκαν).

Παρά τις κάποιες καλές σκηνές γύρω από το τραπέζι του δείπνου (με τις σκηνές της παρουσίασης του φαγητού από τον σεφ δοσμένες με χιούμορ), η σκηνοθεσία του Όβερμαν δυστυχώς αναμιγνύει χωρίς πειθώ σκηνές από το παρελθόν με αναφορές και σκηνές από τον αμερικανικό εμφύλιο (και συγκεκριμένα τη μάχη του Γκέτισμπουργκ), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα επικίνδυνο χάσμα στο ρυθμό.