ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ – ΚΡΙΤΙΚΗ

Αγώνες ανεξαρτησίας στη Λατινική Αμερική και σεξουαλικές επιδόσεις μιας «χαμένης» νεολαίας

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Cuba Libre

Κούβα, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χόρχε Λουίς Σάντσεζ. Ηθοποιοί: Κρίστιαν Σάντσεζ, Αλεχάντρο Γκουερέρο, Τζο Άντριαν Χάβιντ, Ιζαμπέλ, Σάντος. 125´

Μια διαδρομή στην περίοδο των αγώνων των κατοίκων της Κούβας για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, στη διάρκεια του Ισπανο-κουβανο-αμερικανικού πολέμου του 19ου αιώνα, ιδωμένη μένα από τα αθώα μάτια δυο παιδιών, παρουσιάζει στην επικών διαστάσεων ταινία του «Cuba Libre», ο Κουβανός σκηνοθέτης Χόρχε Λουίς Σάντσεζ, γνωστός για την ταινία του «Μπένι», γύρω από τη ζωή του μουσικού Μπένι Μορέ.

Η ταινία αρχίζει με την κάμερα από ψηλά να κατεβαίνει αργά για να μας παρουσιάσει δυο καλόγριες να ετοιμάζουν φαγητό για να ταΐσουν τους φτωχούς κατοίκους της περιοχής, διανομή που διακόπτεται βίαια με το πέρασμα των Ισπανών στρατιωτών.

Άμεση αναφορά στην εκκλησία, από τη μια (λίγο μετά θα συναντήσουμε και τον καθολικό ιερέα της περιοχής, έτοιμo να συμβιβαστεί με όλους φτάνει η εκκλησία να μείνει ανέγγιχτη), και στο στρατό του κατακτητή, από την άλλη, με το απόσπασμα των αμερικανικών στρατευμάτων που στέλνει ο τότε Αμερικανός πρόεδρος ΜακΚίνλεϊ, για να εξασφαλίσει τα οικονομικά συμφέροντα των Αμερικανών επενδυτών στο νησί (ιδιαίτερα στις επενδύσεις στην καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου) για να μπορέσει η Αμερική να ελέγχει τη μοίρα του νησιού, όπως θα συνεχίσει και στον 20 αιώνα μέχρι την περίοδο Μπατίστα, αναχαιτίζοντας την πορεία για ανεξαρτησία του νησιού, ανεξαρτησία για την οποία αγωνίζονταν τότε οι αντάρτες του Χοσέ Μαρτί.

Την πορεία αυτή βλέπουμε μέσα από τα μάτια των δυο, με βιβλική ονόματα και αφροκουβανικής καταγωγής, παιδιών, του Συμεών και του Σαμουήλ, χαρακτήρων, μαζί με άλλων, εμπνευσμένων από την ιστορία της οικογένειας του σκηνοθέτη (ο Συμεών από εκείνο του παππού του, και η Ma’Julia από εκείνο της γιαγιάς του). Τα δυο παιδιά, τα πιο έξυπνα και ευρηματικά στο καθολικό σχολείο τους, παρακολουθούν, και μαζί τους και η κάμερα κι εμείς, τα γεγονότα, και μαζί τους αισθανόμαστε τις χαρές τους, όταν, για παράδειγμα ο αμερικανικός στρατός τους ζητά να βοηθήσουν (με τον ένα να γίνεται διερμηνέας στις επαφές των Αμερικανών με τους αντάρτες, και με τον άλλο να πιστεύει πως θα τον στείλουν να σπουδάσει με υποτροφία στις ΗΠΑ), τις λύπες αλλά και τους φόβους και τις απογοητεύσεις τους.

Ο Σάντσεζ αποφεύγει τις σκηνές μάχης είτε ανάμεσα στους Ισπανούς και τους αντάρτες, είτε ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Ισπανούς, σε ένα πόλεμο που κατέληξε στην ήττα των Ισπανών και την μετατροπή του αμερικανικού απελευθερωτικού, στην αρχή, στρατεύματος σε στράτευμα κατοχής (οι σκηνές όπου οι αντάρτες αναγκάζονται να παραδώσουν τα όπλα τους θυμίζουν την παράδοση των όπλων από τους δικούς μας αντάρτες μετά την Απελευθέρωση από τους ναζί).

Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι το αποτέλεσμα, που βλέπουμε μέσα από σκηνές (επικών πρέπει να πω διαστάσεων) είτε των στρατιωτών να βαδίζουν έτοιμοι για κάποια μάχη, είτε των ηττημένων, τραυματισμένων στρατιωτών να επιστρέφουν, είτε εκείνων των ανταρτών να φτάνουν στην Αβάνα, και να αγκαλιάζονται με τους δικούς τους (ένα από τα δυο παιδιά θα ξανασυναντήσει, ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, τον αξιωματικό τώρα πατέρα του), ενώ κυριαρχεί η κραυγή των κατοίκων «Έξω η Ισπανία!».

Μέσα σ’ αυτή την ταραχώδη, γεμάτη απρόβλεπτες εξελίξεις, εποχή, η κάμερα του Σάντσεζ καταγράφει με λεπτομέρεια και ρεαλισμό (από τον οποίο δεν λείπει, όταν χρειάζεται και μια λυρική νότα) την εξέλιξη των χαρακτήρων των δυο παιδιών, από την αθωότητα στην αφύπνιση και την ωρίμανση, με τους ενήλικες να αποκαλύπτουν τον πραγματικό τους εαυτό (ο Αμερικανός διοικητής εκμεταλλεύεται τελικά τα δυο παιδιά ενώ αρνείται να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του σ’ αυτά, ένας από τους βασικούς αρχηγούς των ανταρτών δέχεται να αναλάβει το πόστο του δημάρχου, που του προτείνει ο Αμερικανός διοικητής και να συνεργαστεί με τα στρατεύματα κατοχής), ενώ η τελική σκηνή με τον εορτασμό της 4ης Ιουλίου, ημέρας της αμερικανικής ανεξαρτησίας, με το άγαλμα της Ανεξαρτησίας να στήνεται στην πλατεία και που χαιρετίζεται από τους Κουβανούς σαν δική τους ανεξαρτησία, να παίρνει και μια ειρωνική διάσταση για όσα θα ακολουθήσουν από την πλευρά της δημοκρατικής Αμερικής στον επόμενο αιώνα.

** ½ – Σεξ & ψυχανάλυση

Sibyl. Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία: Ζιστίν Τριέτ. Σενάριο: Αρτίρ Χαραρί, Ντέιβιντ Πίκλερινγκ. Ηθοποιοί: Βιρζινί Εφιρά, Αντέλ Εξαρχόπουλος, Γκασπάρ Ιλιέλ. 100΄

Το πορτρέτο μιας σαραντάχρονης ψυχοθεραπεύτριας που αποφασίζει να αλλάξει επάγγελμα και να γίνει μυθιστοριογράφος παρουσιάζει η Ζιστίν Τριέτ στην ταινία της «Σιμπίλ», που πρωτοείδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του φετινού φεστιβάλ των Κανών. Ενώ αρχικά, η Σιμπίλ (Βιρζινί Εφιρά), πρώην αλκοολικός, που ζει με τον άντρα της, τα δυο παιδιά της και την αδερφή της, αρχίζει να παραμερίζει τους ασθενείς της για να αφοσιωθεί στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, τα πράγματα παίρνουν άλλη στροφή, όταν μια νέα ασθενής, η ηθοποιός Μαργκό (μια πολύ καλή Αντέλ Εξαρχόπουλος) θα μπει στη ζωή της Σιμπίλ, ανατρέποντας τα σχέδια της, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο Στρόμπολι (γνωστό ηφαιστειακό νησί που χρησιμοποίησε στην ομότιτλη ταινία του ο Ροσελίνι, με πρωταγωνίστρια την Ίνγκριντ Μπέργκμαν), όπου η Μαργκό γυρίζει μια νέα ταινία.

Η Ζιστίν Τριέτ («Βικτώρια») κινείται με άνεση ανάμεσα στο παρελθόν (όπως στις σκηνές της Σιμπίλ με ένα πρώην εραστή) και το παρόν για να αναπτύξει και να διεισδύσει στο χαρακτήρα της ηρωίδας της, χρησιμοποιώντας το χιούμορ, άλλοτε μαύρο κι άλλοτε ως φάρσα, για να καταγράψει τις αντιδράσεις τόσο της Σιμπίλ όσο και του κόσμου του κινηματογράφου, περιορίζοντας όμως τις σκηνές της σε γνωστά κλισέ, με την Βιρζινί Εφιρά να καταφέρνει να σου κρατήσει το ενδιαφέρον χάρη στην εξαιρετική της ερμηνεία.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ

*** Η γνωριμία της σάρκας

Carnal Knowledge. ΗΠΑ, 1971. Σκηνοθεσία: Μάικ Νίκολς. Σενάριο: Τζιουλς Φάιφερ. Ηθοποιοί: Τζακ Νίκολσον, Κάντις Μπέργκεν, Αν-Μάργκρετ, Αρτ Γκαρφάνκελ, Ρίτα Μορένο, Κάρολ Κέιν. 98΄

Με φόντο τη δεκαετία του ’40 και στη συνέχεια εκείνη της δεκαετίας του ’60 , η ιδιαίτερα τολμηρή την εποχή της αυτή ταινία του Μάικλ Νίκολς, που προβάλλεται σε επανέκδοση, παρουσιάζει τις προσπάθειες δυο νέων, του Τζόναθαν (Τζακ Νίκολσον) και του Σάντι (Αρτ Γκαρφάνκελ), να προσπαθούν, στη διάρκεια των σπουδών τους στο κολλέγιο, και στη συνέχεια, ώριμοι πια άντρες, να καταλάβουν και να έρθουν σε μια πιο ουσιαστική επαφή (και όχι μόνο σεξουαλική) με τις γυναίκες.

Το εύκολο, συχνά περιστασιακό σεξ, που απελευθέρωνε τη νεολαία στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές εκείνης του ΄70, και που άνοιγε νέους, τολμηρούς ορίζοντες στον αμερικανικό κινηματογράφο της τότε εποχής, είναι, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, στο επίκεντρο της ταινίας.

Πίσω όμως από αυτό υπάρχει ένα πιο ουσιαστικό θέμα: εκείνο της ασυνεννοησίας ανάμεσα στα δύο φύλα, των συνεχών απογοητεύσεων των δυο αντρών που δεν καταφέρνουν να δώσουν ρεαλιστική εικόνα στις φαντασιώσεις τους, της αναζήτησης της απόλαυσης της σάρκας, αλλά και της μοναξιάς, στην περίπτωση του Νίκολσον, που αντιμετώπιζε τις γυναίκες σαν απλά αντικείμενα σεξουαλικής απόλαυσης, και στο δρόμο προς την ανακάλυψη του αληθινού εαυτού του, έστω και στα 40 του, στην περίπτωση του Γκαρφάνκελ.

Από την πρώτη τους επαφή με την Σούζαν (Κάντις Μπέργκεν), με τους δυο άντρες να μην τα καταφέρνουν να έρθουν σε επαφή μαζί της, δίνεται το στίγμα της ταινίας. Μέσα από ένα αρκετά τολμηρό για την εποχή του διάλογο (και ωραίους μονολόγους, χάρη βασικά στο σενάριο του διάσημου καρτουνίστα Τζιουλς Φάιφε, όπως η συζήτηση των δυο σπουδαστών, αλλά και το ίδιο τολμηρές στην κινηματογραφική τους ανάπτυξή σκηνές: παράδειγμα εκείνη όπου η Σούζαν βοηθά τον Σάντι να αυνανιστεί, ή εκείνη με τον Τζόναθαν να βιάζει την Σούζαν, η σκηνή στο κρεβάτι, όπου η Σούζαν, έχοντας χάσει την παρθενιά της, προσπαθεί να ικανοποιήσει τον Σάντι με αυνανισμό, ενώ εκείνος επιμένει σε μια κανονική σεξουαλική επαφή, ή οι ερωτικές σκηνές με την Μπόμπι (Αν-Μάρκγρετ), όπου ακούμε τις λαχανιασμένες κραυγές της, για να καταλήξει με την ηθοποιό ολόγυμνη στο κρεβάτι. Σκηνές συνηθισμένες σήμερα στον κινηματογράφο αλλά που την εποχή τους έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση και βοήθησαν στη μεγάλη εμπορική επιτυχία της ταινίας.

Η ταινία πάντως, εκτός από τις τολμηρότητες του διαλόγου, δεν ερευνά μέχρι βάθους τα θέματά της, με τον Νίκολς να επιλέγει μια επιφανειακή προσέγγιση, με την περίοδο τουλάχιστο του ’40 να κερδίζει σε ατμόσφαιρα χαρη στη μουσική υπόκρουση από τον Γκλεν Μίλερ και την ορχήστρα του. Τελικά, εκείνο που βασικά παραμένει και σε γοητεύει είναι οι πολύ καλές ερμηνείες (σημαντικό πάντα στοιχείο στις ταινίες του Νίκολς) όλων των ηθοποιών, ακόμη και της Αν-Μάργκρετ, που εδώ μας προσφέρει τον καλύτερο ρόλο της καριέρας της.