64ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

 

Μόνικα Μπελούτσι: «Η σκοτεινή αίθουσα δεν θα πάψει να έχει μια δύναμη μυσταγωγική»

 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

 

Στη Θεσσαλονίκη, καλεσμένη του 64ου φεστιβάλ κινηματογράφου, βρίσκεται από χτες, η Ιταλίδα ηθοποιός  Η εκθαμβωτική Μόνικα Μπελούτσι, επίσημη προσκεκλημένη του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου, όπου απόψε, μετά την προβολή της ταινίας της «Μαλένα», θα της απονεμηθεί ο τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος, για το σύνολο της προσφοράς της στον κινηματογράφο. . Την πρώτη της εμφάνιση στο φεστιβάλ η εκθαμβωτική ηθοποιός την έκανε χτες το βράδυ στην προβολή της ταινίας «Μαρία Κάλλας, επιστολές και αναμνήσεις» που συν-σκηνοθέτησαν οι Γιάννης Δημολίτσας και Τομ Βολφ.

«Ήταν μια αξέχαστη εμπειρία», ανάφερε στη συνέντευξη τύπου, που έδωσε σήμερα το μεσημέρι η Μπελούτσι, μιλώντας για την ταινία για την Κάλλας. «ενώ, η συνεργασία μου με τον Γιάννη Δημολίτσα ήταν καταπληκτική από κάθε άποψη. Σημαίνει πολλά για μένα να βρίσκομαι εδώ, ξέρετε πόσο αγαπώ την Ελλάδα, επισκέπτομαι εξάλλου συνέχεια τη χώρα σας. Νιώθω ευγνωμοσύνη που έχω ερμηνεύσει μια εμβληματική φιγούρα της τέχνης και του πολιτισμού, τη Μαρία Κάλλας. Το σημαντικότερο όμως για μένα είναι ότι μέσα από αυτή την εμπειρία ανακάλυψα τη διττή φύση της Κάλλας. Αφενός, μια αληθινή ντίβα, με θεϊκό χάρισμα και ταλέντο. Αφετέρου, μια γυναίκα με αυθεντικά αισθήματα, αυθορμητισμό και αγνή καρδιά. Τόσο η θεατρική παράσταση όσο και η ταινία εξερευνούν περισσότερο τη Μαρία παρά την Κάλλας, ρίχνοντας φως στις ελπίδες και στα όνειρα μιας νεαρής γυναίκας, αλλά και στην ωριμότητα και στις δυσκολίες που βίωσε ως καταξιωμένη σταρ, καθώς πάλευε να βρει ισορροπία ανάμεσα στην καλλιτεχνική της επιτυχία και την ιδιωτική της ζωή».

«Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ποιες ηθοποιοί και καλλιτέχνιδες έχουν ενσαρκώσει την Κάλλας, από τη Φανί Αρντάν μέχρι τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς», πρόσθεσε συνεχίζοντας, «ενώ στο προσεχές μέλλον θα δούμε και την Αντζελίνα Τζολί σε έναν αντίστοιχο ρόλο. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στη διαπίστωση ότι η προσωπικότητα και η ακτινοβολία της Μαρίας Κάλλας εξακολουθούν να εμπνέουν και να συναρπάζουν. Η παράσταση στο Ηρώδειο ήταν μια από τις δυνατές στιγμές σε ολόκληρη την καριέρα μου, όπως και η τριετής περιοδεία με την παράσταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Μαρία Κάλλας υπήρξε ένα πραγματικό ορόσημο της ελληνικής ιστορίας, οπότε ήταν πολύ σημαντικό για μένα να νιώσω ότι με αποδέχεται το ελληνικό κοινό στον συγκεκριμένο ρόλο».

 

Σχολιάζοντας το πώς διαχειρίζεται τη διαρκή προσοχή που λαμβάνει από τα ΜΜΕ και το κοινό, η Μόνικα Μπελούτσι τόνισε, «η αλήθεια είναι πως δεν νιώθω πως βρίσκομαι πάντα στο προσκήνιο, παρά μόνο όταν είμαι στη διαδικασία προώθησης μιας νέας ταινίας ή ενός νέου πρότζεκτ. Τις υπόλοιπες στιγμές, για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να μένω στις σκιές. Στον συγκεκριμένο τομέα, διδάχτηκα πολλά από την Κάλλας, η οποία δεν ήταν απλώς μια θρυλική σοπράνο, αλλά μια θαρραλέα γυναίκα που βρήκε το θάρρος να ζήσει τη ζωή της σύμφωνα με τις επιθυμίες της, βρίσκοντας το κουράγιο να πάρει διαζύγιο σε μια εποχή που μια τέτοια κίνηση ήταν με κάθε τρόπο απαγορευμένη στην Ιταλία. Η Κάλλας ακολούθησε την καρδιά της έχοντας αρχικά θυσιάσει τα νιάτα της στον βωμό της τέχνης και του ταλέντου της. Σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν γνώρισε τον Ωνάση, ανακάλυψε εκ νέου τη θηλυκότητά της, την οποία θέλησε να ζήσει στο έπακρο». Οσο για το κοινό νήμα που ενώνει τις δύο ταινίες που προβάλλονται στη Θεσσαλονίκη («Κάλλας…» και «Μαλένα»), η ηθοποιός σχολίασε πως «παρόλο που απέχουν μεταξύ τους περίπου είκοσι χρόνια, είναι ότι έχουν στο επίκεντρό τους δύο γυναίκες που έρχονται αντιμέτωπες με έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Σε γενικές γραμμές, νιώθω τυχερή που ξεκίνησα την καριέρα μου στο σινεμά σε ηλικία 25 ετών και όχι νωρίτερα. Στη Μαλένα για παράδειγμα, υποδύομαι μια γυναίκα στα 27 της, ενώ εκείνη την εποχή ήμουν δέκα χρόνια μεγαλύτερη, σε τελική ανάλυση όμως αυτή είναι και η ομορφιά του σινεμά. Σε εκείνη την ηλικία, ήξερα πώς να προστατεύσω τον εαυτό μου, το ίδιο νιώθω πως ισχύει και για την κόρη μου, η οποία επίσης εργάζεται τόσο ως ηθοποιός όσο και ως μοντέλο».

«Ειλικρινά δεν με απασχολεί η ηλικία μου, είναι μάταιο να παλεύεις ενάντια στον χρόνο, είναι απολύτως βέβαιο πως θα χάσεις», σχολίασε σε ερώτηση αν την απασχολεί το ότι οι γυναίκες ηθοποιοί δυσκολεύονται να βρουν ρόλους σε μεγαλύτερη ηλικία.  «Θα έπρεπε να αισθανόμαστε τυχεροί που μεγαλώνουμε, ιδίως αν μας περιβάλλουν άνθρωποι που μας αγαπούν και τους αγαπάμε. Όσο και να ακούγεται κοινότυπο, τα πράγματα που με κάνουν να νιώθω ζωντανή και να μη σκέφτομαι τον χρόνο που κυλά είναι η οικογένεια, οι φίλοι μου και το πάθος για τη δουλειά μου. Προσωπικά μιλώντας, νιώθω ευλογημένη που έχω την ευκαιρία μέσα από τη δουλειά μου να γνωρίσω ενδιαφέροντες νέους ανθρώπους και δημιουργούς. Την ίδια στιγμή, όσο μεγαλώνεις, αντιλαμβάνεσαι πως αυτό που μετρά είναι η αληθινή ζωή. Πιστεύω πως τα όσα περάσαμε με την πανδημία, ανάγκασαν πολλούς από εμάς να αναθεωρήσουμε τη στάση μας και να αποδεχτούμε πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ό,τι σημαντικότερο έχουμε».

Στη συνέντευξη η Μπελούτσι αναφέρθηκε και στα προβλήματα του σύγχρονου κινηματογράφου, ιδιαίτερα στα σχόλια σχετικά με το αν ο κινηματογράφος, με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις, πεθαίνει. «Υπήρξε πράγματι μια εποχή στην οποία όλοι μας φοβηθήκαμε πως το τέλος του σινεμά είναι κοντά», σημείωσε, «αλλά ευτυχώς διαψευστήκαμε. Παρόλα αυτά, οφείλω να ομολογήσω πως παρακολουθώντας ορισμένες αξιόλογες ταινίες στο Netflix, όπως το Blonde του Άντριου Ντόμινικ ή την καινούργια ταινία του Ρομέν Γαβρά, αισθάνθηκα πως είναι κρίμα που το κοινό δεν θα τις παρακολουθήσει στη μεγάλη οθόνη, διότι η εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Μια αλλαγή που βίωσα η ίδια στην καριέρα μου είναι ότι παλαιότερα, στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, ακόμη και του ’60, το ιταλικό σινεμά αποτελούσε διαβατήριο για μια διεθνή καριέρα. Πολλές διάσημες ιταλίδες ηθοποιοί, όπως η Σιλβάνα Μάνγκανο, η Τζίνα Λολομπρίτζιντα, η Σοφία Λόρεν, η Άννα Μανιάνι, η Μόνικα Βίτι, η Τζουλιέτα Μαζίνα, απέκτησαν διεθνή φήμη μέσα από το ιταλικό σινεμά. Τώρα, φυσικά, οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές και η διεθνής καριέρα είναι μια πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία. ..Τα πάντα αλλάζουν γύρω μας, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, παράγουμε και καταναλώνουμε εικόνες. Σε κάποιες στιγμές θα πρέπει να αποδεχτούμε πως ο κόσμος μεταβάλλεται και πιθανώς να μην είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις αλλαγές που μεσολαβούν. Παρόλα αυτά, το δικό μου πάθος για το σινεμά δεν έχει αλλάξει. Με τα χρόνια απέκτησα φυσικά περισσότερη εμπειρία, διαμόρφωσα τη δική μου προσέγγιση και μέθοδο, αλλά κατά βάθος νιώθω πως δεν έχω αλλάξει καθόλου από την εποχή που έβλεπα τρεις ταινίες τη μέρα και ξεφύλλιζα με πάθος τα βιβλία με τις φωτογραφίες του Χέλμουτ Νιούτον. Η κινητήρια δύναμη μέσα μου εξακολουθεί να είναι η ίδια. Όσο για τη σκοτεινή αίθουσα, δεν θα πάψει ποτέ να διαθέτει μια δύναμη μυσταγωγική. Είναι όπως το είχε πει και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Όταν βρισκόμαστε στην αίθουσα, παρακολουθούμε την ταινία με το κεφάλι και το βλέμμα στραμμένο προς τα πάνω. Σαν να αντικρίζουμε κάτι υψηλότερο και ονειρώδες, κάτι που μας υπερβαίνει».

Τέλος, η Μπελούτσι αναφέρθηκε στις συνεργασίες με γυναίκες σκηνοθέτες, στη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο, αλλά και στην πιθανότητα να περάσει πίσω από την κάμερα. «Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είχε πει κάποτε πως κάθε γυναίκα ηθοποιός κρύβει μέσα της μια πριγκίπισσα, η οποία βγαίνει στην επιφάνεια με κάθε συναρπαστικό ρόλο. Ορισμένες φορές, λοιπόν, νιώθω ακριβώς έτσι, σαν να βγαίνει η πριγκίπισσα από μέσα μου. Έχω συνεργαστεί με σπουδαίες σκηνοθέτιδες, πολλές φορές νιώθω πως μπορώ να συνεννοηθώ με μια γυναίκα στο πλατό σχεδόν αυτόματα, μέσα από ένα βλέμμα. Σε μία από τις πρόσφατες δουλειές μου συνεργάστηκα με τη Μαρτζάν Σατραπί, σε μια σκοτεινή κωμωδία, όπου όλα κύλησαν ιδανικά. Πρόκειται για μια σκηνοθέτιδα που ενώ γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια τι θέλει να πετύχει, σου προσφέρει ελευθερία κινήσεων και τη δυνατότητα να αναπτύξεις τον χαρακτήρα με τον δικό σου ρυθμό και τρόπο. Από σεβασμό προς τη δουλειά μου, δεν θα τολμούσα να μεταπηδήσω στη σκηνοθεσία. Απολαμβάνω τη δουλειά του ηθοποιού και έχω ακόμη πολλά να μάθω. Είναι υπέροχο να βλέπεις γυναίκες στην εποχή μας να ενσαρκώνουν ρόλους που τις απεικονίζουν ως ολοκληρωμένες και ζωντανές προσωπικότητες, με πάθη και σεξουαλικότητα, και όχι ως χαρακτήρες περιχαρακωμένους σε συμβατικούς ρόλους. Είμαι αισιόδοξη για τα όσα επιφυλάσσει το μέλλον γιατί έχουμε αλλάξει και εμείς ως γυναίκες, έχει αλλάξει η θέση μας στην κοινωνία. Πλέον εισπράττουμε μεγαλύτερο σεβασμό, έχουμε αποκτήσει αυτοσεβασμό, μιλάμε και ακουγόμαστε περισσότερο».