64ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Από τη μοναξιά και τις ενοχές της φεμινιστικής «Φόνισσας» της Εύας Νάθενα στην αναζήτηση ενός χαμένου χρόνου στη  δυστοπική κοινωνία του Κύρου Παπαβασιλείου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, «Φόνισσα», της Εύας Νάθενα (στο τμήμα Meet the Neighbours), που είδαμε στο 64ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με το πρόσωπο της Φραγκογιαννούς όταν προφέρει συγκρατημένα και με χαμηλή φωνή, «κορίτσι», έχοντας πάρει στα χέρια της το νεογέννητο παιδί, καταλαβαίνουμε πως η τραγική μοίρα του μωρού είναι καθορισμένη, από αυτό το σφιχτό, απογοητευμένο, ταυτόχρονα βασανισμένο, πρόσωπο που γνωρίζει πως για μια ακόμη φορά θα της ζητηθεί να το σκοτώσει.

Μέσα από τη μοίρα της βασανισμένης αυτής «φόνισσας», σ’ ένα απομακρυσμένο ελληνικό νησί στις αρχές του 1900, που τόσο εύστοχα και με δύναμη περιγράφει στο κλασικό του μυθιστόρημα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, περνάει η συγκλονιστική ιστορία μιας οικογένειας αλλά και μιας ολόκληρης κοινωνίας. Κοινωνίας που οι γάμοι της βασίζονταν στο προικιό της κόρης και που, σε φτωχές οικογένειες με πολλά κορίτσια, χωρίς τη δυνατότητα της προίκας, οδηγούσαν στο «θάνατο» των κοριτσιών πριν ακόμη κλείσουν οι 40 μέρες από τη γέννησή τους – ένα θάνατο στον οποίο βοηθούσε, όπως ξέρουμε, η Φόνισσα του τίτλου.

Η κάμερα ακολουθεί από κοντά την Φραγκογιαννού στις επισκέψεις της στα σπίτια του χωριού καθώς και στις περιπλανήσεις της στο γειτονικό βουνό, μέσα από έρημα, πέτρινα τοπία (έξοχα φωτογραφημένα από τον Παναγιώτη Βασιλάκη), που τονίζουν τη μοναξιά αλλά και τη ψυχική της κατάσταση. Με εικόνες που άλλοτε σχολιάζουν την κοινωνική κατάσταση και τις δεισιδαιμονίες της εποχής (και τα διάφορα γιατροσόφια που χρησιμοποιεί η Φραγκογιαννού), και άλλοτε τους περιορισμούς και την απομόνωση της γυναίκας, με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, στο ρόλο της Φραγκογιαννούς, να τονίζει την αίσθηση πως κάνει το καλό, με τη βοηθεια μάλιστα του θεού (συνέχεια επικαλείται τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή), συνεχίζοντας το «καθήκον» της φόνισσας από τη μητέρα της (την οποία βλέπουμε συχνά να την παρακολουθεί σε διάφορα πλάνα), αλλά και τις τύψεις που βαραίνουν τη ψυχή της, με τις γυναίκες του χωριού να εμφανίζονται κάθε τόσο σαν είδος αρχαίας τραγωδίας, και με μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου και ωραία επιλεγμένα τραγούδια που τραγουδάνε παιδιά, και με πολύ καλές ερμηνείες και από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, η Εύα Νάθενα έφτιαξε μια σπαρακτική, καθαρά φεμινιστική, ταινία, με εικόνες που μεταφέρουν, με τον καλύτερο τρόπο, την ουσία του έργου του Παπαδιαμάντη.

Σε μια δυστοπική μελλοντική κοινωνία, με το χρόνο να αλλάζει αυθαίρετα, εκτυλίσσεται η ταινία «Κάμπια, νύμφη, πεταλούδα» του Κύπριου Κύρου Παπαβασιλείου που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Film Forward. Σ’ αυτή την κοινωνία, με τον χρόνο άλλοτε «Χαμένο» και άλλοτε «Γραμμικό», κινούνται οι δυο βασικοί πρωταγωνιστές, η Πηνελόπη και ο Ισίδωρος. 

Οι σχέσεις τους, ενώ πηγαινοέρχονται ανάμεσα στον Χαμένο και τον Γραμμικό χρόνο, μεταπηδώντας μπροστά και πίσω στα διάφορα χρόνια (από το 2005 στο 2023, κι από το 2030 στο 2037, και σε πολλά άλλα) και αντιμετωπίζοντας κοινές αναμνήσεις του παρελθόντος, οι σχέσεις τους διαρκώς δοκιμάζονται. Με διαλόγους και φράσεις όπως «αύριο μπορεί να είμαι παντρεμένος», «το παιδί που γέννησα δεν το έχω δει, πού να βρίσκεται», ή «στην επόμενη αλλαγή χρονιάς θα είμαστε χωρισμένοι»,  που συχνά αντιμετωπίζονται και με χιούμορ )με την αναφορά σε ένα Υπουργό του Χαμένου Χρόνου, ή την μη πληρωμή των μισθών των υπαλλήλων ενος εργοστασίου γιατί έχουν ήδη περάσει αρκετά χρόνια), ο Παπαβασιλείου «παίζει», ταυτόχρονα προβληματίζοντας μας, πάνω στη σταθερότητα ή μη του χρόνου, σε ένα είδος προυστικού «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», όπου η πραγματικότητα και η φαντασία, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αναμιγνύονται, θρυμματίζονται θα μπορούσε να πει κανείς, με μόνη σταθερή τη φύση (στοιχείο που συχνά τονίζει η ταινία), για να μας παρουσιαστεί μια άλλη, κάθε άλλο παρά ρεαλιστική ή ρομαντική, πλευρά τους, μετατρέποντας τη μνήμη σε πραγματικό χρόνο και φέρνοντας στο φως αποχρώσεις και ξεχασμένες αξίες της ζωής.

Με πλάνα στιλιζαρισμένα και εικόνες εικαστικά εξοχές (η πολύ καλή φωτογραφία είναι του Θεόδωρου Μιχόπουλου), με ωραία μουσική (των Νίκου Βολιώτη και Δημήτρη Καροφύλη) και στιλιζαρισμένες ερμηνείες από ένα πολύ καλό καστ, ο Παπαβασιλείου έφτιαξε μια ταινία μυθοπλασίας όπου κυριαρχούν ο στοχασμός και η ποίηση.