ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Από τις απολαύσεις της γαστρονομίας στην ταινία του Τραν Αν Χουνγκ στα ταξικά και άλλα προβλήματα στην όμορφη, με ατόφια συγκίνηση, κωμωδία του Αλεξάντερ Πέιν

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με ένα πλούσιο, όπως πάντα, πρόγραμμα έκανε έναρξη το 64ο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, με την προβολή, εκτός συναγωνισμού της ταινίας «Στη φωτιά» του γαλλο-βιετναμέζου σκηνοθέτη Τραν Αν Χουνγκ, βραβευμένης με το βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ Καννών και υποψήφιας της Γαλλίας για τα φετινά Όσκαρ. Πρόγραμμα στο οποίο, αξίζει να τονίσω, φέτος συμμετέχουν και δυο κυπριακές ταινίες, η «Κάμπια, νύμφη, πεταλούδα» του Κύρου Παπαβασιλείου (στο διαγωνιστικό τμημα του «Film Forward» και «Μονοκατοικία» του Ιωακείμ Μυλωνά (στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου).

 Οικοδεσπότης της βραδιάς της επίσημης έναρξης ήταν ο γνωστός κωμικός Δημήτρης Πιατάς, που έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο έργο του διάσημου Θεσσαλονικιού σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλου (στον οποίο το 64ο φεστιβάλ κάνει ειδικό αφιέρωμα), τονίζοντας ότι «ονειρεύομαι μια εκδρομή, έναν ουρανό, κοντά στη θάλασσα, σε έναν τόπο όπου δεν γίνεται πόλεμος, που δεν ακούει στο όνομα Ουκρανία, Γάζα. Μία πόλη και έναν τόπο που χωρά κάθε σκέψη, κάθε εικόνα και κάθε συναίσθημα, μία πόλη κοφτερή σαν διαμάντι, τη Θεσσαλονίκη».

Ειδική αναφορά έγινε και στον Μισέλ Δημόπουλο, πρώην διευθυντή του φεστιβάλ, που με το έργο του συνεβαλε ιδιαίτερα στη σημερινή ανάπτυξη του θεσμού, με το φεστιβάλ να μετονομάζει τον Χρυσό Αλέξανδρο του τμήματος Meet the neighbours σε «Χρυσός Αλέξανδρος – Μισέλ Δημόπουλος».

Η ταινία τουΤραν Αν Χουνγκ καταπιάνεται με τις ομορφιές και τις απολαύσεις της γαστρονομίας, που περνούν μέσα από την αληθινή ιστορία δυο σημαντικών ατόμων, που ασχολήθηκαν με τη μαγειρική: του Ντονέν Μπουφάν, ενός διάσημου μάγειρα του 19ου αιώνα, και της Εζενί Σατέν, της γυναίκας που του συμπαραστάθηκε και μαγείρευε μαζί του για 20 χρόνια μέχρι και το θάνατό της. 

Μια ομορφη, δοσμένη με αγάπη και συγκίνηση ταινία, που συνδυάζει τα μυστικά και τις απολαύσεις της μαγειρικής με τη δύναμη του έρωτα, μέσα από τη σχέση ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους: σχέση ήρεμη, συγκρατημένη, χωρίς εξάρσεις, σχέση που κράτησε 20 χρόνια, με την Ιρέν Ζακόμπ και τον Μπενουά Μαζινέλ να δημιουργούν την απαραίτητη χημεία που, μαζί με τη μαγειρική (που κατορθώνει πραγματικά να σε μαγέψει) είναι ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της ταινίας.   

Στην ταινία του, «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», ο Ζαχαρίας  Μαυροειδής («Απόστρατος») καταγράφει, στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους σε μια πλαζ γκέι γυμνιστών, τον Δημοσθένη, που βοηθά τον κολλητό του, Νικήτα στο γράψιμο ενός σεναρίου (δυο πολύ καλές ερμηνείες από τους ΓιώργοΤσιαντούλα και Ανδρέα Λαμπρόπουλο). Μια ανάλαφρη, γεμάτη με ωραία ευχάριστα στιγμιότυπα, συχνά και προκλητική, ταινία, από τις πλατωνικές σχέσεις ανάμεσα στους δυο φίλους, να προσπαθούν να βρουν τα ενδιαφέροντα εκείνα στοιχεία που θα ικανοποιήσουν τον παραγωγό τους και θα κάνουν το σέναριό τους συναρπαστικό, μέχρι την Κάρμεν (το σκυλάκι του τίτλου), του Πάνου, πρώην εραστή του Δημοσθένη, που ο Δημοσθένης έχει τώρα αναλάβει (μια και η σχέση τους δείχνει να μην έχει εντελώς λήξει) τη φροντίδα του.

Ευκαιρία για τον Μαυροειδή να καταγράψει, μέσα από τη βουτηγμένη σε μια αισθησιακή ατμόσφαιρα ταινία του, την πολυπλοκότητα των ερωτικών όσο και των οικογενειακών σχέσεων, με τις ανισότητες και τα συναισθηματικά τους σκαμπανεβάσματα (που εδώ, πρέπει να πω, πως το σενάριο, με κάποιους πλατιασμούς, αγγίζει πολύ επιφανειακά), με την περιφορά της μικρής Κάρμεν από τον ένα στον άλλο, να χρησιμεύει σαν ένα σχόλιο πάνω στην αναποφασιστικότητα και τα προσωπικά προβλήματα του Δημοσθένη, με την ίδια την Κάρμεν να κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση.

Ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν δεν έπαψε να μας εκπλήσσει με τις πάντα ενδιαφέρουσες (και πολύ συχνά εξαιρετικές) ταινίες του («Σχετικά με τον Σμιτ», «Πλαγίως» και το βραβευμένο στις Κάννες και υποψήφιο για 6 Όσκαρ «Νεμπράσκα»). Στη νέα του ταινία, «Τα παιδιά του χειμώνα» (The Holdovers), που είδαμε στις Ειδικές Προβολές, είναι μια όμορφη, ταυτόχρονα συγκινητική, κωμωδία γύρω από τη σχέση ανάμεσα στον Πολ Χάναμ (καταπληκτική ερμηνεία από τον Πολ Τζιαμάτι), ένα στρυφνό καθηγητή, μισητό από όλους  τους μαθητές του, μαζί και τους καθηγητές, και τον Τάλι (εξαιρετική παρουσία του πρωτοεμφανιζόμενου Ντόμινικ Σέσα), έναν ατίθασο, έφηβο μαθητή του. Σχέση αρχικά εχθρική, που σταδιακά αρχίζει αναπτύσσεται στη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων εορτών, όταν οι δυο τους ξεμένουν στο χώρο του πανεπιστημίου, με μόνη παρέα την μαύρη μαγείρισσα, Μαίρη Λάμπ (μια πολύ καλή Νταβίν Τζόι Ράντολφ).

Η ταινία ξεκινά σαν ένα είδος παραμυθιού για όλη την οικογένεια, που ευτυχώς ο Πέιν καταφέρνει πολύ γρήγορα, χρησιμοποιώντας μιαν ατμόσφαιρα που μου θύμισε τις «ρόδινες» ταινίες που γύριζε στη δεκαετία του ‘30 ο Φρανκ Καπρα, να μετατρέψει σε ένα σχόλιο πάνω στην ίδια την κοινωνία μας. Με τον Πέιν να συνδυάζει με τη σωστή ισορροπία την κωμωδία με το δράμα, και να συγκινεί χωρίς όμως να οδηγεί στο μελόδραμα (παράδειγμα οι συγκρατημένες με το σωστό έλεγχο και μια καθαρά προσωπική ματιά, σκηνές με τη μαύρη μαγείρισσα αλλά και τις σκηνές μετατροπής του Χάναμ σε ένα πιο ανθρώπινο και με σωστά αισθήματα άτομο, αλλά και να μας οδηγεί με τρόπο ευρηματικό και καθηλωτικό, από το ένα θέμα στο άλλο (παράδειγμα το ξαφνικό, απολαυστικό οδοιπορικό στο τελευταίο μέρος της ταινίας, με τον Χάναμ να οδηγεί τον Τάλι και την Μαίρη στο όχι και τόσο «εκπαιδευτικό» ταξίδι στη Βοστώνη.  

Ακόμη, πιο σημαντικό είναι πως ο Πέιν καταφέρνει να μετατρέψει τον κόσμο του πανεπιστημίου σε ένα μικρόκοσμο για την ίδια την κοινωνία μας, όχι μόνο εκείνη του 1970-71, στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία του, αλλά και στη σύγχρονη, με τις ταξικές ανισότητες, τον πλούτο που αγοράζει τα πάντα, τις απώλειες του πολέμου (η μαύρη μαγείρισσα που χάνει το γιο της στον πόλεμο του Βιετνάμ), το φυλετικό, τις σχέσεις καθηγητών-μαθητών, τη σχέση παρελθόντος με το παρόν (με τον σκηνοθέτη να μετατρέπει, πολύ έξυπνα, τον Χάναμ σε καθηγητή αρχαίου πολιτισμού, με ωραίες πάντα αναφορές και στην Ελλάδα), τις σχέσεις ανάμεσα στις δυο γενιές, καθώς και με τις δυσκολίες και τα άγχη της ενηλικίωσης. Προβλήματα που αφορούν και τη σημερινή, το ίδιο προβληματική, διχασμένη, βουτηγμένη στον πόνο και την απώλεια, κάθε άλλο παρά δίκαιη, φιλελεύθερη κοινωνία μας, που σε πολλά από αυτά  δείχνει να επαναλαμβάνει, με τον ίδιο κυνισμό, τα προβλήματα και τα λάθη του παρελθόντος.

Ταυτόχρονα, η ταινία του είναι ένας ύμνος στον κινηματογράφο, όχι μόνο εκείνο του Κάπρα, που ανάφερα αλλά και γενικότερα στον κινηματογράφο με τον οποίο ο ίδιος μεγάλωσε και που τον επηρέασε (σε μια από τις όμορφες σκηνες του στη Βοστωνη βλέπουμε τον Χάναμ με τον Τάλι να παρακολουθούν το γουέστερν «Το μικρό ανθρωπάκι» του Άρθουρ Πεν. Ο ίδιος, μάλιστα, στη συνέντευξη τύπου που μας έδωσε μετά τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας του, ανάφερε μια γαλλική ταινία του Μαρσέλ Πανιολ της δεκαετίας του τριάντα, που είχε δει πρόσφατα και που του έδωσε την αρχική ιδέα για τη σημερινή του ταινία. Ιδέα που ανάπτυξε, όπως τόνισε, στον σεναριογράφο Ντέιβιντ Χέμινγκσον (είναι μάλιστα η πρώτη φορά που βασίζεται σε ξένο σενάριο, μια και στο παρελθόν έγραφε ο ίδιος τα σενάρια του), για να φτιάξει το τελικό σενάριο.

Στις ειδικές προβολές και η θαυμάσια, βραβευμένη πρόσφατα στις Κάννες, ταινία «Το τέρας» του Ιάπωνα σκηνοθέτη Χιροκάζου Κόρες-Έντα. Ταινία με μια ιστορία που ο Κόρε-Έντα παρουσιάζει από διαφορετικές πλευρές, στο στιλ του ιαπωνικού αριστουργήματος του Ακίρα Κουροσάβα, «Οι εφτά σαμουράι».

Με ένα καλογραμμένο, και με ωραίες καταστάσεις, σενάριο, με όμορφο, άνετο στιλ, που θυμίζει τις ταινίες του Γιασουτζίρο Όζου, με την εξαιρετική υποβλητική μουσική του Ριουίτσι Σακαμότο (αυτή ήταν και η τελευταία που έγραψε πριν τον πρόσφατο θάνατό του), ο Κόρε-Έντα έφτιαξε μια ταινία όπου το σασπένς χρησιμοποιείται έξυπνα και καθόλου υπερβολικά, για να μας φέρει πιο κοντά στα πρόσωπα και να μας  αποκαλύψει τα αισθήματα και τους χαρακτήρες τους.