ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ 


Από τις απολαύσεις της γαστρονομίας και του έρωτα στις ενδόμυχες εκμυστηρεύσεις μιας ομάδας γυναικών στην καπνιστή σάουνα


Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη


*** ½ – Στη φωτιά

La passion de Dodin Bouffant. Γαλλία/Βέλγιο, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τραν Αν Χουνγκ. Ηθοποιοί: Ζιλιέτ Μπινός, Μπενουά Μαζιμέλ, Εμανουέλ Σαλινζέ. 145´

Οι ομορφιές και οι απολαύσεις της γαστρονομίας, συνδυασμένες με τον ερωτικό πόθο, περνούν μέσα από την αληθινή ιστορία του Ντοντέν Μπουφάν, ενός διάσημου μάγειρα του 19ου αιώνα, και της Εζενί Σατέν, της γυναίκας που του συμπαραστάθηκε και μαγείρευε μαζί του για 20 χρόνια μέχρι και το θάνατό της, στην όμορφη, δοσμένη με αγάπη και συγκίνηση, γαλλική ταινία «Το πάθος του Ντοντέν Μπουφάν», βάσις,σ η στο βιβλίο του Μαρσέλ Ρουφ και σκηνοθετημένη από τον Βιετναμέζο  Αν Χουνγκ Τραν. Από τα πρώτα 15 λεπτά της ταινίας παρακολουθούμε το ζευγάρι στη «φθινοπωρινή ηλικία» του, όπως αναφέρει κάποια στιγμή ο ίδιος ο Ντοντέν, να φτιάχνει όμορφες, δοσμένες με κάθε λεπτομέρεια, σκηνές υπεροχής μαγειρικής, πριν μας εισάγει στην ιστορία τους, τη σχέση τους, τον έρωτά τους, τις συναντήσεις και τα γεύματά τους με στενούς φίλους, και με τη μαγειρική, με τα διάφορα φαγητά και τα κρασιά της, να διανθίζει ολόκληρη την ταινία. 

Εκείνο που καταφέρνει πάνω απ’ όλα να δώσει ο σκηνοθέτης είναι, πέρα από την εισαγωγή μας στα μυστικά και τις απολαύσεις της γαστρονομίας, είναι τη σχέση ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους, μια σχέση ήρεμη, συγκρατημένη, στα 20 αυτά χρόνια μαζί, χωρίς να έχουν παντρευτεί (όταν ο Νταρντέν τελικά αποφασίζει να προτείνει γάμο στην Εζενί είναι πια αργά), σχέση δεμένη με τις ερωτικές επιθυμίες τους και το πάθος τους για τη φύση γύρω τους καθώς και τη γαστρονομία – σε μια ερώτηση της Εζενί προς τον Νταντέν αν γι’ αυτόν είναι πάνω από όλα γυναίκα του ή μαγείρισσα, εκείνος απαντά, «μαγείρισσα», κάτι στο οποίο συμφωνούν απόλυτα. Με την Ιρέν Ζακόμπ και τον Μπενουά Μαζινέλ να δημιουργούν την απαραίτητη χημεία που, μαζί με τη μαγειρική (που κατορθώνει πραγματικά να σε μαγέψει) είναι ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της ταινίας.

 

*** ½ – Η αδελφότητα της καπνιστής σάουνας 

Savvusanna sosarad. Εσθονια/Γαλλία/Ισλανδία, 2023. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άννα Χιντς. Ηθοποιοί: Κάντι Κιβίλο. Φωτογραφία: Ανς Τάμικ. 89´

Οι συζητήσεις και οι εκμυστηρεύσεις μιας ομάδας Εσθονών γυναικών, που μαζεύονται  συχνά σε μια απομονωμένη καλύβα για να κάνουν σάουνα και να μοιραστούν τις πιο οικείες ιστορίες τους, είναι το θέμα του εξαιρετικού αυτού συναρπαστικού ντοκιμαντέρ της Άννας Χιντς.

Ιδρωμένες και γυμνές στην καλύβα, σ’ ένα χιονισμένο τοπίο, με τον καπνό της σάουνα να τις περικυκλώνει, χωρίς τηλέφωνα, μακριά από τους δικούς τους, με ζεστά, πρόσωπα φωτισμένα άλλοτε με κεριά κι άλλοτε με λιγοστές ακτίνες του ήλιου, καθαρίζοντας το σώμα τους όχι μόνο από τις ακαθαρσίες αλλά και από τον πόνο, ακολουθώντας τις παραδόσεις και τις αρχαίες ιεροτελεστίες των καπνιστών σάουνα (που κάποτε χρησιμοποιούνταν και για τη γέννα παιδιών καθώς και για τη γιατρειά ασθενών, και που σήμερα έχουν προστεθεί στα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO), τρέχοντας κάθε τόσο για ένα γρήγορο μπάνιο στα παγωμένα νερά της λίμνης, οι γυναίκες αφήνονται στις πιο ενδόμυχες εκμυστηρεύσεις. 

Εμπνευσμένη από τη σάουνα των παιδικών της χρόνων, η Χιντς, τον περισσότερο χρόνο, εστιάζει την κάμερά της στα σώματα, τα χέρια, τα πόδια, το στήθος, περισσότερο όμως στα πρόσωπα των γυναικών (θυμίζοντας συχνά Αναγεννησιακούς πίνακες), είτε αυτών που εκμυστηρεύονται είτε εκείνων που ακούνε, καταγράφοντας τις εκφράσεις και τα αισθήματά τους, άλλοτε αγχωτικά και ταλαιπωρημένα και άλλοτε απελευθερωμένα, γύρω από τις εμπειρίες και τα ψυχικά τους τραύματα, το σεξ, τους δυστυχισμένους γάμους, την εγκυμοσύνη, τη μητρότητα, τις αρρώστιες, την απώλεια (ανάμεσα στις καλύτερες σκηνές της, αναφέρω τη σκηνή της γυναίκας που εκμυστηρεύεται, με τις πιο μικρές λεπτομέρειες, τον βιασμό της σε εφηβική ηλικία, από τον οδηγο που την πήρε σε ωτοστόπ, μια συγκλονιστική σκηνή δοσμένη σε σεκάνς που διαρκεί περισσότερο από πέντε λεπτά).

Μια ταινία ύμνος στη θεραπευτική αξία της σάουνα, που μας μιλάει με ειλικρίνεια και αγάπη, άλλοτε με χιούμορ (όπως η αναφορά στα τσουτσούνια των αντρών) κι άλλοτε με θλίψη, όχι μόνο για τον καθαρισμό του σώματος αλλά και τον καθαρισμό της ψυχής και που δίκαια κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Sundance.

** American Carnage 

ΗΠΑ, 2022. Σκηνοθεσία: Ντιέγκο Χαλίβις. Σενάριο: Ντιέγκο Χαλίβις, Τζούλιο Χαλίβις. Ηθοποιοί: Χόρχε Λέμτεμποργκ Τζούνιορ, Τζένα Ορτέγκα, Άλεν Μαλντονάντο, Γιούμαρι Μοράλες. 101´

Το μυστήριο, η κωμωδία και το πολιτικό μήνυμα συνδέονται σ’ αυτή την περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας/τρόμου του Ντιέγκο Χαλίβις, που αντλεί τον τίτλο του από την εναρκτήρια ομιλία του τότε προέδρου Τραμπ σχετικά με την καταστολή της βίας («the American carnage starts here and stops here, right now!). Απόσπασμα που βλέπουμε, μαζί με άλλα ντοκιμαντεριστικά (από τηλεοπτικές και άλλες εκπομπές) αποσπάσματα στην εισαγωγή της ταινίας.

Ταινία με πολιτικό μήνυμα βασικά για τινέιτζερς που εκτυλίσσεται σε μια Αμερική όπου ο υπερσυντηρητικός κυβερνήτης μιας πολιτείας αποφασίζει να συλλάβει όλους τους παράνομους μετανάστες και να απελάσει τα γεννημένα στην Αμερική παιδιά τους. Παρόλα αυτά, τους προσφέρει μια εναλλακτική λύση: για να παραμείνουν στη χώρα θα πρέπει να εργαστούν σε ένα οίκο ευγηρίας, βοηθώντας τους ηλικιωμένους που φιλοξενούνται εκεί.  Σ’ αυτούς που προσφέρονται να εργαστούν εθελοντικά, είναι και δύο Λατινοαμερικάνοι έφηβοι, ο Τζέι Πι και η μικρότερη αδερφή του, Λιλι.  Όπως όμως θα ανακαλύψουν πολύ  σύντομα, η κατάσταση στον οίκο ευγηρίας δεν είναι καθόλου όπως την είχαν φανταστεί, μια και με τα διάφορα παράξενα πειράματα, οι κρατούμενοι αρχίζουν να μετατρέπονται σε τέρατα. 

Παρά τις καλές προθέσεις, το μέτριο σενάριο και η αναμενόμενη, χωρίς πολλή φαντασία, εξέλιξη, δεν βοηθούν ιδιαίτερα. Και είναι χάρη στο ενδιάμεσο χιούμορ και την πολύ καλή ερμηνεία του Άλεν Μαλντονάντο, στο ρόλο του Μπιγκ Μακ, που δίνουν κάποια φρεσκάδα στην ταινία.

 

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ 

***** Chinatown

Chinatown. ΗΠΑ, 1974. Σκην: Ρόμαν Πολάνσκι. Σεν: Ρόμπερτ Τάουν. Φωτ: Τζον Α. Αλόνσο. Μουσ: Τζέρι Γκόλντσμιθ. Ντεκ: Ρούμπι Λέβιτ. Καλ. Διευθ: Ρίτσαρντ Σάιλμπερτ. Κοστ: Ρίτσαρντ Μπρούνο. Ηθ: Τζακ Νίκολσον, Φέι Ντάναγουεϊ, Τζον Χιούστον, Ρόμαν Πολάνσκι, Πέρι Λοπέζ. Διάρκεια: 131 λεπτά.

Με το «Τσάιναταουν», μια τις πιο σημαντικές ταινίες της δεκαετίας του ’70, ο Ρόμαν Πολάνσκι επιστρέφει στο κλασικό φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ’40, και ιδιαίτερα τις ταινίες του Τζον Χιούστον και του Χάουορντ Χοκς. Επιστροφή όμως όχι νοσταλγική αλλά μ’ ένα τρόπο που ανανεώνει το είδος με τον Πολάνσκι να φτιάχνει μιαν από τις πιο ολοκληρωμένες ταινίες που μας έδωσε ο αμερικανικός κινηματογράφος.

 Βρισκόμαστε στο Λος Αντζελες του 1937. Ο Τζέι Τζέι Γκίτις (Τζακ Νίκολσον) είναι ένας σκληροτράχηλος ιδιωτικός ντετέκτιβ, στο στιλ του Φίλιπ Μάρλοου του Ρέιμοντ Τσάντλερ, που ασχολείται με την παρακολούθηση παράνομων ζευγαριών για λογαριασμό απατημένων συζύγων. Ώσπου μπλέκει σε μια πέρα φαινομενικά εύκολη υπόθεση που του αναθέτει η μυστηριώδης Ίβλιν Μάλρεϊ (Φέι Ντάναγουεϊ): να παρακολουθήσει τον άντρα της υπεύθυνο της Υπηρεσίας Ύδρευσης της πόλης, υπόθεση όμως που θα αποδειχθεί πολύπλοκη  και επικίνδυνη και στην οποία αναμιγμένη είναι και η Ίβλιν και της οποίας στη συνέχεια ο σύζυγος δολοφονείται. Πίσω όμως από την υπόθεση της ύδρευσης, όπως θ’ ανακαλύψει ο Γκίτις, κρύβονται και άλλα μυστικά, ανάμεσά τους και το ξέπλυμα χρημάτων καθώς και μια υπόθεση αιμομιξίας ανάμεσα στην Ίβλιν και τον πατέρα της Νώε Κρος (Τζον Χιούστον), τον ισχυρό άνθρωπο που κινεί τα νήματα της πόλης..

Εκείνο που φαίνεται να τράβηξε βασικά τον Πολάνσκι στο δομημένο με μαεστρία σενάριο του Ρόμπερτ Τάουν (που δίκαια του χάρισε το Όσκαρ) είναι η ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ. Με τη βοήθεια του εξαίρετου ντεκορατέρ Ρίτσαρντ Σάιλμπερτ, ο σκηνοθέτης κατάφερε να αναπλάσει, ως την παραμικρή λεπτομέρεια, με ξεχωριστή αγάπη αλλά και τρόπο πέρα ως πέρα αυθεντικό, την ατμόσφαιρα του Λος Άντζελες της εποχής (από τα ρούχα και τα αυτοκίνητα μέχρι τους δρόμους και τα σπίτια). Ολόκληρη η πλοκή στρέφεται γύρω από τον κύριο χαρακτήρα της ταινίας, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Γκίτις (χαρακτήρα που ο Νίκολσον συνθέτει με τρόπο υποδειγματικό), κι είναι βασικά μέσα από τη ματιά του που παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας, με επίκεντρο τις χωρίς αποτέλεσμα προσπάθειές του, τουλάχιστον στα δύο τρίτα της ταινίας,  να καταλάβει πού έχει μπλέξει, θυμίζοντας σ’ αυτό όχι τόσο τον Μάρλοου του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ όσο τον κατοπινό Μάρλοου, εκείνο που ερμήνευσε ο Έλιοτ Γκουλντ στην ταινία του ´Ολτμαν, «Μια σφαίρα, ένα αντίο».

 

Για τον Πολάνσκι, η βία και η ωμότητα βγαίνουν μέσα από την ίδια την καθημερινότητα (φτάνει να θυμηθούμε το «Μωρό της Ρόζμαρι»), στοιχεία που υποβάλλει μέσα από πολλές σκηνές του, όπως εκείνες (που καλύπτουν μάλιστα ένα μεγάλο μέρος της ταινίας) όπου ο Γκίτις περιφέρεται μ’ ένα λευκοπλάστη στη μύτη, υπενθυμίζοντας στο κοινό τη σκηνή όπου ένας ασήμαντος γκάνγκστερ, τον οποίο ερμηνεύει ο ίδιος ο Πολάνσκι, του τρυπά κυριολεκτικά τη μύτη μ’ ένα μαχαίρι λέγοντάς του το περιβόητο: «όσοι χώνουν τη μύτη τους εκεί που δεν πρέπει χάνουν τη μύτη τους». 

 Παρά τις κάποιες αποτυχίες του πριν από την ταινία αυτή (με ταινίες όπως το «Μακμπέθ» και «Τί;»), στην ταινία του αυτή ο Πολάνσκι δείχνει μια εξαιρετική ωριμότητα και μαεστρία, ελέγχοντας με τρόπο υποδειγματικό το κάθε τι: από τη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας, τη σύνθεση των πλάνων και την έγχρωμη φωτογραφία, με τα ξεπλυμένα της χρώματα (ο κάμεραμαν Τζον Αλόνζο έκανε μια εκπληκτική δουλειά) μέχρι το μοντάζ, τη χρήση της μουσικής (του Τζέρι Γκόλντσμιθ) και, βέβαια, τις ερμηνείες (εκτός από εκείνη του Νίκολσον, εντυπωσιακή είναι και η παρουσία τόσο της Φέι Ντάναγουεϊ όσο και εκείνη του Χιούστον).