ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ 

 

Από τη δοσμένη με χιούμορ και αγάπη ταινία του Άκι Καουρισμάκι στο σπαρακτικό δράμα της Φραγκογιαννούς στην ταινία της Εύας Νάθενα 

 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

Ιδιαίτερα πλούσιο και ποικίλο το πρόγραμμα της νέας αυτής εβδομάδας, με μια ταινία από την Φινλανδία (τα βραβευμένα στις Κάννες «Πεσμένα φύλλα» του Άκι Καουρισμάκι  και τη βραβευμένη στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα), μαζί με το 36ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, που άρχισε την περασμένη βδομάδα, με μια ρετροσπεκτίβα στο σημαντικό έργο του Σέρβου σκηνοθέτη Εμίρ Κουστουρίτσα και συνεχίζεται και αυτή τη βδομάδα με ένα ιδιαίτερα πλούσιο πρόγραμμα, με νέες, που δεν έχουν μέχρι στιγμής αγοραστεί από Έλληνα διανομέα, ευρωπαϊκές ταινίες, καθώς και αφιερώματα σε προσωπικότητες του κινηματογράφου από Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη (Ζορζ Φρανζί, Ανιές Βαρντά, Λίντσεϊ Άντερσον, Δημήτρη Μακρή, Ολυμπία Μυτιληναίου και Περικλή Χούρσογλου).

Με την εξαιρετική, δοσμένη με χιούμορ, ανθρωπιά και έμπνευση (απο το φεστιβάλ των Καννών ταινία, «Η τελευταία παμπ» του Κεν Λόουτς, να γίνεται η επίσημη έναρξη του 36ου Πανοράματος, την Τρίτη, 5 Δεκεμβρίου, με τον σεναριογράφο της, Πολ Λάβερτι, να την παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό.

 

***** Πεσμένα φύλλα

Kuolleet lender/Fallen Leaves. Φινλανδία/Γερμανια, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άκι Καουρισμάκι. Ηθοποιοί: Άλμα Πόιστι, Μάρτι Σουοσάλο, Γιούσι Βάτανεν, ΑλίναΤόμνικοβ. 81´

Την τυχαία συνάντηση δυο μοναχικών ανθρώπων που θα οδηγήσει στον πρώτο τους έρωτα αφηγείται ο Φινλανδός σκηνοθέτης Άκι Καουρισμάκι  στη δοσμένη με αγάπη, χιούμορ και ωραίο στιλ, δραματική κωμωδία του, «Πεσμένα φύλλα» (Βραβείο της Επιτροπής στο φετινό 76ο φεστιβάλ των Καννών).

Ο άντρας (Μάρτι Σουοσάλο) και η γυναίκα (Άλμα Πόιστι), που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ τους τον έρωτα, ζουν μοναχικές, άχαρες ζωές: εκείνος πίνοντας τόσο στην καθημερινή, κουραστική, άχαρη δουλειά του και τα βράδια, μ’ ένα φίλο συνάδελφο, κι εκείνη προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα με τη δίκη της, κακοπληρωμένη δουλειά της σε σούπερ-μάρκετ, δουλειά που χάνει όταν την ανακαλύπτουν να έχει κλέψει ένα ληγμένο φτηνό φαγητό («έπρεπε να το πετάξεις στα σκουπίδια» της λένε!).

Οι δυο τους θα συναντηθούν ένα βράδυ στο Ελσίνκι και αποφασίζουν να ξανασυναντηθούν, με τη γυναίκα να του δίνει το τηλέφωνο της γραμμένο σ’ ένα κομμάτι χαρτί, που εκείνος τυχαία το χάνει όταν βγάζει από την τσέπη τα τσιγάρα του. Για μέρες θα πηγαινοέρχονται, ο καθένας σε ξεχωριστές δυστυχώς ώρες, έξω από τον Κινηματογράφο όπου είχαν δει μαζί ένα φιλμ, χωρίς να καταφέρνουν να συναντηθούν. Όταν όμως κάποια στιγμή το καταφέρνουν άλλα ατυχήματα θα τους  ξαναχωρίσουν…

Πρόκειται για μια απλή ιστορία έρωτα που ο Καουρισμάκι χρησιμοποιεί για να φτιάξει το μινιμαλιστικό αυτό φιλμ του (μινιμαλιστικό όπως και οι περισσότερες ταινίες του: «Η ζωή των μποέμ», «Το λιμάνι της Χάβρης», «Η άλλη όψη της ελπίδας», κ.ά.), φιλμ δοσμένο με ανθρωπιά και στοργή για τα πρόσωπά του, αλλά και αγάπη για τον κινηματογράφο.

Αν το ατύχημα που τους κάνει να μην ξανασυντιώνται  για ένα διάστημα θυμίζει τη ρομαντική ταινία «Μεγάλε μου έρωτα» του Λίο ΜακΚάρεϊ (με τον Κάρι Γκραντ να περιμένει την  «χαμένη» Ντέμπορα Κερ στο κτίριο του Έμπαϊαρ Στέιτ), η πρώτη τους έξοδος στο σινεμά κάνει μια αναφορά στη «Σύντομη συνάντηση» του Ντέιβιντ Λιν, με την αφίσα της ταινίας έξω από το «Ριτζ», τον κινηματογράφο τέχνης όπου βλέπουν μια ταινία τρόμου με ζόμπι (με τον Καουρισμάκι να κάνει χιουμοριστικό σχόλιο με δυο θεατές που βγαίνοντας σχολιάζουν πως η ταινία τους θύμισε άλλες κλασικές ταινίες, ταινία του Μπρεσόν ο ένας και ταινία του Γκοντάρ ο άλλος.

Εκτός από τον κινηματογράφο (συχνά μέσα από τις αφίσες του που δεν χάνει την ευκαιρία να βάζει στο φόντο), για να τονίζει τη ρομαντική πλευρά της ιστορίας του, ο Κουρισμάμι επενδύει την ταινία του με ωραία παλιά, ρομαντικά (ιταλικά, ισπανικά, λατινοαμερικανικά) τραγούδια. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να υποβάλλει και την πολιτικοκοινωνική κατάσταση της εποχής μας, τόσο από την επαγγελματική ζωή των δυο πρωταγωνιστών του (με τις καθόλου ευχάριστες συνθήκες εργασίας), όσο και με την παγκόσμια κατάσταση, με τον πόλεμο της Ουκρανίας να είναι το τακτικό θέμα που ακούμε κάθε φορά που η γυναίκα ανοίγει το ραδιόφωνό της. 

**** Φόνισσα 

Ελλάδα, 2023. Σκηνοθεσία: Εύα Νάθενα. Σενάριο: Κατερίνα Μπέη, Εύα Νάθενα ,από το μυθ. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Ηθοποιοί: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτοπαπά, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα. 97´

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, «Φόνισσα», της Εύας Νάθενα, που πρωτοείδαμε στο 64ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με το πρόσωπο της Φραγκογιαννούς όταν προφέρει συγκρατημένα και με χαμηλή φωνή, «κορίτσι», έχοντας πάρει στα χέρια της το νεογέννητο παιδί, καταλαβαίνουμε πως η τραγική μοίρα του μωρού είναι καθορισμένη, από αυτό το σφιχτό, απογοητευμένο, ταυτόχρονα βασανισμένο, πρόσωπο που γνωρίζει πως για μια ακόμη φορά θα της ζητηθεί να το σκοτώσει.

Μέσα από τη μοίρα της βασανισμένης αυτής «φόνισσας», σ’ ένα απομακρυσμένο ελληνικό νησί, στις αρχές του 1900, που τόσο εύστοχα και με δύναμη περιγράφει στο κλασικό του μυθιστόρημα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, περνάει η συγκλονιστική ιστορία μιας οικογένειας αλλά και μιας ολόκληρης κοινωνίας. Κοινωνίας που οι γάμοι της βασίζονταν στο προικιό της κόρης και που, σε φτωχές οικογένειες με πολλά κορίτσια, χωρίς τη δυνατότητα της προίκας, οδηγούσαν στο «θάνατο» των κοριτσιών πριν ακόμη κλείσουν οι 40 μέρες από τη γέννησή τους – ένα θάνατο στον οποίο βοηθούσε, όπως ξέρουμε, η Φόνισσα του τίτλου.

Η κάμερα ακολουθεί από κοντά την Φραγκογιαννού στις επισκέψεις της στα σπίτια του χωριού καθώς και στις περιπλανήσεις της στο γειτονικό βουνό, μέσα από έρημα, πέτρινα τοπία (έξοχα φωτογραφημένα από τον Παναγιώτη Βασιλάκη), που τονίζουν τη μοναξιά αλλά και τη ψυχική της κατάσταση.

Με εικόνες που άλλοτε σχολιάζουν την κοινωνική κατάσταση και τις δεισιδαιμονίες της εποχής (και τα διάφορα γιατροσόφια που χρησιμοποιεί η Φραγκογιαννού), και άλλοτε τους περιορισμούς και την απομόνωση της γυναίκας, με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, στο ρόλο της Φραγκογιαννούς, να τονίζει την αίσθηση πως κάνει το καλό, με τη βοήθεια μάλιστα του θεού (συνέχεια επικαλείται τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή), συνεχίζοντας το «καθήκον» της φόνισσας από τη μητέρα της (την οποία βλέπουμε συχνά να την παρακολουθεί σε διάφορα πλάνα), αλλά και τις τύψεις που βαραίνουν τη ψυχή της, με τις γυναίκες του χωριού να εμφανίζονται κάθε τόσο σαν είδος αρχαίας τραγωδίας, με τη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου άλλοτε να τονίζει κι άλλοτε μα προετοιμάζει την ατμόσφαιρα, με ωραία επιλεγμένα τραγούδια από παιδική χορωδία, και με πολύ καλές ερμηνείες από όλους  τους ηθοποιούς, με επικεφαλής της εξαιρετική Καραμπέτη, η Εύα Νάθενα έφτιαξε μια σπαρακτική, καθαρά φεμινιστική, ταινία, με εικόνες που μεταφέρουν, με τον καλύτερο τρόπο, την ουσία του έργου του Παπαδιαμάντη.