Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Εικαστικό: Γιώργος Γυπαράκης

Στο άδειο γήπεδο ένα παιδί κλωτσάει μια σφαίρα. Ένα παιδί βρίσκεται στο άδειο γήπεδο και κλωτσάει μία σφαίρα. Η σφαίρα σηκώνεται ψηλά, τόσο ψηλά που δεν φθάνει στο κεφάλι του παιδιού. Αυτό αδυνατεί να υπολογίσει το βάρος της και πού θα πέσει, και κατά την πτώση της,  χάνει την ταχύτητα της, αθέατη από την όρασή του και τον ορίζοντά της.

Καθώς προσγειώνεται επί του εδάφους, μία πέτρα αλλάζει την τροχιά της σφαίρας, παίρνει ξανά ταχύτητα έως την ανέλκυση κι αφού αναπηδήσει, δεν θ’ αργήσει να ακινητοποιηθεί, αφού προηγουμένως η τροχιά της έχει στο χώμα χαραχθεί. Το γήπεδο είναι λασπωμένο, αφού εξακολουθεί να βρέχει, εδώ και τρεις μέρες.

Κατακλυσμός, έχει παρασύρει όλες τις σκέψεις για το παιχνίδι, έχει βουλιάξει όλες τις τεχνικές στην λάσπη, σ’ αυλάκια αλλάζει η σφαίρα χρώμα και μέγεθος. ‘Εχει γίνει όλη μία λάσπη, ένας σβώλος αρραγής, αν και μπορείς να ξεχωρίσεις μέσα του ένα φωτάκι. Σκύβει το παιδί, την σηκώνει, την φέρνει στο πρόσωπο, κοιτάει μέσα της, φωτίζεται ελάχιστα, ξεσχίζει το δέρμα της σφαίρας, την κόβει στην μέση, υπολογίζει με το μάτι αν επενδύεται το ήμισυ, το παίρνει και το προσαρμόζει στο κεφάλι του του ως περικεφαλαία.

Όλοι οι θεοί παρακολουθούν άφωνοι, κοιτάζει ο ένας τον άλλο, είναι αμίλητοι, σηκώνουν τις κύλικες, τις φέρνουν ως τους οφθαλμούς, κρυφοκοιτούν το παιδί με την δερμάτινη περικεφαλαία, που κρέμεται ως τ’ αυτιά του ως σκυθικός σκούφος. Κάτι πάνε να πούνε, μα δεν τους ακούει το παιδί, καθώς με το άλλο μισό της σφαίρας, με προτεταμένα τα χέρια, περιμένει να γεμίσει από το νερό της βροχής ως σκεύος. Καθώς αυτό γεμίζει, κοιτάει εντός του και βλέπει έναν θεό να κατεβαίνει από ψηλά. Του μοιάζει, δεν τον βλέπει, αλλά τον αισθάνεται.

Τρέχει πάνω κάτω στο γήπεδο κι ένα χέρι το σπρώχνει, του δίνει ταχύτητα, το ενθαρρύνει να ξαναβρεί τον ρυθμό του. Ο θεός κλωτσάει μία σφαίρα με τόση δύναμη, που δεν μπορεί να την μετρήσει το παιδί. Αίφνης, περνάει μέσα από τον θεό κι αρχίζει να μιμείται τις κινήσεις του, χωρίς να καταλαβαίνει ότι απέναντι του έχει έναν νεκρό θεό. Κοιτάζει προς το πάνθεον που δεν βρίσκεται μακριά από το γήπεδο, και προσπαθεί να απαριθμήσει τους θεούς.

Αρχίζει να τους μετράει κι ενώ θεωρεί τον εαυτό του εξαιρετικό αριθμομνήμονα, εν τούτοις ζαλίζεται από τους αριθμούς, καθώς τον παραπέμπουν σε μία απόλυτη αφαίρεση. Δεν μπορεί να κρατήσει από την απαρίθμηση, παρά μόνο την σκιά των αριθμών, γιαυτό μόλις φθάνει στο δώδεκα, επειδή δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει ο αριθμός, χαράζει επί του εδάφους δώδεκα γραμμές. Ανάμεσά τους κρατάει αποστάσεις, ώστε να διέρχεται η σφαίρα, όπως ο χρόνος μετράται με την ροή της βροχής. Τώρα βρέχει, μία βροχή που δεν γνωρίζει ποιος την απέστειλε, γιαυτό αφού προσπαθεί να την κρατήσει μέσα στις παλάμες του, φέρνει σταγόνες  στο πρόσωπό του και το δροσίζει με την πυρά του κεραυνού.

Σηκώνει το ένα χέρι, δεν βλέπουμε, αν είναι το δεξί ή το αριστερό, το σηκώνει, και αφού έχει ανέβει σ’ ένα βάθρο για να είναι περίοπτο από τους περαστικούς, ακινητοποιείται αντιγράφοντας την στάση αγάλματος της αρχαϊκής περιόδου και προσπαθεί να ορθωθεί μέχρι τους θεούς. Οι θεοί παρατηρούν από ψηλά το παιδί ν’ ανεβαίνει με το ένα πόδι το οποίο δειλά-δειλά έχει αρχίσει να αποχωρίζεται από το σώμα του. Τού πετούν την σφαίρα κι αυτό σηκώνει το βλέμμα προς τα άνω και γίνεται ένα με την τροχιά της.

Προσπαθεί να αποφύγει την πνοή της πτώσης, γιατί θεωρεί ότι φέρει μαζί της τον άνεμο που θα τον πάει και θα τον σηκώσει. Τα μάτια έχουν χάσει το πετάρισμά τους, έχουν γίνει δύο ακινητοποιημένα θηρία που κοιτάζουν το άπειρο και το ξανακοιτάζουν έως να υπνωτιστούν. Γύρω του όλα του θυμίζουν την γέννησή του, καθώς τίποτα δεν κινείται, μετά την ξαφνική νεροποντή. ‘Ενα σύννεφο τρέχει και ρίχνει την σκιά του στις δώδεκα γραμμές που έχουν χαραχτεί στο χώμα και τώρα είναι εύπλαστες σαν ο πηλός να τις έχει αποτυπώσει στην μνήμη του παιδιού. Έχει γίνει όλο ένα κομμάτι από πηλό, το βλέπουν οι θεοί, τείνουν τας χείρας τους και παίζουν με την ελαστική πλαστική του. Το περιπαίζουν, ενώ αυτό δεν αντιδρά, καθώς έχει παραδοθεί στις θωπείες τους.

Όλα είναι ζεστά, οι μαλάξεις του πηλού αποκαλύπτουν στους πόρους του ίχνη ύδατος, όταν αυτό απορροφάται και κατρακυλά σε αύλακες. Σε κάθε αύλακα στριφογυρνάει κι ένας θεός, στριφογυρίζει σαν έλικας, τρυπάει το έδαφος, πετάει τις λάσπες και κοιμάται τον ύπνο τον αξύπνητο. Το παιδί-θεός μιμείται τον ύπνο, αλλά παραμένει ξάγρυπνο, καθώς ακούει μία σφαίρα να κατρακυλάει, να κατρακυλάει, να κατρακυλάει.

Οι θεοί το ζηλεύουν, μιμούνται το παιχνίδι του. Πετάει ο ένας στον άλλο την σφαίρα, άλλος την αποφεύγει, άλλος την αγκαλιάζει, άλλος την προσκυνά, άλλος την φέρνει κατά πρόσωπο, άλλος την ερωτεύεται, άλλος γίνεται ένα μ’ αυτήν. ‘Ολοι έχουν φορέσει τις δερμάτινες περικεφαλαίες τους και μιμούνται το παιχνίδι του παιδός. Ο παις έχει κατέβει πριν από λίγο απ’ ένα σύννεφο, φουσκώνει τα μάγουλα του, ενώ μία σφαίρα εξέρχεται του στόματος του και κατέρχεται με δύναμη προς άγνωστη κατεύθυνση. Του ανέμου λάκτισμα την κρούει κι αυτή τίθεται σε τροχιά περιστροφής. Κι όλο περιστρέφεται πλανήτης γύρω από τον ήλιο που πάει να σβήσει στην σκιά της σφαίρας.