Η γελοιότητα του μεταπολιτευτικού καταναλωτισμού

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο Χ.Α. Χωμενίδης δεν γράφει ένα μυθιστόρημα με αφορμή την κρίση, η οποία έχει καταντήσει άχρηστη λέξη-καραμέλα στα χείλη όλων μας. Μετά τον κλαυθμό, τον οδυρμό, το θρήνο και τον κοπετό που έχουν εξανεμισθεί -έστω και ως παρηγορητικές προβολές-, όλα πλέον φαντάζουν ανεπαρκή και έωλα.

Σε εποχές μεταιχμιακές, σύμπασες οι έννοιες εξανεμίζονται και εξατμίζονται, έτσι ακόμη κι όταν τις επικαλείσαι, μήπως και καταφέρεις να επικοινωνήσεις σ’ ένα κατεστραμμένο κοινωνικό περιβάλλον, συνειδητοποιείς ότι το μέσα τους νόημα έχει αρχίσει να σκουριάζει. Έχει μείνει ο φλοιός των λέξεων που κι αυτός δεν θ’ αργήσει να γνωρίσει την ωραία παρακμή και οσονούπω τον πανάσχημο θάνατο.

 

Στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Νεαρό άσπρο ελάφι» (εκδόσεις Πατάκη, σελίδες 317, τιμή: 16,60 ευρώ) αναζητά, όπως ο πρωταγωνιστής του Όρσον Ουέλς στην ταινία «Πολίτης Κέιν», το έλκηθρο της παιδικής του ηλικίας. Μόνο που το χωμενιδικό έλκηθρο είναι διαβρωμένο από την υγρασία του χρόνου, καθόλου νοσταλγικό, καθόλου παρηγορητικό, καθόλου ανακουφιστικό. Και τότε τι είναι το νεαρό άσπρο ελάφι; Το άσπρο ελάφι είναι το σπάνιο τετράποδο εκπάγλου ομορφιάς, το οποίο όταν το σκοτώνεις, το νεκρό σώμα του δεν αποβάλλει τοξίνες.

 

Ο τοξινωμένος και κάποτε -ως νεότερος- τοξικός Μηνάς Αβλάμης, ο πρωταγωνιστής, έχει πιάσει τα πενήντα και έχει παρατήσει τη συγγραφική περί τη μία δεκαετία. Ένας πρώην χειρώνακτας σε κατ’ επιλογήν αεργία με τα λεφτά από τα πουλημένα ακίνητα του μπαμπά… Και τι ρόλο παίζει το νεαρό άσπρο ελάφι; Είναι, αν θέλετε, η γραμμή την οποία όταν την περάσεις πρέπει να το φας ωμό, μεταλαμβάνοντας έτσι της αχράντου αγνότητάς του. Έτσι και τη διαβείς, με το άλλοθι της γκουρμέ ωμοφαγίας, μεταφέρει τον τρώοντα την σάρκα και πίνοντα το αίμα από τη ζώνη του λυκόφωτος -του επερχομένου ηθικού θανάτου- στη ζώνη του λυκαυγούς. Του φωτός, πριν από την ανατολή του ηλίου, όταν τα χτιστά και τα άχτιστα είναι μαλακά σαν την πρώτη ημέρα της δημιουργίας τους.

 

xomenidis 2Όλο το βιβλίο έρπει πάνω σ’ ένα ολισθηρό πεδίο, το οποίο ο πραγματικός συγγραφέας το υπονομεύει, το σχολιάζει, το σκίζει, το ξερνάει, το βυθίζει, το κρατάει στην εντατική, γιατί λες και ο αφηγητής έχει καθήσει σε θέση του λεωφορείου που δεν κοιτάει προς τον οδηγό, αλλά αντιστρόφως προς τη διαδρομή που αφήνει πίσω του η κλυδωνιζόμενη συνείδηση. Τι κίνηση, λοιπόν, είναι αυτή; Επιστροφής και συνάμα εγκατάλειψης του παρελθόντος που δεν σημαίνει πια ζωή, και χοροπηδάει άναρχα ο σκελετός σ’ έναν καρόδρομο μαζοχιστικής ναυτίας.

 

Απομονωμένος στην Κέρκυρα, η οποία θυμίζει και δεν θυμίζει επαρχία, γιατί ως νησί είναι κλειστό και την ίδια στιγμή ανοιχτό, επαρχιώτικο στην πολύμηνη καθημερινότητά του, διεθνικό στην τρίμηνη τουριστική σεζόν του. Ανάμεσα από αυτά τα δύο άκρα, περνά ο οιονεί μοναχικός πρώην συγγραφέας, αποκαθηλωμένος από το «ένδοξο» παρελθόν του και προσανατολισμένος σ’ ένα «άδοξο» παρόν με κάμποσα ψιμύθια επινοημένης ακηδίας.

 

Ο Χ.Α. Χωμενίδης δεν προσπαθεί να απεκδυθεί ότι νοσταλγεί το παρελθόν μιας άλλης Ελλάδας, περισσότερο χειρωνακτικής, περισσότερο ανέγγιχτης, περισσότερο βασανισμένης, προτού εμπεδωθεί το αίτημα της ψευδεπίγραφης ευμάρειας που σχεδόν όλη εκφράστηκε σε μια άσκοπη κατανάλωση προς επίδειξη και μόνο. Οι ρόλοι ισοπεδώθηκαν, οι ταυτότητες ακυρώθηκαν, τα φύλα αποχαρακτηρίστηκαν, η οικογένεια αποδομήθηκε, οι προσδοκίες στένεψαν.

 

Ήδη από τις πρώτες σελίδες κοινωνιολογεί εναντίον του θεάματος της τελευταίας τριακονταετίας, του θεάματος των αναδυόμενων λαϊκών τάξεων με τους ανάλογους πολιτικούς εκπροσώπους τους, οι οποίοι εξαντλήθηκαν σε τακτικισμούς επιβίωσής τους:

«Είχα εδώ και πολλά χρόνια πάψει να είμαι άνθρωπος των φίνων απολαύσεων, από εκείνους που παθιάζονται με τα αρώματα, τις γεύσεις, τα υφάσματα. Που χρυσοπληρώνουν για ένα παλαιωμένο ουίσκι, ένα χειροποίητο πούρο Αβάνας ή ένα καλοραμμένο κοστούμι. Που για να τους διεγείρει μια γυναίκα, πρέπει απαραιτήτως να διαθέτει λεπτούς αστραγάλους, διάφανη επιδερμίδα κι αέρινους τρόπους».

 

Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη περίοδος της επινοημένης ευτυχίας, με την υποστήριξη λάιφσταϊλ περιοδικών που είχαν πάρει από το σωρό της βουλιμίας για άνοδο ό,τι πιο τελειωμένο και το είχαν αμπαλάρει σε συσκευασία στοιχειού, ώστε στη συνείδηση των αντρών να λειτουργεί ως το άλφα και το ωμέγα της σεξουαλικής ενόρμησής τους.

 

Η Κέρκυρα είναι ο τόπος -ως φαντασίωση της κεκαθαρμένης συνείδησης από τους ρύπους της «αστικής» ζωής- του στριπτίζ του παλαιού εαυτού, μια κάποια κίνηση προς το μπρουταλιτέ, άλλη μία φαντασίωση της περιόδου που διανύουμε σήμερα. Έπειτα από έξι χρόνια και βάλε κρίσης, (επανα)ανακαλύπτουμε το χωριό, τη στάνη, τις νουθεσίες του παππού και της γιαγιάς, τα μαμαδίστικα φαγητά, τις γυναίκες με τα προβεβλημένα λαϊκά χαρακτηριστικά, τα τραγούδια του ’50 και του ’60 κι άλλα απονεκρωμένα κοινωνικά σημεία, νεκρανασταίνοντας το παρελθόν. Από κοντά, κάμποσες ισχυρές δόσεις πατρίδας, που διοχετεύουν από τηλεοπτικές οθόνες επικίνδυνοι πατριδοκάπηλοι, υπέρμαχοι του «εθνικού» και του «υγιεινού» τρόπου ζωής.

 

Νεκροζώντανοι νοσταλγούμε μιαν Ελλάδα, που ούτε λίγο ούτε πολύ προσομοιάζει μ’ ένα αλώβητο –πριν από την άναρχη ανοικοδόμηση σε χωράφια του πουθενά- τοπίο αγροτικής ενατένισης, ενώ άμα σοβαρευτούμε και απολέσουμε τη συναισθηματικού τύπου προσέγγιση, συνειδητοποιούμε πόση φτώχεια, πόση εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, πόσο κυνηγητό, πόσα βασανιστήρια και πόσες φυλακίσεις πέρασαν δικοί μας άνθρωποι, που τους κόλλησαν τη ρετσινιά του ανθέλληνα λόγω διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών.

 

«[…] Το γούστο μου ήταν πλέον απλό, ανεπιτήδευτο, λαϊκό. Φτηνό κατά τη γνώμη των στετ. Δώστε μου μια παγωμένη μπίρα, μια ζουμερή μπριζόλα και μια μελαχρινούλα στρουμπουλή -που να το λέει η καρδιά της- και πάρε μου την ψυχή», αφηγείται ο Μηνάς Αβλάμης, εγκλωβισμένος στη μιζέρια της κερκυραϊκής επαρχίας, προσπαθώντας να αποδράσει με τα «εστέτ» ακούσματα του Μπετόβεν, του Σούμπερτ και του Άλφρεντ Σνίτκε.

 

Ο ήρωάς μας αποχωρεί από το παλιό τέλμα της χαρμόσυνης αυταρέσκειας με ορίζοντα αφίσας τροπικής παραλίας με κοκκοφοίνικες, και το έχει αντικαταστήσει με το νέο τέλμα της ιδρωμένης μασχάλης, των ψητών πάνω στη σχάρα, της πεπαχυμένης γυμνής σάρκας. ΄Ωσπου, μία πρόσκληση του δίνει ένα δελεαστικό καμ μπακ στο κοσμικό παλαντζάρισμα, για συμμετοχή σε εκδήλωση-αφιέρωμα του Φιλαναγνωστικού Σύλλογου Κυδωνίας, μιας ρημαγμένης πρώην κλωστοϋφαντουργικής επαρχιακής πόλης της Δυτικής Μακεδονίας.

 

Από εδώ και πέρα, το μπουρλέσκ και το καρναβαλικό στοιχείο μπουκάρουν απρόσκλητα στη σκηνή της ζωής και της λογοτεχνίας και δεν αφήνουν τίποτα όρθιο. Ο Χ.Α. Χωμενίδης με μαεστρία, μετερχόμενος μακροσκελείς εξαντλητικές περιγραφές, εξονυχιστικά ακριβείς -ψυχολογικού τύπου- διαλόγους-, με κρίσιμες σχολιαστικές κινήσεις, κουρδίζει και αποκουρδίζει, δομεί και αποδομεί, θεμελιώνει και ξεθεμελιώνει όλο το κατ’ επίφασιν «δημοκρατικό» μεταπολιτευτικό μας ήθος. Στην επιφάνεια κινείται ένα ματαιόδοξο πρόσωπο, το οποίο εξακολουθεί μέσα στην αποχώρησή του από τα συγγραφικά δρώμενα, να προσδοκά μια θορυβώδη επαναφορά, αλλά καταλαβαίνει και ο ίδιος ότι δεν είναι δυνατόν να επαναλάβει τη φενάκη της κοινωνίας του θεάματος.

 

Η μορφή του λαμόγιου-βλαχοδήμαρχου-επιχειρηματία, αλλά και όλα τα πρόσωπα, τα οποία αναδύονται μέσα από την ελληνική περιφέρεια, είναι γελοία και αστεία, εγκλωβισμένα στην ηθική του συμφέροντος, μικροπρεπή, μικρονοϊκά, ξεφτίδια από ένα κέντημα λαϊκής τέχνης, φαντασμένα, καιροσκοπικά.

 

Το παιχνίδι που σκηνοθετούν στον Μηνά Αβλάμη είναι το τράβηγμα ενός καρναβαλιού μέσα και εκτός των ορίων του. Με μία διαφορά: ο Χ.Α. Χωμενίδης εξαρθρώνει το είδος, αφού τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα δεν έχουν την αίσθηση της καρναβαλικότητάς τους, αφού δεν συμμετέχουν στα δρώμενα ως καρναβαλιστές. Ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στον αναγνώστη κι ο τελευταίος αντιλαμβάνεται ότι οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες είναι τσιμεντωμένοι στη γελοιότητα και την αστειότητά τους, όπως άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής, της χθεσινής και της μέλλουσας ελληνικής κοινωνίας.

 

Το μυθιστόρημα «Νεαρό άσπρο ελάφι», παρά την κρούστα ελαφρότητας που διαθέτει, δεν μένει αποκλειστικά στην ηθογραφία της Ελλάδας-Επαρχίας, αν και εκμεταλλεύεται στο έπακρο αυτό το υλικό για να δυναμιτίσει τα ήδη σωριασμένα ερείπια και να τα μετατρέψει σε χιλιάδες κομματάκια ελληνικής ανηθικότητας.

 

Είναι ένα βιβλίο πένθους, πικρό, δηλητηριώδες, γεμάτο παραίτηση για τους στόχους και την ακύρωσή τους, εθνικά μειοδοτικό, αφού θέτει σε αχρηστία έννοιες όπως πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια. Ο αναρχικός τόνος του και η αναρχική οντολογία του μάς μεταδίδουν την αίσθηση ότι η παθογένεια είναι περισσότερο παθογενής από αυτή που φαίνεται.

 

Η τελευταία πρόταση του «Νεαρού άσπρου ελαφιού», «Μαζί της είχα αναστηθεί κι εγώ», δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία επίκληση του Χ.Α. Χωμενίδη στην ψυχική ανάταση, να φύγει, να ξεφύγει, να βγάλει φτερά και να πετάξει σ’ έναν υλικό ουρανό χωρίς τίποτα το υλικό. Αυτό που αισθάνεται, το αισθάνονται κι άλλοι/ες. Δεν είναι μόνος του. Αυτός το έζησε, το έγραψε και το μοιράστηκε. Από τη ζωή στη λογοτεχνία. Από τη λογοτεχνία στη ζωή. Πουλί πετούμενο.