Οι κλασικοί ξανάρχονται σε νέες και φιλολογικά επιμελημένες εκδόσεις. ‘Ετσι, μας δίνεται η ευκαιρία να (ξανα) διαβάσουμε το μυθιστόρημα «Το αγριολούλουδο» του Παύλου Νιρβάνα και τα χρονογραφήματα «Σελίδες της επανάστασης» του Μαξίμ Γκόρκι.

Τους πρόλογους για τη ζωή και το έργο των δύο συγγραφέων τους υπογράφει ο συνάδελφος Βασίλης Κ. Καλαμαράς. Τα δύο βιβλία, τα οποία αυτή την εβδομάδα τοποθετήθηκαν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νίκα» που φέτος συμπληρώνουν ακριβώς εβδομήντα χρόνια ζωής.

Ο Παύλος Νιρβάνας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη) γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του.

Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών.

Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά Σφαίρα και Πρόνοια.

Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νιρβάνα στα γράμματα τοποθετείται το 1884, οπότε εξέδωσε την ποιητική συλλογή Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου και παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα (στις εφημερίδες Άστυ, Ακρόπολη και από το 1905 στην Εστία με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος) και κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (Τέχνη, Παναθήναια, Νέα Εστία, Το Περιοδικόν μας, Ασμοδαίος, Μη χάνεσαι κ.α.).

Σε νεαρή ηλικία πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού Αθήναι ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς των δώδεκα. Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο Παγά λαλέουσα (1907) ενώ έγραψε επίσης μελέτες, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον Κνουτ Χάμσουν.

Ο Παύλος Νιρβάνας τοποθετείται τόσο χρονικά όσο και βάσει του συνόλου του έργου του στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή από τις σελίδες της Τέχνης του Κώστα Χατζόπουλου, όπου υπήρξε συνιδρυτής. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα.

Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος.

Το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλε στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Σπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι.

Το “Αγριολούλουδο” (1924) είναι το πιο δημοφιλές έργο του Παύλου Νιρβάνα. Ο ήρωας, ο Άλκης, νεαρός γιατρός από αστική οικογένεια της Αθήνας, ταξιδεύει σ’ ένα ορεινό καταφύγιο στον Αίνο της Κεφαλονιάς, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Μίνα, μια φθισική, νέα και πανέξυπνη γυναίκα. Εκεί, σ’ εκείνο το ασύγκριτου κάλλους τοπίο, γνωρίζει το “αγριολούλουδο”, τη Μαρία, την απόλυτη, την ιδανική, την πρωτογενή γυναικεία ομορφιά. Όταν όμως ο Άλκης αποφασίζει να αγνοήσει τις μεταξύ τους κοινωνικές διαφορές και να “μεταφυτεύσει” το άνθος αυτό στην πρωτεύουσα -εκεί όπου ευδοκιμούν οι συμβάσεις και η ιδιοτέλεια-, τότε η ομορφιά της Μαρίας θαμπώνει, μαραίνεται και χάνεται…

Ο Μαξίμ Γκόρκι θεωρείται εισηγητής και θεμελιωτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού κι ενεργό πολιτικό στέλεχος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ ή Πεσκόφ, ενώ το Γκόρκι το επέλεξε ως ψευδώνυμο επειδή σημαίνει πικρός. Αντιτάχτηκε πολλάκις στο τσαρικό καθεστώς και πέρασε πολύ καιρό στις φυλακές ή στην εξορία.

Γεννήθηκε από φτωχούς γονείς, στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ στις 28 Μαρτίου 1868 και πέθανε στη Μόσχα στις 18 Ιουνίου 1936. Στα 1873 πεθαίνει ο πατέρας του. Η μητέρα του θα ξαναπαντρευτεί κι ο Μαξίμ Γκόρκι θα μείνει με τον παππού και τη γιαγιά του. Οι ιστορίες, τα παραμύθια κι η τρυφερή παρουσία της τελευταίας άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του.

Αναγκάζεται από τη φτώχεια να φύγει από το σπίτι σε ηλικία μόλις 9 ετών και ν’ αναζητήσει μόνος την τύχη του. Δοκιμάζει διάφορα επαγγέλματα: βοηθός υποδηματοποιού, βοηθός αγιογράφου, λαντζέρης σε καράβι, αχθοφόρος στην Οδησσό, νυχτοφύλακας σε ψαράδικο, φούρναρης, καθαριστής καμινάδων, εργάτης στα χωράφια. Ρακένδυτος, πεζός και πεινασμένος γυρνά όλη τη Ρωσία, γνωρίζει τους ανθρώπους και τη δυστυχία τους για πάνω από 5 χρόνια, κάτι που ήταν εξίσου καθοριστικό για τη μετέπειτα λογοτεχνική αλλά και την πολιτική του πορεία.

Τον Δεκέμβρη του 1887 αυτοπυροβολείται μ’ ένα παλιό πιστόλι στο στήθος. Η σφαίρα θα μείνει στα πνευμόνια του 40 ολόκληρα χρόνια. Η αιτία ήταν μάλλον ο θάνατος της γιαγιάς του. Παρά τις αντιξοότητες αυτές, από το 1892 κιόλας, αρχίζει να εκδηλώνεται η αγάπη του για τη λογοτεχνία. Ξεκινά να γράφει πρώτα για βιοποριστικούς λόγους, επιφυλλίδες σ’ επαρχιακές εφημερίδες. Τότε εργαζόταν στην εφημερίδα Tiflis του Καυκάσου κι ακόμα χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Jehudiel Khlamida, αλλ’ από κείνη τη χρονιά και μετά επιλέγει το Γκόρκι.

Τρία χρόνια μετά, γνωρίζεται με το συγγραφέα Βλαντιμίρ Κορολένκο που του δημοσιεύει το διήγημα, «Τσελκάς» και γνωρίζει κάποιον ενδιαφέρον. Το 1899 οι τυπωμένες συλλογές των διηγημάτων του, γνωρίζουν καταπληκτική επιτυχία. Γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ευρώπη.

Το 1902 η Ακαδημία τον εκλέγει μέλος της. Λίγες μέρες μετά ο Τσάρος Νικόλαος ο Β’ ακυρώνει την εκλογή του, επειδή τα βάζει με τη λογοκρισία του Τύπου που εφαρμόζεται, μ’ αποτέλεσμα οι Τσέχωφ και Κορολένκο να παραιτηθούν.

Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τον Λένιν και γίνονται φίλοι. Τρία χρόνια μετά αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού Νέα Ζωή κι αγωνίζεται για την επανάσταση. Γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Συλλαμβάνεται και κλείνεται στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ, κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1905 κι εκεί μέσα γράφει ένα βιβλίο που φαινομενικά αναφέρεται στην επιδημία χολέρας του 1862, μα ουσιαστικά μιλά για το παρόν. Λογοτέχνες απ’ όλο τον κόσμο κάνουν έκκληση για τη σωτηρία του.

Την επόμενη χρονιά φεύγει στο Κάπρι μέχρι το 1913 κι όταν επιστρέφει συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα που συντέλεσαν στο να ξεσπάσει η επανάσταση του 1917 και συμμετέχει ενεργά και σ’ αυτήν. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το δωμάτιό του στην Πετρούπολη είχε γίνει καταφύγιο μπολσεβίκων. Μέχρι να ξεσπάσει η επανάσταση, δεν του επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τη χώρα.

Δυο βδομάδες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, τον Οκτώβρη του 1917, έρχεται σε σύγκρουση με τα ηγετικά στελέχη του κόμματος. Γράφει χαρακτηριστικά:

«Οι Λένιν και Tρότσκι δεν έχουν οιαδήποτε ιδέα για την ελευθερία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλοτριώνονται ήδη από το βρωμερό δηλητήριο της εξουσίας. Αυτό είναι ορατό από την επαίσχυντη ασέβεια στην ελευθερία του λόγου αλλά κι όλων των άλλων αστικών ελευθεριών για τις οποίες η δημοκρατία πάλεψε».

Τον Αύγουστο του 1921 συλλαμβάνονται οι φίλοι του λογοτέχνες, Νικολάι Γκουμιλιόφ κι η σύζυγός του Άννα Αχμάτοβα για φιλομοναρχικές τάσεις. Γυρίζει εσπευσμένα στη Μόσχα πετυχαίνοντας να τους λευτερώσει με προσωπική διαταγή του ίδιου του Λένιν, μα όταν σπεύδει να τους δει, διαπιστώνει πως ήδη έχουν πυροβολήσει θανάσιμα τον Νικολάι. Κοντά σ’ αυτά έρχεται η επιδείνωση της υγείας του, μια παλιά φυματίωση από τον καιρό που γυρνούσε στους δρόμους, και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, μεταναστεύει ξανά στο Κάπρι για λόγους υγείας. Τούτη τη φορά θα μείνει μέχρι το 1929.

Επιστρέφει στη Ρωσία κατά διαστήματα και δέχεται τιμές από τον Στάλιν. Τ’ όνομά του δίνεται σε κεντρική λεωφόρο και μετονομάζεται και η γενέτειρά του, επίσης ένα από τα μεγαλύτερα αεροπλάνα της εποχής στη Ρωσία, το Τουπόλεφ 20 ονομάζεται Γκόρκι, όπως κι ένα μεγάλο πάρκο μες στο κέντρο της Μόσχας. Είναι γεγονός πως το κόμμα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τ’ όνομά του για να προωθήσει την προπαγάνδα του στον έξω κόσμο.

Το 1936 πεθαίνει ξαφνικά κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Οι Στάλιν και Μολότωφ, ήταν από κείνους που μετέφεραν το φέρετρό του στην κηδεία. Η δε γενέτειρά του ξαναπήρε την προηγούμενή της ονομασία (Νίζνι-Νόβγκοροντ) το 1990, μετά την πτώση του κομμουνισμού.

Μέσα από τις «Σελίδες της Επανάστασης», ο συγγραφέας των προλετάριων παραθέτει μια σειρά από χρονογραφήματα, δημοσιευμένα σε εφημερίδες της εποχής.

Πίσω από τις κοφτερές του λέξεις, ο αναγνώστης βλέπει μια Ρωσία που μαστίζεται από την αμάθεια, τη βία και τη φτώχεια. Ο Γκόρκι, που ονειρεύεται μια χώρα γεμάτη φως, δε διστάζει να γράψει για αλήθειες που πονάνε. ∆εν εξιδανικεύει πρόσωπα και καταστάσεις, δεν ωραιοποιεί την Επανάσταση που έμελλε να αλλάξει τη Ρωσία.

Κάθε μία από τις «Σελίδες της Επανάστασης» είναι πολύτιμη. ∆ιδάσκει, νουθετεί και, πιο επίκαιρη από ποτέ, παρακινεί τον σύγχρονο άνθρωπο στη δική του Νόβαγια Ζιζν (Νέα Ζωή).

«Την ηθική των αφεντικών την αντιπάθησα όσο και την ηθική των δούλων. Μια τρίτη ηθική έβλεπα να διαμορφώνεται μέσα μου. ∆ίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται», πίστευε ο Μαξίμ Γκόρκι.