ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Από το δοσμένο με τρυφερότητα και δύναμη «Δάσος»  στο τραγικό δράμα ενός σύγχρονου ήρωα στον « Κόκκινο δάσκαλο» και το εξομολογητικό πορτρέτο ενός τρανσέξουαλ.

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

Το μεταναστευτικό, μέσα από την ανάγκη προσωπικής ευθύνης και αλληλεγγύης σ’ ένα διαρκώς συρρικνωμένο πλανήτη που ανήκει σε όλες και σε όλους μας, είναι το θέμα του δοσμένου με τρυφερότητα, και αμεσότητα πολωνικού ντοκιμαντέρ, «Δάσος» της Λίντια Ντούντα (Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα). Σ’ ένα από τα αρχαιότερα δάση της Ευρώπης, στα σύνορα όπου η Πολωνία συνορεύει με τη Λευκορωσία, μετακομίζουν η Άσα και ο Μάρεκ, μαζί με τα τρία παιδιά τους, σ’ αναζητηση μιας καλύτερης ζωής κοντά στη φύση.

Η ειδυλλιακή ζωή στο αγρόκτημα, με κότες, με μελίσσι (με τα παιδιά να βοηθάμε στη συλλογή του μελιού), με τους βίσωνες να περιφέρονται ελεύθεροι, αρχίζει να ανατρέπεται όταν η οικογένεια αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως στο δάσος διασχίζουν ταλαίπωροι μετανάστες σ’ αναζήτηση καταφυγίου και περάσματος σε χώρες έτοιμες να τους υποδεχτούν και που, αντίθετα, το πολωνικό κράτος, συλλαμβάνει και αναγκάζει να επιστρέψουν στη Λευκορωσία απ’ όπου προέρχονταν, με τη Λευκορωσία να τους ξανά στέλνει πίσω (ακριβώς όπως είδαμε και στο πρόσφατο συγκλονιστικό φιλμ μυθοπλασίας, «Πράσινο σύνορο» της Ανιέσκα Χόλαντ).

Ένα τραγικό πηγαινέλα που δείχνει το αληθινό πρόσωπο μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν καταφέρνει να βρει το σωστό τρόπο αντιμετώπισης του τεράστιου αυτού ανθρωπιστικού προβλήματος που ταράζει όχι μόνο την Ευρώπη («η Πολωνία υποδέχεται μόνο όσους έχουν λευκό δέρμα» λέει σε κάποια στιγμή ένα πρόσωπο της ταινίας) αλλά και ολόκληρο τον κόσμο και που εκμεταλλεύονται τα διάφορα Ακροδεξιά και νεοφασιστικά κόμματα για να προωθήσουν την ιδεολογία τους. 

Το πέρασμα των μεταναστών, τους οποίους, στο μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας, δεν βλέπουμε αλλά αισθανόμαστε την παρουσία τους, στο δάσος μιας αναποφάσιστης Ευρώπης, επηρεάζει θετικά όλα τα πρόσωπα της οικογένειας, η οποία τους αφήνει τρόφιμα και, μετά το πέρασμα τους (παρόλο που γνωρίζει πως ο νόμος όχι μόνο τους το απαγορεύει αλλά τους υποχρεώνει να καταγγέλλουν την παρουσία τους), καθαρίζει  το χώρο για να μην μείνει κανένα ίχνος για την αστυνομία που τους αναζητεί, με τις ιστορίες και το δράμα τους (μια από τις άρρωστες γυναίκες μετανάστριες εγκαταλείπεται και πεθαίνει όπως μαθαίνουμε στο δάσος) να επηρεάζουν τα παιχνίδια των τριών παιδιών (αν και στα παιχνίδια τους, τα παιδιά αφήνουν τους μετανάστες ελεύθερους για «να πιάσουν κανονική δουλειά», όπως πιστεύουν), με την Άσα κάποια στιγμή να διερωτάται αν τελικά μπορέσουν να ζήσουν κάπου ελεύθερα, σ’ ένα κράτος (κι ένα δάσος, μεταφορικά για την Πολωνία αλλά και τον ίδιο τον πλανήτη μας) όπου θα κυριαρχεί η δικαιοσύνη, η ειρήνη και η αλληλεγγύη, αντίθετα με αυτόν τον «ψευτοπαράδεισό μας», όπως χαρακτηρίζει το δάσος στο οποίο αναζητούσαν μια καλύτερη, ειρηνική ζωή.


Το προσωπικό δράμα του Νίκου Πλουμπίδη, που έφυγε μόνος, συκοφαντημένος και ατιμασμένος, αφηγείται το ντοκιμαντέρ «Ο κόκκινος δάσκαλος» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου («Ανοιχτοί Ορίζοντες»). 

Από τις πιο τραγικές φυσιογνωμίες στην ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, δάσκαλος και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ στην περίοδο της Μεταξικής Δικτατορίας, της Αντίστασης κατά τη Γερμανική Κατοχή και του Εμφύλιου Πολέμου, εκτελέστηκε στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, τον Αύγουστο του 1954, κατηγορούμενος από τις αρχές ως μέλος του παράνομου κομμουνιστικού κόμματος και από το ΚΚΕ ως χαφιές και προδότης από τότε μάλιστα που μπήκε στο κόμμα, που η Ασφάλεια, ο Παπάγος και η αμερικανοκρατία χρησιμοποίησαν «για να οργανώσουν προβοκάτσιες και για να χτυπήσουν το δημοκρατικό μας κίνημα», όπως δήλωνε το ελεγχόμενο από τον Ζαχαριάδη κόμμα.

Κατηγορία που εκμεταλλεύτηκε και η Ασφάλεια πιστεύοντας πως θα απομονώσει τον Πλουμπίδη πριν τον εκτελέσει και να τον κάνει μα στραφεί ενάντια στο κόμμα. Πράγμα που δεν το κατάφερε, με τον Πλουμπίδη, ως την τελευταία στιγμή να αντιμετωπίζει το θάνατο θαρραλέα, χωρίς να δεχτεί να του δέσουν τα μάτια, με τι τελευταίες του λέξεις, «αφήνω ένα τιμημένο όνομα στο παιδί μου». 

Η ταινία καταγράφει, μέσα από υλικό, επίκαιρα, φωτογραφίες, συνεντεύξεις και αφηγήσεις (από τον ίδιο το γιο του Πλουμπίδη), την ιστορία, που μοιάζει με αρχαία τραγωδία, του τραγικού αυτού, «κόκκινου δασκάλου» (όπως είχε γίνει γνωστός στο χωριό όπου είχε αρχίζει να διδάσκει, στη δεκαετία του ‘20, και που είχε πείσει τις μανάδες να στείλουν και τα κορίτσια τους στο σχολείο (πράγμα που μέχρι τότε απέφευγαν):

Από τη συνδικαλιστική του δράση από το 1926 ως μέλος του ΚΚΕ, την παράνομη διαδρομή του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, τη σύλληψη και παράδοση του το 1939 στους Γερμανούς κατακτητές, τη δραπέτευση του το 1942 από την Τρίπολη, όταν αρχίζει να πρωτοστατεί στην ένοπλη αντίσταση στην Αθήνα (περίοδο όταν, διοργανώνοντας ένα μεγάλο συλλαλητήριο, από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις, του ΕΑΜ κατάφερε να αποτρέψει την πολιτική επιστράτευση Ελλήνων και Ελληνίδων για να εργαστούν στη Γερμανία), το ρόλο του επικεφαλής της κομματικής οργάνωσης, μετά τη λήξη του εμφυλίου, τη συνεργασία του με τον Μπελογιάννη και στην ίδρυση της ΕΔΑ (ο ίδιος είχε στείλει δημόσια επιστολή όταν γινόταν οι δίκες του Μπελογιάννη και των συγκατηγορούμενών του στην οποία δήλωνε έτοιμος να παραδοθεί στις Αρχές εάν μετατρεπόταν η καταδίκη της θανατικής ποινής για τους συντρόφους του – επιστολή που η ηγεσία του κόμματος κατήγγειλε ως πλαστή), μέχρι τη σύλληψη του τον Νοέμβριο του 1952 και την καταδίκη του εις θάνατον ως «κατάσκοπος και εχθρός της πατρίδος», με τον Πλουμπίδη να γράφει στο γράμμα που έγραψε πριν από την εκτέλεση του για τον γιο του, να σημειώνει, αναφερόμενος στις κατηγορίες της ηγεσίας του ΚΚΕ. «Να συγχωρέσετε τους κατηγόρους μου». 

 

Το εξομολογητικό, αποκαλυπτικό πορτρέτο ενός τρανσέξουαλ ατόμου παρουσιάζει στο ντοκιμαντέρ του, «Σύλβια Ρόμπυν» (Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Ευαγγελίδη), ο σκηνοθέτης και γνωστός σεναριογράφος («Στρέλλα», «Ξένιος»), Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Το Σύλβια γιατί «έχει ομοιότητες με το Σοφία, το Ρόμπιν είναι απ τον Ρομπέν των Δασών», εξηγεί η μοναχική Σύλβια, που εκείνο που θέλει είναι «να μπορώ να μιλήσω και κάποιος να με ακούει».

 

Το πρόβλημα επαφής κυριαρχεί στο εσωτερικό αυτό, σπαρακτικό, βουτηγμένο σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, ντοκιμαντέρ, με το οποίο διεισδύσουμε στον σκοτεινό, βασανισμένο κόσμο της Σύλβιας. Περιφερόμενη μέσα στα χάλια δωμάτια του σπιτιού της, με τις λούτρινες κούκλες της (αρκουδάκι, που κάθε τόσο μεταφέρει σε μάρσιπο, έναν λούτρινο άντρα που έχει ξαπλωμένο δίπλα της, στο κρεβάτι της, την «Σύλβια» με παρόμοια με τα δικά του μακριά μαύρα μαλλιά) και τα άλλα παιδικά αντικείμενα (το κουκλόσπιτο, το τρενάκι, τον Ντόναλντ Ντακ), η με καταθλιπτική διαταραχή και αυτισμό Σύλβια μας μιλάει για τη ζωή της, τη σχέση της με τη μαμά της, που πέθανε όταν η Σύλβια ήταν μικρή, και με έναν απόντα μπαμπά, τη σχέση της με τον παππού και τη γιαγιά, καθώς και με έναν άντρα, τον Γιάννη, την καταθλιπτική σεξουαλική της ζωή, την περίοδο της σε ψυχιατρείο, την ορμονοθεραπεία της, ταυτόχρονα την παρακολουθούμε να γιορτάζει μόνη, τα γενέθλιά της, με μοναδική παρέα τα λούτρινά της, να στήνει θεατρική παράσταση με την ίδια στο ρόλο του Διγενή, να επισκέπτεται τη Λάρισα και τον τάφο της μητέρας της (ντυμένη καλόγρια και με μάσκα γορίλα), ή δεμένη, μισόγυμνη στα κάγκελα, σκηνές που τονίζουν ακόμη περισσότερο τη μοναξιά της και την ανάγκη επαφής. Το μόνο θετικό, που της δίνει ακόμη την ώθηση για να συνεχίσει τη ζωή της, είναι όταν προς το φινάλε αποδέχεται, με πίκρα κι έτοιμη να διακρύσει, την κατάσταση της, τονίζοντας «το ξέρω ότι ο κόσμος φέρεται άσκημα σε τρανσέξουαλ άτομα, αλλά καλύτερα να το αποδέχομαι και να ζω όπως θέλω».