ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ  

Δυο εξαιρετικά ντοκιμαντέρ για τους αγώνες της γυναίκας για ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

«Γυναίκα, ζωή, ελευθερία», φωνάζουν οι γυναίκες καίγοντας τα ζιχάντ τους στις πλατείες της Τεχεράνης στο συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Ο κλεμμένος πλανήτης μου» (Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα) της Φαραχνάζ Σαριφί (η οποία δυστυχώς δεν μπόρεσε να έρθει στη Θεσσαλονίκη γιατί «δεν έχει διαβατήριο») που προβληθηκε στο φετινό 26ο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.

Ο αγώνας των γυναικών για αναγνώριση ισότητας και ελευθερίας δεν είναι το μόνο σημαντικό θέμα στο φετινό φεστιβάλ. Ο αγώνας της γυναίκας για ελευθερία του σώματός της, η αναγνώριση της διαφορετικότητας, αλλά και γενικότερα ο αγώνας για ισότητα και δικαιοσύνη.

Θέματα που, όπως με το μεγάλο αφιέρωμα του φεστιβάλ στους ΛΟΑΤΚΙ+ και την αφίσα της ταινίας «Αδέσποτα κορμιά» της Ελίνας  Ψύκου (που απεικονίζει μια έγκυο ημίγυμνη πάνω στο Σταύρο), προκάλεσαν συχνά βίαιες αντιδράσεις από ακροδεξιές και θρησκευτικές ομάδες, με την Γενική Διευθύντρια του φεστιβάλ, Ελίζ Ζαλαντό, να απαντά στην επιστολή του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Φιλόθεου, που της ζητούσε να μη χρησιμοποιήσει την αφίσα για τη διαφήμιση της ταινίας, τονίζοντας πως «ο Σταυρός του Κυρίου δεν είναι μόνον ένα σύμβολο πίστης, μια απλή εικόνα που αναπαράγεται στατικά ανά τους αιώνες, αλλά και ένας συμπεριληπτικός τόπος και ένας εν κινήσει τρόπος που αγκαλιάζει τον πεπτοκώτα άνθρωπο, τον πάσχοντα άνθρωπο, τον εσαεί ξένο, τον οποίο οφείλουμε να υποδεχόμαστε με ταπεινότητα, κατανόηση και αγάπη. Με τον ίδιο τρόπο που υποδεχθήκαμε τον Ιησού με τα παρακάτω λόγια του Ύμνου: «δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίνῃ».».

 Ύμνος στον αγώνα των γυναικών του Ιράκ για ισότητα και ελευθερία είναι το ημι-αυτοβιογραφικό αυτό ντοκιμαντέρ της Σαριφί, που καταγράφει τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες της από την εποχή της Ισλαμικής Επανάστασης μέχρι τις μέρες μας, χρησιμοποιώντας ακόμη και με παλιά ντοκουμέντα από την πριν Χομεϊνί εποχή. Για την Φαράχ και τις φίλες της, η ζωή τους στην Τεχεράνη είναι διπλή: από τη μια η ασφαλής ζωή στον δικό της πλανήτη, αυτόν που στο σπίτι της, μαζί με την οικογένειά της, και, από την άλλη, η καταπιεστική ζωή στον «άλλο» πλανήτη, τον «κλεμμένο πλανήτη» της, με τις εκτελέσεις των αντιφρονούντων, την καταστολή (μαζί με δολοφονίες) των διαδηλώσεων και με όλα τα αντιδημοκρατικά μέτρα ενός απολυταρχικού καθεστώτος.  

«Καταφύγιο είναι το σπίτι μου» τραγουδούν σε μια σκηνή η Φαράχ και οι φίλες της. Στο σπίτι όπου, εκτός από το μαγείρεμα, τραγουδούν απαγορευμένα τραγούδια, πίνουν, χορεύουν, γελάνε, χτενίζονται όπως θέλουν, χωρίς να φοράνε την τζιχάντ, παίζουν χαρτιά και διάφορα παιχνίδια, γιορτάζουν όπως θέλουν τα γενέθλια της με νόσο Αλτσχάιμερ μητέρας της. Απολαμβάνουν, με άλλα λόγια, τις μικρές χαρές και απολαύσεις της ζωής, αντίθετα με τον «πλανήτη τους», όπως τονίζει, όπου «αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε κατεχόμενη πόλη». Την αντίστασή τους την εκφράζουν με το χορό, ακόμη και στις αίθουσες των νοσοκομείων στη διάρκεια της πανδημίας (στη διάρκεια της οποίας πολλές πέθαιναν γιατί το κράτος αρνιόταν να δεχτεί φάρμακα από Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ), τα απαγορευμένα τραγούδια, με τις διαδηλώσεις για την ακρίβεια (διαδηλώσεις που αρκετές και αρκετοί την πληρώσουν με τη ζωή τους).

Ακόμη και όταν τελικά φτάνει  στη Γερμανία, όπου της είχε επιτρέπει να πάει για ένα χρόνο, με βάση προγράμματος ανταλλαγών καλλιτεχνών), φίλες της συλλαμβάνονται όταν καίνε τα τζιχάντ σε δημόσια εκδήλωση σε πλατεία της Τεχεράνης, με άλλες να τραυματίζονται (μια από αυτές ναχσκοτώνεται από χτυπήματα στο κεφάλι) σε διαδηλωσεις, με τις οργισμένες γυναίκες να φωνάζουν «θάνατο στον δικτάτορα» «είστε οι χειρότεροι δικτάτορες, σας μισούμε», ενώ σε επιδρομή στο σπίτι της ίδιας η κατάσχεται το αρχείο του «απαγορευμένου πλανήτη» της από την αστυνομία, με τους συγγενείς και φίλους, γυναίκες, άντρες και μικρά παιδιά, να τιμούν τους νεκρούς των διαδηλώσεων χορεύοντας. Για μα καταλήξει με σκηνές που γυρίζει (για πρώτη φορά ελεύθερα) στο Βερολίνο στη μεγάλη διαδήλωση για τη δολοφονία της Μάχσα Αμινί, με τους διαδηλωτές να επαναλαμβάνουν το σλόγκαν «γυναίκα, ζωή, ελευθερία»! 

Τα «Αδέσποτα κορμιά» της Ψύκου εξερευνούν τη «σωματική αυτονομία σε μια Ευρώπη, όπου επιτρέπεται να ταξιδέψεις, να εργαστείς, να καταναλώσεις ελεύθερα αλλά όχι απαραίτητα να ζήσεις ή να πεθάνεις όπως επιθυμείς», όπως αναφέρει το σημείωμα της ταινίας. «Η Ρόμπιν είναι έγκυος, αλλά δε θέλει να γίνει μητέρα. Η Κατερίνα θέλει αλλά δεν μπορεί. H Κική θέλει απλώς να πεθάνει με αξιοπρέπεια. Όμως η άμβλωση, η εξωσωματική γονιμοποίηση και η ευθανασία αντίστοιχα δεν είναι νόμιμες στις χώρες τους».

Αντίθετα με τις προπαγανδιστικές ομιλίες και τηλεοπτικές εμφανίσεις με κείμενα ενάντια στην άμβλωση, με την Ιταλία να γιορτάζει την «Ημέρα της Μητρότητας» και τον τηλεοπτικό παρουσιαστή να μιλάει για διαμελισμό του εμβρύου, οι γυναίκες που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ μιλάνε για την ανάγκη ελευθερίας της χρήσης του σώματος τους. Μία είναι έγκυος αλλά δεν θέλει να γίνει μητέρα, άλλη θέλει να κάνει παιδί αλλά δεν μπορεί να συλλάβει, όλες τους όμως θέλουν να έχουν την ελευθερία να αποφασίζουν τι να κάνουν με το σώμα τους, «κορμί μου, επιλογή μου», όπως τονίζουν αντίθετα με τα φοβιστικά, προπαγανδιστικά θρησκευτικά σλόγκαν «ο σατανάς θέλει ελεύθερες εκτρώσεις».

Όπως και οι αποφάσεις που έχουν να κάνουν με την ευθανασία, την «υποβοηθούμενη αυτοκτονία», όπως την ονομάζουν στην Ελβετία, όπου αναγκαστικά προσφεύγουν όσοι και όσες επιθυμούν να θέσουν τέρμα στη ζωή τους, εξαιτίας ανίατης αρρώστιας που έχει ήδη φτάσει στο τελευταίο στάδιο, στο οποίο μόνο πόνος και απόγνωση έχουν απομείνει.  

Εκείνο που η Ψύκου τονίζει, με ειλικρίνεια, σωστή τεκμηρίωση, συχνά με χιούμορ, αλλά και με πάθος, είναι η ελευθερία της γυναίκας (αλλά και γενικότερα του ατόμου) για τη ζωή και το θάνατο. Σ’ ένα ντοκιμαντέρ που σε αναγκάζει να αντιμετωπίσεις με ανοιχτό μυαλό το πρόβλημα που μερικοί δυστυχώς το εκμεταλλεύονται για πολιτικούς και άλλους, άσχετους, λόγους.