ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Από τα θύματα της ψηφιακής διαφημιστικής απάτης στο ρόλο μιας κινηματογραφικής αίθουσας στη ζωή μιας κοινότητας

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη


Το ρόλο της Google και του Facebook στον σκοτεινό κόσμο της ψηφιακής διαφημιστικής απάτης παρουσιάζει ο Μπάμπης Μακρίδης («Οίκτος», «Birds») στο αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ του, «Unclincable», που είδαμε στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 26ου φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ένα πρώην στέλεχος του χώρου   αποκαλύπτει σε όλες του τις λεπτομέρειες τη διαδικασία της απάτης που αποφέρει τεράστια κέρδη στους εγκληματίες του Διαδικτύου, με την Google και το Facebook να παίρνουν το επίσης τεράστιο μερίδιο τους.

Απάτη που γίνεται προσεκτικά και με μέθοδο, με τους υπεύθυνους να κλείνουν και να ανοίγουν εκατοντάδες διαφημιστικά σάιτ, δημιουργώντας ψεύτικο περιεχόμενο και ψεύτικο αριθμό επισκεψιμότητας για την απόσπαση χρημάτων, με τρόπους που είναι πολύ δύσκολο να αποκαλυφθούν (γι’ αυτό και, όπως λέει σε μια στιγμή ο παρουσιαστής «ποιος θα μ’ εμποδίσει;»), με πιο ευάλωτους να είναι και τα μεγάλα θύματα της απάτης.

Για να αποδείξει μάλιστα τα επιχειρήματα του, το στέλεχος αυτό πρότεινε, στην προεκλογική περίοδο των αμερικανικών εκλογών του 2020 να προετοιμάσει τη διαδικασία αυτής της διαφημιστικής απάτης σε βάρος τόσο του κόμματος των Δημοκρατικών όσο και εκείνο των Ρεμπουπλικάνων. Σχέδιο που καταφέρνει να διεκπεραιώσει τέλεια αποσπώντας διαφημιστικά χρήματα και από τα δυο κόμματα.

Εκτός από την Google και το Facebook, το δυοπώλειο των διαφημίσεων, η ταινία παρουσιάζει μέσα από διάφορες συνεντεύξεις και διάφορα άλλα θύματα της διαδικτυακής διαφήμισης, όπως το Uber, ένα κατάστημα πωλήσεων εξωφύλλων καθώς και ένα πωλητή του δρόμου, βάζοντας το ερώτημα αν τελικά η ψηφιακή διαφήμιση καταστρέφει τη δημοκρατία.

Στην καρδιά ενός δάσους στη Φινλανδία, το πρώην χυτήριο της Καρκίλα, μιας μικρής, 9.000 κατοίκων πόλης, ξαναζωντανεύει, χάρη στον σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι, που φτιάχνει εκεί το πρώτο σινεμά της πόλης, στην ταινία «Σινεμά Λάικα» του Κροάτη σκηνοθέτη Βελίκο Βίντακ στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες»), που το γύρισε ακολουθώντας  το στιλ των ταινιών του Καουρμάκι, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε. 

Η δημιουργία του κινηματογράφου αυτού, με το πρωτότυπο φτιάξιμό του, με ανακυκλωμένο ξύλο,  μέταλλο και μεταχειρισμένα έπιπλα, που, όπως εξηγεί ο ίδιος ο Καουρισμάκι, αποφάσισε να δημιουργήσει μαζί με με τον φίλο του, ποιητή Μίκα Λάτι, ήταν για να αντικαταστήσει την κινηματογραφική αίθουσα που διηύθυνε κοντά στο σπίτι που ζει, και που τελικά κατέληξε στα χέρια ξενοδοχειακής επιχείρησης (μας λέει μήπως κάτι για το «Ιντεάλ» και τις δικές μας αντίστοιχες επιχειρήσεις;).

Κατασκευή που ο Βελίκο Βίντακ παρουσιάζει παράλληλα με σκηνές από την πόλη, με διάφορα ενδιαφέροντα άτομα που ζουν εκεί (ποιητές, μουσικοί, ένας συλλέκτης αυτοκινήτων που αναλαμβάνει να ξεναγήσει τη δημοσιογράφο που παίρνει τις συνεντεύξεις,  και άλλοι καλλιτέχνες), που τους παρακολουθούμε στις διάφορες απασχολήσεις τους:

Να παίζουν μουσική για κάποια ταινία, να  συζητούν για τις ταινίες του Καουρισμάκι, δυο γυναίκες να προχωρούν πάνω σε άλογα συζητώντας την κλασική νεορεαλιστική ταινία, «Κλέφτης  ποδηλάτων» του Ντε Σίκα, που είδαν εκεί και που την απόλαυσαν, ακόμη και χωρίς να καταλαβαίνουν τους διαλόγους, γιατί οι υπότιτλοι ήταν σε άγνωστη τους γλώσσα, με τον Καουρισμάκι και τον Αμερικανό σκηνοθέτη Τζιμ Τζάρμους να λένε τις δικές τους απόψεις για το νέο αυτό σινεμά που ξεκινά και που φέρνει μια άλλη πνοή στη ζωή του τόπου.

Ένα ποιητικό ταξίδι, ένας εξαιρετικός, όμορφος τρόπος για να προβληθεί η ανάγκη της κινηματογραφικής αίθουσας (τη στιγμή μάλιστα που άλλες αφήνονται να κλείσουν) και το σημαντικό ρόλο που αυτή μπορει να παίξει στη ζωή μιας κοινότητας.

Η συνεργασία ανάμεσα σε μια ομάδα φυλακισμένων γυναικών και τρανσέξουαλ ανδρών που δημιουργούν πρώην φυλακισμένα άτομα, με τη μουσική να δίνει μιαν αίσθηση ελπίδας στο δράμα τους, είναι το θέμα του ντοκιμαντέρ «Ρέες» της Λόλα Αρίας, που είδαμε στο Διεθνές Διαγωνιστικό Film Forward τμήμα του φεστιβάλ. 

Η ταινία ξεκινά με τη νεαρή Γιοσέλι, που συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο για διακίνηση ναρκωτικών, να κλείνεται σε φυλακή του Μπουένος Άιρες. Εκεί θα γνωρίσει τον τρανς άντρα, Νάτσο, που έχει τη δική του μπάντα στη φυλακή, καθώς και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας και άλλες φυλακισμένες γυναίκες, πολλές καταδικασμένες σε ισόβια κάθειρξη, άτομα που όλα διατηρούν το κωδικό όνομα «Ρέα». 

Η ταινία παρακολουθεί τα άτομα αυτά μετά την αποφυλάκιση τους (οι σκηνές γυρίστηκαν σε άλλη,  εγκαταλειμμένη φυλακή), ενώ αναπολούν τη ζωή τους, που τη φαντάζονται σαν μιούζικαλ, καταφέρνοντας να δημιουργήσουν, συνδυάζοντας τη φαντασία με την πραγματικότητα, τον τρόπο για μια διέξοδο προς ένα καλύτερο μέλλον. Μπορεί τα μουσικοχορευτικά κομμάτια να έχουν συχνά ένα πρόχειρο στήσιμο, η ζωντάνια όμως, η ενέργεια και το πάθος, μαζί με τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη που σταδιακά δημιουργούν οι γυναίκες αυτές και οι τρανσέξουαλ άντρες, δίνουν στην ταινία την ομορφιά και τη φρεσκάδα της.