ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

 

Από την απώλεια και την προσπάθεια ένταξης στον «πολιτισμό» στο δοσμένο με τρυφερότητα και ειλικρίνεια ντοκιμαντέρ «Άγνωστο τοπίο» στη νοσταλγία και την περιθωριοποίηση στο συγκινητικό «Ξενοδοχείο Μεταλούργκ»   

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου να κάνει έναρξη του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και να απονέμει τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο στον Ισπανό σκηνοθέτη Φερνάντο Τρουέμπα, ξεκίνησε το φετινό φεστιβάλ.

Απονέμοντας το ειδικό βραβείο στον Φερνάντο Τρουέμπα και με αφορμή το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του, «Πυροβόλησαν τον πιανίστα», που αναφέρεται στην εξαφάνιση του διάσημου πιανίστα και συνθέτη  Φρανσίσκο Τενόριο Γιούνιορ στην Αργεντινή  στη διάρκεια της στυγνής δικτατορίας του Βιντέλα και την καταπίεση και τις δολοφονίες του στρατιωτικού καθεστώτος, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε πως «είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα η συγκυρία να βραβεύεται αυτή η ουσιαστικά πολιτική ταινία στο πλαίσιο του φετινού φεστιβάλ, το οποίο αφιερώνει μία από τις πολλές του ενότητες στη συμπλήρωση 50 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στον τόπο μας.

Προσφέρεται, έτσι, μια ακόμη ευκαιρία να διατρανώσουμε την εμπιστοσύνη μας στο μόνο πολίτευμα, στο οποίο δεν νοούνται άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε διακρίσεις και στερεότυπα, περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης, αποστέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με την επίγνωση ότι η δημοκρατία είναι μια εύθραυστη έννοια που οφείλουμε να την καλλιεργούμε, να την υπερασπιζόμαστε και να την προστατεύουμε αδιάκοπα».

Η σχέση και το δέσιμο με τη φύση, η απώλεια αλλά και η προσπάθεια ένταξης στον «πολιτισμό», είναι στο επίκεντρο του δοσμένου με ειλικρίνεια, τρυφερότητα και ευαισθησία ντοκιμαντέρ «Άγνωστο τοπίο» της Νορβηγού Σίλιε Έβενσμου Γιάκομπσεν («Η πίστη και βουνά κινεί»), που είδαμε στο επίσημο Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ.

Η Μαρία, μητέρα τεσσάρων παιδιών, φωτογράφος, λάτρης των ζώων και της φύσης, έχει πείσει την οικογένειά της, μαζί και τον Άγγλο σύζυγο της, Νικ, να ζουν σε αρμονία με τη φύση, μακριά από τον δήθεν πολιτισμό, διδάσκοντας τα παιδιά της στο σπίτι και όχι στο σχολείο. Ο ξαφνικός όμως θάνατος της Μαρίας θα ανατρέψει την κατά τον Thoreau ζωή της οικογένειας, φέρνοντας την αντιμέτωπη με διάφορα προβλήματα, αναγκάζοντας την να επιστρέψει στον πολιτισμό. 

Η Γιάκομπσεν αναπλάθει την ειδυλλιακή ζωή της οικογένειας κοντά στη φύση, με βάση τις φωτογραφίες που άφησε η ίδια η Μαρία, ενώ παρακολουθεί τα διάφορα πρόσωπα, ιδιαίτερα τα παιδιά, στις καθημερινές τους ασχολίες και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τη ζωή (παιδιά έξυπνα, με συνεχή, εύστοχα ερωτήματα για τη ζωή), με ένα τρόπο ήρεμο, κοντά στα ζώα (με την ίδια ηρεμία το μικρότερο παιδί αντιμετωπίζει και το σφάξιμο μιας αγελάδας, αναγκαίας για τη διατροφή της οικογένειας), με τις γνώσεις που αποκτούν, μια, με ωραία φωτογραφία, λεπτομερής καταγραφή, παράλληλα με τον πόνο της απώλειας της μητέρας. Με την μητέρα να είναι πάντα παρούσα στις σκέψεις, τις αποφάσεις και τις πράξεις τους (σε μια από τις όμορφες σκηνές παρακολουθούμε την οικογένεια να γιορτάζει τα γενέθλια της νεκρής Μαρίας).

Ενώ ο περνάει ο χρόνος, ένα από τα παιδιά θα φύγει, το κανονικό σχολείο θα διεισδύσει σταδιακά στη ζωή των άλλων παιδιών (με τις αρχικά τρεις μέρες τη βδομάδα να αυξάνονται), οι δεσμοί όμως δεν θα χαθούν, όπως με λεπτότητα, ευαισθησία και διορατικότητα δεν παύει να καταγράφει η Γιάκομπσεν.

 

Η νοσταλγία, η δυσκολία ένταξης σε μια νέα κοινωνία αλλά και ένα είδος εσωτερικής μετανάστευσης, είναι τα βασικά θέματα της συγκινητικής  αυτής ιστορίας του ντοκιμαντέρ «Ξενοδοχείο Μεταλούργκ», που γύρισαν ο Γκεόργκε Βαρσιμασβίλι και η Ζαν Νουσί, που προβληθηκε στους «Ανοιχτούς ορίζοντες».

Η ταινία παρακολουθεί πέντε οικογένειες, από μόνες γυναίκες και τα παιδιά τους, που, μετά τον πόλεμο του 1993, ανάμεσα στη Γεωργία και τις ρωσικές δυνάμεις, όταν η Γεωργία έχασε την επαρχία της Αμπχαζίας, που, εκδιωγμένοι έφυγαν από τον τόπο τους και βρήκαν καταφύγιο σε διάφορα εγκαταλειμμένα ξενοδοχεία. Τριάντα χρόνια αργότερα, οι οικογένειες αυτές, στο περιθώριο πια της κοινωνίας, εξακολουθούν να ζουν στο σε πλήρη αποσύνθεση Ξενοδοχείο Μεταλούργκ, όταν ειδοποιούνται πως ένας επενδυτής αγόρασε το κτίριο κι έτσι η κυβέρνηση της Γεωργίας αποφάσισε να παραχωρήσει στον κάθε κάτοικο του ξενοδοχείου από ένα διαμέρισμα.

  

Οι δυο σκηνοθέτες καταγράφουν, τη μελαγχολική ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία οι εγκαταλειμμένες από συζύγους ή χήρες γυναίκες περνούν τις τελευταίες μέρες τους στο ερειπωμένο αυτό (κάποτε κομψό κι ελκυστικό) κτίριο, μιλούν για τις παλιές καλές μέρες, τότε που παρακολουθούσαν ένα τοπικό κινηματογραφικό φεστιβάλ, παρασυρμένες από έναν απλό Κλοντ Βαν Άνταμ κι εντυπωσιασμένες από μια πανέμορφη Ιταλίδα σταρ, με μια σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία γυναίκα που τώρα υποφέρει από άνοια να πιστεύει πως επιστρέφει στην Αμπχαζία, με τα παιδιά να παίζουν εγκαταλειμμένα και μόνα τους («κάποτε», θα πει ένα από αυτά στη μητέρα του, «είχα τόσους φίλους, όταν ολόκληρος ο όροφος ήταν γεμάτος από οικογένειες»), στους έρημους διαδρόμους και την κατεστραμμένη είσοδο και που τώρα χρησιμοποιείται περιστασιακά από νιόπαντρα ζευγάρια που θέλουν να βγάλουν φωτογραφίες, με τα γαμήλια φορέματά τους, σε διάφορους χώρους του ξενοδοχείου, με τις οικογένειες να δείχνουν τώρα απρόθυμες να το εγκαταλείψουν («δεν μπορώ να συνεχίσω να είμαι μετανάστρια», θα πει μια από αυτές), ψυχολογικά απροετοίμαστοι για μια νέα αλλαγή αλλά και με τη, δυστυχώς απραγματοποίητη, ελπίδα επιστροφής στην αγαπημένη τους Αμπχαζία.