ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Από το συγκλονιστικό, οικολογικό ρουμανικό ντοκιμαντέρ σ’ ένα ελληνικό συναρπαστικό δικαστικό θρίλερ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη


O ξεριζωμός από ένα σπίτι με το οποίο είσαι δεμένος, που πρωτοείδαμε στο ντοκιμαντέρ «Ξενοδοχείο Μεταλούργκ», επιστρέφει, με διαφορετικό τρόπο, στο συγκλονιστικό, δοσμένο με ευαισθησία και αγάπη, οικολογικό ρουμάνικο ντοκιμαντέρ «Το μέρος που κοιμόμασταν» του Ματάους Βέρλε, που είδαμε σήμερα στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 26ου φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης. Πρωταγωνιστής εδώ είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Βαλέρια, μοναδική κάτοικος ενός μικρού χωριού στη Ρουμανία, που έχει ερημώσει από εκατομμύρια τόνους λάσπης από το γειτονικό ορυχείο χαλκού (που άνοιξε στη διαφημιζόμενη από το κομμουνιστικό καθεστώς «εποχή Τσαουσέσκου»), έχοντας πλημμυρίσει τον τόπο, ανεβάζοντας τη στάθμη της τοπικής μολυσμένης λίμνης και καταπνίγοντας τα πάντα στο πέρασμα τους. Επίμονη, δυνατή, με θάρρος και στωικότητα, η Βαλέρια συνεχίζει τη ζωή της εκεί, συντροφιά με την Πένουα, την αγαπημένη της, χαριτωμένη και πειθήνια αγελάδα, και το πιστό σκυλί της Ντούρι, μαγειρεύοντας, αρμέγοντας την Πένουα, κάνοντας βόλτες σε ένα  δυστοπικό τοπίο που βρίσκεται κοντά το σπίτι της.

Με εικόνες, εικαστικά λαμπρές (η φωτογραφία είναι του Μόριτζ Ντέλερ), με τοπία που μοιάζουν περισσότερο με εξωγήινα (σε μια από αυτές, που βλέπουμε αρχικά στα πρώτα πλάνα, βλέπουμε ένα καμπαναριό θαμμένο στη λάσπη, που αργότερα ξαναβλέπουμε θαμμένο στο χιόνι, και που τελικά αναγνωρίζουμε πως είναι τμήμα της υπόλοιπης,  θαμμένης στη λάσπη εκκλησίας), ο Ματάους Βέρλε καταγράφει με λεπτομέρεια και ξεχωριστή αγάπη τόσο το τραπέζι της αποχώρησης που προσφέρει η Βαλέρια σε συγγενείς (γιο, νύφη και παιδιά) και παλιούς συγχωριανούς καθώς και το άδειασμα, στο φιναλε, του σπιτιού από τα έπιπλα, τα ρούχα και τα διάφορα αναγκαία αντικείμενα (ενθύμια και φωτογραφίες) που επιλέγει η Βαλέρια για να μεταφέρει στο σπίτι του γιου της, που θα την φιλοξενησει.

Σε ένα από τα πιο ωραία, συγκινητικά πλάνα, βλέπουμε την Βαλέρια, λυπημένη αλλά δυνατή και με αξιοπρέπεια, να παρακολουθεί από το παράθυρο το κάψιμο άχρηστων  επίπλων και άλλων αντικειμένων που δεν θέλει να πάρει μαζί της. «Δεν φανταζόμουν, ποτέ στη ζωή μου, έτσι τα γεράματα», μας λέει κάποια στιγμή προς το τέλος, «να είμαι μια ξεριζωμένη» – αξίζει να αναφέρω πως όλη η αφήγηση off που ακούμε ενώ παρακολουθούμε την Βαλέρια στις διάφορες απασχολήσεις της, είναι της ίδιας, που όπως πληροφορούμαστε στους τίτλους του φιναλε, πέθανε το 2023. 

Υπάρχει μια πολύ όμορφη, καθησυχαστική (η μόνη δυστυχώς εξαιτίας της πορείας των δικαστικών εξελίξεων που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας ) σκηνή στο αποκαλυπτικό, συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «142 χρόνια» (στο τμήμα « Ανοιχτοί Ορίζοντες») του γνωστού δημοσιογράφου Στέλιου Κούλογλου, όπου βλέπουμε τους διασωθέντες μετανάστες (παιδιά, γυναίκες και άντρες), στο σκάφος του λιμενικού, έχοντας τελικά συνέλθει, ύστερα από ένα οδυνηρό, εφιαλτικό ταξίδι σε επικίνδυνη βάρκα στη θάλασσα, να ξεσπάνε σε χορό και τραγούδι από την ανέλπιστη χαρά τους.

Γιατί ότι βλέπουμε στην υπόλοιπη ταινία είναι ένα εφιαλτικό δικαστικό  θρίλερ γύρω από την υπόθεση τριών αθώων μεταναστών, με τον ένα να έχει καταδικαστεί ως διακινητής σε 142 χρόνια (!) φυλάκιση και τους άλλους δυο για 50 χρόνια ο καθένας, όταν, όπως αναφέρει ο καταδικασμένος σε 142 χρόνια Αμίρ, στη φυλακή μέσα υπάρχουν δολοφόνοι και βιαστές που εκτίουν ποινή λιγότερη από 16 χρόνια! Την υπόθεση τους έχει αναλάβει ο διασώστης Ιάσωνας Αποστολόπουλου, γνωστος για τους εκατοντάδες μετανάστες/στριες που έχει διασώσει από πνιγμό στη θάλασσα, και ο οποίος, παρά τα διάφορα δικαστικά και άλλα εμπόδια, και τις παρεμβάσεις τόσο από της αστυνομίας και της Ακτοφυλακής όσο και των αρχών, αγωνίζεται με κάθε δικαστικό και άλλο μέσο για να αποδείξει την αθωότητα τους. 

Στη φυλακή της Χίου κρατείται ο υποτιθέμενος διακινητής Μοχάμαντ από τη Λιβύη, απλός μετανάστης ανέλαβε να οδηγήσει τη βάρκα για μερικές ώρες μέχρι που να την ανακαλυψει η Ακτοφυλακή, όταν ο πραγματικός διακινητής έκανε αυτό που συνήθως κάνουν και όλοι οι άλλοι διακινητές, που μόλις περάσουν το όριο στη θάλασσα που χωρίζει την Τουρκία από την Ελλάδα, πηδάνε στο νερό και κολυμπάνε στην ακτή,  εγκαταλείποντας τους μετανάστες στην τύχη τους, ελπίζοντας πως η Ελληνική Ακτοφυλακή θα τους βρει και θα τους σώσει πριν η βάρκα τους βυθιστεί. Στη βιαστική δίκη που ακολούθησε (όπως μαθαίνουμε αργότερα μέσα σε μια μέρα το δικαστήριο εκδικάζει 25 δίκες!) και με βάση τις πρόχειρες, ανεξέλεγκτες καταθέσεις της τοπικής αστυνομίας, το δικαστήριο, χωρίς καν να δώσει το λόγο στον δικηγόρο υπεράσπισης, καταδίκασε τον κατηγορούμενο Μοχάμαντ σε 50 χρόνια φυλάκιση!

Με παρόμοια βιασύνη καταδικάστηκαν από το δικαστήριο της Λέσβου ο Ακίφ και ο Αμίρ, οι δυο άλλοι κατηγορούμενοι ως διακινητές, ο ένας μάλιστα με οικογένεια, παιδιά και έγκυο γυναίκα και ο άλλος πρώην αστυνομικός από το Αφγανιστάν, που δεν ξέρει καν γιατί βρίσκεται στη φυλακή. Δίκη που αναβλήθηκε τρεις φορές, γιατί στο μεταξύ ο Αποστολόπουλος κατάφερε να βρει αρκετά στοιχεία, ακόμη και να πείσει δυο ξένους Ευροβουλευτές να έρθουν στη Λέσβο και να καταθέσουν υπέρ των κατηγορουμένων, πράγμα που οι αρχές, με τις διάφορες καθυστερήσεις πίστευαν πως μπορούσαν να βρουν τρόπους για να εμποδίσουν την επανεξέταση των μαρτύρων και την αλλαγή της δικαστικής απόφασης.

Στον αγώνα του, ο Αποστολόπουλος φτάνει μέχρι την Ευρωβουλή όπου καταγγέλλει τα εμπόδια και την όλη προσπάθεια των ελληνικών αρχών και της Ακτοφυλακής όχι μόνο για παρεμπόδιση απονομής δικαιοσύνης αλλά και για την τοποθέτηση μεταναστών, που είχαν προηγουμένως διασώσει, να τους τοποθετούν σε βάρκα χωρίς οδηγό και να την εγκαταλείπουν στη θάλασσα με κίνδυνο να βυθιστεί! Πληροφορία που οδήγησαν τις αρχές και τα ελεγχόμενα ΜΜΕ να τον αποκαλέσουν  «προδότη» και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που είχε αποφασίσει να τιμήσει τον Αποστολόπουλο με το Χρυσό Σταυρό του Φοίνικα για την εξαίρετη προσφορά του ως διασώστης, να αποσύρει την πρόταση τα μεσάνυχτα της προηγούμενης μέρας πριν από την απονομή (Βραβείο που απένειμε αργότερα στον διασώστη ο ποδοσφαιρικός όμιλος του  «Πανιώνιου»!). Η κατηγορία βέβαια του προδότη θα απορριφθεί πολύ γρήγορα, όταν οι New York Times πρόβαλαν βίντεο που έδειχναν την Ακτοφυλακή να βάζει τους μετανάστες σε βάρκα και να την εγκαταλείπει  στη θάλασσα! Με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να υπόσχεται, σε συνέντευξη στο CNN, πως θα διατάξει ενδελεχή έρευνα για το επεισόδιο ( κάτι που δεν φαίνεται να έγινε μέχρι σήμερα…)

Ο Κούλογλου χρησιμοποιεί και άλλα στοιχεία, όπως η συνέντευξη με Ιταλούς διασώστες που διηγούνται δικά τους επεισόδια, τη δραματική  οδύσσεια μεταναστών στη θάλασσα, με γυναίκες σεξουαλικά κακοποιημένες από διακινητές στη Λιβύη, έγκυες από βιασμούς, που όταν φτάνουν οι διασώστες τους φωνάζουν, φοβούμενες πως θα πνιγούν, « πάρτε το παιδί μου» (εξηγώντας πως τα χέρια που συχνά βλέπουμε υψωμένα από τους μετανάστες μέσα από τη βάρκα δεν είναι για χαιρετισμό ή κραυγή βοήθειας αλλά για να πάρουν και να σώσουν το παιδί που κρατάνε αγκαλιά).  

Ένα συνεχές μπαράζ από εικόνες αφόρητες, συνταρακτικές, που φαίνονται απίθανες αλλά εφιαλτικά πραγματικές, σε ένα ντοκιμαντέρ που του αξίζει μια όσο το δυνατό πιο πλατύτερη προβολή για να μη ξεχνάμε το βασανιστικό δραμα των ανθρώπων εκείνων (γυναικόπαιδων και αντρών), είτε πολιτικά εκδιωγμένων είτε ανέργων και φτωχών, που διακινδυνεύουν τη ζωή τους κι εκείνη των παιδιών τους, με την ελπίδα να βρουν μια καλύτερη, πιο ανθρώπινη ζωή στον παράδεισο που πιστεύουν πως είναι η Ευρώπη!

«Γιατί δεν έρχονται οι άντρες τους», διερωτόταν μια γυναίκα της Ερεσού στη Λέσβο στη δεκαετία του ‘70 όταν έβλεπε ομάδες νέων γυναικών να καταφθάνουν και να κατασκηνώνουν στην παραλία, στο πολύ ενδιαφέρον και κατατοπιστικό ντοκιμαντέρ «Λεσβία» (στο διαγωνιστικό του τμήματος Encounters) της Τζέλης Χατζηδημητρίου («Αναζητώντας τον Ορφέα»). Με μια λεσβία Ιταλίδα, που 40 τόσα χρόνια μετά μιλάει σήμερα μπροστά στο φακό που περιγράψει την έκπληξη της όταν, στην τότε δεκαετία, έφτασε στην Ερεσό και είδε όλες τις νεαρές ξένες λεσβίες μαζεμένες στο καφενείο της πλατείας, διερωτήθηκε, «αλήθεια, αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα, νόμιζα πως βρισκόμουν σε κάποια σκανδιναβική χώρα!». Με την ίδια τη σκηνοθέτρια – που βρέθηκε στη μέση ως ντόπια και ως λεσβία – να μας εξομολογείται πως όταν ήταν 18 χρόνων πίστευε πως λεσβία είναι απλά κάποιο γυναικείο όνομα!

Η απόφαση όλων αυτών των νεαρών ξένων βασικά κοριτσιών (από Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία, Αυστραλία και αλλού) ήταν να φτιάξουν τη δίκη τους κοινότητα που στις δικές τους χώρες αποδέχονταν τη δίκη τους σεξουαλικότητα «πίσω από κλειστές πόρτες», όπως εξομολογείται μια από αυτές. Ήταν αναπόφευκτο κάποτε η Σαπφώ και τα ποιήματα της (στα οποία ενδιάμεσα  αναφέρεσαι η Χατζηδημητρίου) να τραβήξουν τις ομοφυλόφιλες γυναίκες που αναζητούσαν ένα είδος «στέγης» που δεν έβρισκαν στη χώρα τους και πού καλύτερα από τη γενέτειρα της Σαπφούς; Γι’ αυτές, όπως αναφέρει η Ιταλίδα, στην Ερεσό «άνοιγε μπροστά μου ένας νέος κόσμος».

Ένας κόσμος αρχικά στην παραλία, όπου οι γυναίκες περιφέρονταν και έκαναν μπάνιο γυμνές, όπου στο σώμα τους (όμορφο πάντα, από τη στιγμή που δεν υπήρχε ανδρική ματιά), σύγκριναν τις ουλές τους και αισθάνονταν ελεύθερες και ασφαλείς. Εκεί θα δημιουργηθεί η φιλιά, η συνεργασία και η ομαδικότητα, «κάτι σαν αδελφότητα», όπως το χαρακτηρίζει μια από αυτές.

Αρχικά, η κλειστή κοινωνία του χωριού θα βρίσκεται αναπόφευκτα εναντίον τους. Όχι τόσο, επειδή, όπως λέει χιουμοριστικά ένας άντρας της Ερεσού, «εξαιτίας τους χάσαμε τις δικές μας γυναίκες… μείναμε χωρίς γυναίκες», αλλά γιατί η παρουσία τους δεν πρόσθετε τίποτα στον τουρισμό (μαγείρευαν μόνες τους, ζούσαν στην παραλία). Κι σαν να μη έφτανε αυτό, ήταν και προκλητικές («δεν μας υπολόγιζαν», λέει κάποιος άλλος), δεν έδειχναν κανένα σεβασμό, δημιούργησαν το δικό τους μπαρ στην παραλία (το Yellow Bar), φτάνοντας στο σημείο να «καταλάβουν» και την πλατεία όταν η Μαριάννα έφτιαξε εκεί το Marianna’s και λίγο αργότερα, στη «χρυσή δεκαετία» τους, ξεκίνησαν εκεί το μπαρ «Μούσα» και το ξενοδοχείο «Σαπφώ», με το Marianna’s να μετατρέπεται σε χώρο διασκέδασης, με ζωντανή μουσική, fashion shows, ακόμη και θέατρο.

Θα περάσουν χρόνια πριν οι κάτοικοι της Ερεσού από ανώμαλες αρχίζουν να τις αντιμετωπίζουν ως πελάτισσες και τελικά να αποδέχονται την διαφορετικότητα τους. Όπως τονίζει η σκηνοθέτρια δυο είναι οι λόγοι για τους οποίους τελικά έγιναν αποδέκτες: το οικονομικό (βλ. τουρισμό) και η επικοινωνία και κοινωνικότητα. Λόγοι, που μαζί με το ξεκίνημα και την εξέλιξη του στη διάρκεια ιδιαίτερα της πρώτης δεκαετίας, η Χατζηδημητρίου παρουσιάζει μέσα από συνεντεύξεις με τις ίδιες τις γυναίκες 40 χρόνια μετά, με κατοίκους (άντρες και γυναίκες) του χωριού (συχνά και με χιούμορ), με φωτογραφικό και άλλο υλικό, που χάρη στην όλη διεργασία και τον σωστό ρυθμό του, σε κρατάει, στα 78 λεπτά που διαρκεί, καθηλωμένο στη θέση σου!