Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη
Ο Νίκος Κούνδουρος (1926-2017), ο ποιητής της εικόνας, ο οραματιστής, από τους αντικομφορμιστές του ελληνικού κινηματογράφου, άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα το πρωί, σε ηλικία 91 χρόνων.

Από τους πιο σημαντικούς Έλληνες σκηνοθέτες μας, σε μια εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος έψαχνε ακόμη την ταυτότητά του, έβαζε με τις ταινίες του, μαζί με σκηνοθέτες όπως ο Γιώργος Τζαβέλλας και ο Μιχάλης Κακογιάννης, τις βάσεις για ένα καθαρά εθνικό κινηματογράφο που θα βρει το δρόμο του στις δεκαετίες που θ΄ ακολουθήσουν.

Ο Κούνδουρος, που προερχόταν από οικογένεια παλιών πολιτικών και είχε αρχικά σπουδάσει ζωγραφική, αρχίζει να καταπιάνεται με τον κινηματογράφο αμέσως μόλις αφήνεται ελεύθερος από τη Μακρόνησο όπου είχε εξοριστεί, όντας μέλος του ΕΑΜ. Δύο ντοκιμαντέρ, που ο Κούνδουρος γυρίζει για τους σεισμούς στα νησιά του Ιονίου και στη Θεσσαλία απαγορεύονται από τη λογοκρισία και ο σκηνοθέτης στρέφεται, το 1952, στο γύρισμα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του, «Μαγική πόλις» (που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βενετίας), σε σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη.

Στην ταινία του, ο Κούνδουρος αντιπαραθέτει δύο διαφορετικούς κόσμους, εκείνον μιας φτωχοσυνοικίας μικροαστών προσφύγων στην Αθήνα κι εκείνον του «Μάτζικ Σίτυ», της Μαγικής Πόλης του τίτλου (με τις πλατύτερες αναφορές της), ενός υπόγειου σφαιριστηρίου στην οδό Πανεπιστημίου, όπου, κάτω από τους ήχους της αμερικανικής μουσικής και της απομίμησης του αμερικανικού τρόπου ζωής που αρχίζει να εισβάλλει στην Ελλάδα, ο ήρωας μπλέκεται στα γρανάζια των λαθρεμπόρων ναρκωτικών που σκευωρούν για να του φάνε το φορτηγό του. Τόσο το θέμα της ταινίας όσο και ο τρόπος γυρίσματος φέρνουν στο νου τις ταινίες του ιταλικού νεορρεαλισμού, που τότε είχαν κάνει την εμφάνισή τους στις αθηναϊκές σκηνές.

Είναι όμως με την επόμενη ταινία του, «Ο δράκος» (1956, συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βενετίας), ένα μίγμα νεορρεαλισμού και γερμανικού εξπρεσιονισμού, ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, που ο Κούνδουρος θα πάρει τη θέση που του αξίζει στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Το εξαιρετικό σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη καταγράφει το δράμα ενός μικροαστού που, έχοντας αλλάξει προσωπικότητα, οδηγείται στο θάνατό του. Ο «ήρωάς» του (αντι-ήρωας στην πραγματικότητα) είναι ένας φουκαράς υπαλληλάκος που προετοιμάζεται να γιορτάσει μόνος την Πρωτοχρονιά, όταν ξαφνικά ανακαλύπτει ότι μοιάζει καταπληκτικά μ’ έναν εγκληματία, τον ονομαζόμενο «Δράκο της Αθήνας», που καταζητείται από την Αστυνομία. Κυνηγημένος, καταφεύγει σ’ ένα καμπαρέ, όπου συχνάζουν άνθρωποι του υποκόσμου, που, πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο Δράκος, του προτείνουν να αναλάβει την αρχηγία, με τον φουκαρά υπαλληλάκο να αρπάζει την ευκαιρία για να γίνει επιτέλους κάτι.

Πίσω από την ιστορία του δειλού μικροαστού που προσπαθεί απελπισμένα να βγει στην επιφάνεια έστω και με την προσωπικότητα ενός άλλου, ο Νίκος Κούνδουρος παρουσιάζει την τραγωδία του ανθρώπου της εποχής μας. Χρησιμοποιώντας ένα στιλ βασικά εξπρεσιονιστικό (στους φωτισμούς, στα ντεκόρ, στις κινήσεις και το κάπως στιλιζαρισμένο παίξιμο των ηθοποιών), με στοιχεία που φέρνουν στο νου το φιλμ νουάρ, ο σκηνοθέτης μεταφέρει στην οθόνη ένα βασικά ρεαλιστικό φιλμ, που αντλεί τόσο από τις ταινίες του «ποιητικού ρεαλισμού» του Μαρσέλ Καρνέ όσο κι από εκείνες των Ιταλών νεορρεαλιστών, ιδιαίτερα των σκηνοθετών της δεύτερης γενιάς, όπως ο Φελίνι του «Il Bidone».

Ο Κούνδουρος κατάφερε να φτιάξει μια εκπληκτικά ώριμη ταινία, από τις καλύτερες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, συγκλονιστικό σχόλιο πάνω στον απλό, αποξενωμένο, χωρίς καμιά ξεχωριστή προσωπικότητα μέσο άνθρωπο της μεγαλούπολης, που προσπαθεί να ξεφύγει από την ανιαρή, συχνά καταπιεστική, πραγματικότητα της καθημερινής ζωής και τις πιέσεις μιας απάνθρωπης και άδικης κοινωνίας, ζώντας τη ζωή ενός άλλου, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή του. Αξέχαστη παραμένει η ερμηνεία του Ντίνου Ηλιόπουλου στο ρόλο του ασήμαντου, φοβισμένου υπαλληλάκου, ερμηνεία που κατάφερε να δείξει την γκάμα ενός σημαντικού ταλέντου, που συχνά σπαταλιόταν σε απλές, ανιαρές φαρσοκωμωδίες.

Στα προβλήματα των απλών ανθρώπων στρέφεται για ακόμη μια φορά στην επόμενη ταινία του, «Οι παράνομοι» (1959, συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βερολίνου), για να μας δώσει το δράμα μιας χούφτας «παράνομων» , στην πραγματικότητα ανταρτών του εμφυλίου που προσπαθούν να διαφύγουν από τους διώκτες τους – αντάρτες που, δυστυχώς, δεν μπορεί να ονομάσει, εξαιτίας του αντικομμουνιστικού κλίματος της τότε εποχής και της αυστηρής λογοκρισίας που επέβαλλε το παρακράτος. Ταινία με μια εξαιρετική πλαστική ομορφιά, με εικόνες που μοιάζουν με στατικούς πίνακες σ’ ένα έργο που συνθλίβεται κάτω από το συμβολισμό του.

Στο «Ποτάμι» (βραβείο σκηνοθεσίας και μουσικής -στον Μάνο Χατζιδάκι- στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), έχουμε μια σπονδυλωτή ταινία, από τέσσερις διαφορετικές ταινίες, που δένονται μεταξύ τους με τον ποταμό του τίτλου. Ιστορίες που ο Κούνδουρος χρησιμοποιεί για να εκφράσει την εξέγερσή του ενάντια σε διάφορα κοινωνικά ταμπού και που τις παρουσιάζει με αλληλοδιαδοχική αφήγηση, ενωμένες σε ένα σύνολο, οδηγώντας τες, με το παράλληλο μοντάζ, σε ένα ενιαίο, συγκλονιστικό κορύφωμα.

Στην τέταρτη ταινία του, «Μικρές Αφροδίτες» (1963, βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου), σε σενάριο του Βασίλη Βασιλικού, και με εμπορική επιτυχία στο εξωτερικό (ιδιαίτερα στο Λονδίνο), ο Κούνδουρος δείχνει μια στροφή προς ένα «εικαστικό», ποιητικό κινηματογράφο, όπου μεγαλύτερη σημασία δίνεται στις συνθέσεις της εικόνας παρά στο θέμα της ταινίας. Εικαστική αναζήτηση που κυριαρχεί και στο «Πρόσωπο της Μέδουσας» (1967, που θα συμπληρώσει και θα προβάλει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1977, στο Ανεξάρτητο Φεστιβάλ των συνεργαζόμενων σωματείων, με το νέο του τίτλο «Βόρτεξ»). Ερωτική ιστορία πάθους και εγκλήματος, που εκτυλίσσεται σε ένα ξερονήσι, είδος «εικονογραφημένου ψυχογραφήματος, με τους ήρωές του αποκομμένους από κοινωνία, από ιδεολογία, από οικογένεια» (σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη).

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ του «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1975), με επίκεντρο δύο μεγάλες συναυλίες που έγιναν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και στο Στάδιο Καραϊσκάκη το φθινόπωρο του 1974, που ο σκηνοθέτης συμπληρώνει με τις πορείες για την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, την κηδεία του Δώρου Λοΐζου στην Κύπρο, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει ένα είδος επικού ντοκιμαντέρ, εκφράζοντας την πολιτική έξαρση της μεταχουντικής περιόδου.

Στο «1922» (1978), ο Κούνδουρος στρέφεται στο επικό στιλ για να αφηγηθεί τη Μικρασιατική Καταστροφή, με βάση το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη και με επίκεντρο την πορεία μιας ομάδας Ελλήνων αιχμαλώτων των Τούρκων στρατιωτών.

Για να επιστρέψει σε ταινία περιόδου εφτά χρόνια αργότερα, με το «Μπορντέλο» (1985), τη φορά αυτή με φόντο το 1897, περίοδο επέμβασης των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της Ελλάδας, με τον αποκλεισμό της Κρήτης από τις συμμαχικές δυνάμεις. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο πορνείο της Ρόζας Βοναπάρτη (της Μαντάμ Ορτάνς του «Αλέξη Ζορμπά»), όπου μαζεύονται άνθρωποι από όλες τις φυλές του κόσμου. Η κάμερα του Κούνδουρου, με την ίδια λαμπρή εικαστική ματιά που συναντάμε στις άλλες ταινίες του, φωτογραφίζει τα άλλοτε ημίγυμνα και άλλοτε ολόγυμνα σώματα των κοριτσιών του μπορντέλου, επιμένοντας στα ιδρωμένα, αγχωμένα πρόσωπα των πελατών, καταγράφοντας μια κοινωνία, αλλά και έναν ολόκληρο πολιτισμό σε αποσύνθεση.

Το 1992, στην πολύ φιλόδοξη ταινία του «Μπάιρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου», ο Κούνδουρος καλύπτει τους τελευταίους μήνες της ζωής του Άγγλου ποιητή, όταν, εξοστρακισμένος από την αγγλική κοινωνία για την προκλητική ερωτική ζωή του και παθιασμένος με την αγάπη του για την Ελλάδα, καταφτάνει στο πολιορκημένο από τους Τούρκους Μεσολόγγι, τον Γενάρη του 1824, για να πολεμήσει στο πλάι των Ελλήνων. Μέσα σε ντεκόρ όπου κυριαρχεί ένας ομιχλώδης βροχερός χειμώνας (η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στη Ρωσία), με εικόνες στημένες, όπως πάντα, με εξαιρετική εικαστική ομορφιά, ο Κούνδουρος παρακολουθεί από κοντά τον καταραμένο ποιητή του, καταγράφοντας με επιμονή τις διάφορες καταστάσεις στη διάρκεια της βασανισμένης αυτής περιόδου της ζωής του.

Συνολικά, ο Κούνδουρος γύρισε 11 ταινίες, με τελευταίες τους «Φωτογράφους» (1998) και «Το πλοίο από την Παλαιστίνη» (2012) – το τελευταίο αγγλικής παραγωγής, σε δικό του σενάριο. Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε από το φεστιβάλ «Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου» και την Εταιρία Ελλήνων Σκηνοθετών.