Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Ο ψηλόλιγνος συγκεντρωμένος στον εαυτό του Λάσλο Κρασναχορκάϊ μοιράζει ένα χαμόγελο αμηχανίας με κέντρο τα φέγγοντα γαλανά μάτια του, καθώς διαπιστώνει ότι η αίθουσα, όπου θα μιλήσει για το έργο του είναι γεμάτη.

Η ώρα να προσέλθει έχει έρθει, αλλά διστάζει, μάλλον καθώς δεν γνωρίζει τον χώρο. ‘Οταν δοθεί το σύνθημα από τους συνομιλητές του, την Μικέλα Χαρτουλάρη, τον Γιώργο-‘Ικαρο Μπαμπασάκη και την Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη ανεβαίνει στην έδρα μαζεύοντας τον σώμα του γύρω από την καρέκλα του σαν να θέλει να προστατευτεί από τα βλέμματα. Βλέμματα όλων των ηλικιών και πολλά ανήκαν σε νέους, έτσι για να σιωπήσουν για λίγο οι γκρινιάρηδες οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι οι σύγχρονες γενιές είναι κυρίως σκυμμένες μπροστά σε μιά φωτεινή οθόνη.

«Δεν έχω συγκεκριμένη μέθοδο στον τρόπο, με τον οποίο γράφω», αποφάνθηκε και δεν βρέθηκε ουδεμία και ουδείς να τον αμφισβητήσει. ‘Αλλωστε δεν διακατέχεται από το σύνδρομο να δηλώνει ότι έγραφε από την κούνια του, γιαυτό αρνείται να μιλάει για την συγγραφική του ενηλικίωση μέσα από τεχνικές.

Προτιμάει να μιλάει απλά και θυμάται ότι ήταν ένας άνθρωπος χωρίς ρίζες, εκτοπισμένος, άνευ τόπου, ούτε επί εφαρμοσμένου σοσιαλισμού, ούτε όταν αργότερα βγήκε προς την Δύση, την περίοδο που το σοβετικό τύπου οικοδόμημα βρισκόταν στα τελευταία του.

«Στο πρώτο διάστημα της ζωής ήμουν φτωχός πολύ φτωχός και ήθελα να ζω με τους ανθρώπους που ήταν στο περιθώριο. Δεν ήθελα να έχω γραφείο, κοιμόμουν μέσα στα βαγόνια των σιδηροδρόμων και μία φορά τον μήνα νοίκιαζα ένα δωμάτιο. Κατά τις διαδρομές αυτές, έφτιαχναν ολόκληρες φράσεις στο κεφαλι που, που απλώνονταν σε δέκα-δεκαπέντε σελίδες. ‘Οταν πλέον δεν άντεχα να τις κρατάω στο κεφάλι μου, καθόμουν και τις έγραφα από μνήμης», εξομολογήθηκε.

                            «Ο Γκίνσμπεργκ ήταν ένας σοφός άνθρωπος» 

‘Ηταν ένας νέος, ο οποίος πέρα από τα διαβάσματα της κλασικής λογοτεχνίας, παλαιάς και σύγχρονης, είχε στις τσέπες του πανωφοριού του ποιητικές συλλογές του Κόρσο, του Φερλινγκέτι και το μυθιστόρημα «Στο δρόμο» του Κέρουακ. Το δικό του ουγγρικό «On the road» κρατούσε 220 χιλιόμετρα, όσο η απόσταση της κωμόπολης που έμενε από την πρωτεύουσα την Βουδαπέστη. Αργότερα, όταν θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Αμερική, προσκαλεσμένος της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης, τού προκάλεσε εντύπωση το πόσο απλοί ήταν όλοι αυτοί οι μπιτ ήρωες της εφηβικής και μεταεφηβικής έξαρσης του.

Γνώρισε από κοντά τον Γκίνσμπεργκ σε μεγάλη ηλικία, ο οποίος «είχε γίνει βουδιστής και ένας σοφός άνθρωπος». Επισκέπτηκε το θρυλικό βιβλιοπωλείο «City Lihghts» του σήμερα εκατόχρονου Λόρενς Φερλινγκέτι, αλλά αυτό που συνειδητοποίησε ήταν ότι η εικόνα που είχε δημιουργήσει στη φαντασία του πριν την έξοδο του προς τον  δυτικό οιονεί παράδεισο, ελάχιστη σχέση είχε με την πραγματικότητα. Πήρε τα εύσημα για τα βιβλία του από τον αφωτογράφιστο Τόμας  Πίντσον -η σύζυγος του είναι η ατζέντισσα του Λάσλο Κρασναχορκάι- και ολοκλήρωσε το «Manhattan Project», αφιερωμένο στη αφανή ζωή του Χέρμαν Μέλβιλ, μετά την έκδοση του «Μόμπι Ντικ».

                                   Η συγγραφή, αντίσταση στο mainstream

Γιαυτό σε παροντικό χρόνο, ο 65χρονος Λάσλο Κρασναχορκάϊ, θεωρεί ότι η συγγραφή «είναι μία μορφή αντίστασης στον ομογενοποιημένο πολιτισμό του mainstream. ‘Oταν ήμουν νεότερος, δεν σάς κρύβω ότι ήθελα να πηγαίνω διαρκώς κόντρα στα πράγματα και απολάμβανα το αίσθημα της καταστροφής τους. Στην ηλικία που είμαι θέλω να έχω την μικρότερη σχέση με τον θάνατο».

Γιαυτό στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Η Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω» (μτφρ.:  Μανουέλα Μπέρκι, εκδόσεις Πόλις) μετερχόμενος την ακολουθία Φιμπονάτσι, προσπάθησε να διερευνήσει «τη σχέση του κόσμου μας με την τέχνη και την ομορφιά, γιατί ήθελα να ζήσω στην αυτοκρατορία της ομορφιάς. Κι αυτή την προσεγγίζω με την μελωδία των φράσεων, χωρίς να ακολουθώ -όπως προείπα- συγκεκριμένη μέθοδο. Με ρωτάτε για τον μακροπερίοδο λόγο μου, κι έχω να σας απαντήσω ότι όταν μιλάμε με συναισθηματική φόρτιση, δεν κάνουμε οικονομία στα λόγια.  Απεναντίας, οι σύντομες φράσεις δεν είναι κάτι το φυσιολογικό».

                                «Ο Κάφκα μ’ έκανε συγγραφέα»

Του επεσήμαναν την σχέση του με τον Ζέμπαλντ, την οποία δεν την αρνήθηκε, αφού είχαν υπάρξει στενοί φίλοι, όμως διορθώνει ότι είχε τους διορθώνει, αφού είχε διαμορφώσει την ατμόσφαιρα των βιβλίων του, προτού τον γνωρίσει. «Αυτός ήταν κυνηγός της αλήθειας, εγώ από την πλευρά μου ενδιαφέρομαι για τα ψέμματα», λέει χαμογελώντας, με την πρόθεση να τονίσει ότι τα έργα του είναι ανοιχτά σε ερωτήματα, γιαυτό δεν είναι κλειστά, περιχαρακωμένα, σφραγισμένα με τη βούλα της βεβαιότητας.

«Αν δεν είχα διαβάσει Κάφκα, δεν θα είχα γράψει», απαντάει ότι τον ρωτούν για τους συγγραφικούς του προγόνους. «Δεν είμαι αρχιτέκτονας στα βιβλία μου. Οι ήρωες μου έρχονται και μού χτυπούν την πόρτα». Το τελείωμά ακούγεται σαν κάλεσμα της έξω ζωής.

Τη δύσκολη εποχή του ουγγρικού κινηματογράφου και τη συνεργασία του με τον Μπέλα Ταρ, δεν μπορούσε να λείπει από τις αναφορές αυτού τού λάτρη του Ταρκόφσκι, του Μπέργκμαν και του Φελίνι. Βρισκόμαστε σε μία περίοδο που το καθεστώς έχει λογοκρίνει και έχει απαγορεύσει το σενάριο για την ταινία «Satantango» («Το τανγκό του Σατανά»). «Απαγορεύεται αυτό το βιβλίο να γίνει ταινία» είχε αποφανθεί ο λογοκριτής του κατ’ όνομα σοσιαλιστικού κράτους.  Η περιπέτεια μιας ταινίας που θυμίζει την ζοφερή, σκοτεινή και δυστοπική θεματογραφία του Λάσλο Κρασναχορκάι.