«Κι ο κόσμος πέθαινε, όλο πέθαινε, ολημερίς κι ολονυχτίς, πέθαινε…»

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Η παγκόσμια πανδημία του κορονοϊού μάς έφερε μακριά από την αγορά και τον δημόσιο χώρο. Μα εγγύτερα στον εαυτό μας, στα χαρτιά μας, στα βιβλία μας. Σε ορισμένα παλαιά από τα τελευταία, αναζητήσαμε αν όχι την λύτρωση από την αγωνία ζωής ή θανάτου, τουλάχιστον μια κάποια συναισθηματική ανάπαυλα. Κι εκεί που δεν τον περιμέναμε, βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα εύρημα: στο «Η γρίππη στη Σκύρο», με την υπογραφή του δημοσιογράφου και συγγραφέα Κωνσταντίνου Φαλτάιτς (1891-1944).

Τυπώθηκε σε 63 σελίδες, από το Βιβλιοπωλείον Γ. Βασιλείου και κυκλοφόρησε, το 1919, στην Αθήνα. Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2002-2003 από το Γυμνάσιο-Λύκειο Σκύρου, με χορηγία του Αχιλλέα Εμ. Αυλωνίτη.

«Μέσα στο μικρό αυτό βιβλίο είναι κλεισμένη η μεγάλη συμφορά ενός νησιού. Η αρρώστια που πέρασε σα κακή κατάρα το 1918 πάνω απ’ όλη τη Γη, κι’ άφησε τέτοια σημάδια καταστροφής στη δική μας την Ελλάδα, στο νησί της Σκύρου ξέσπασε μ’ όλη τη φρικαλεότητα που ξέρουμε μόνο στους μεσαιωνικούς λοιμούς. Ήρθεν απότομα, αναπάντεχα, κ’ έφυγε με τον ίδιο τρόπο.

Μέσα σε λιγώτερο απ΄ένα μήνα, όλος ο κόσμος χτυπήθηκε από την αρρώστια, και τα μισά σπίτια του τόπου ρημάξανε και χαθήκανε», διαβάζουμε αποσπασματικά από το προλόγισμα αυτού του χρονικού θανάτου. Η ισπανική γρίππη έχει αποδεκατίσει το μεγαλύτερο νησί των Βορείων Σποράδων, αφού μέσα στα σοκκάκια της, στους δρόμους, στα χωράφια και στα σπίτια της κείτονται νεκροί.

Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου ξεσπά η πάνδημη συμφορά με αποτέλεσμα από τους 3.200 κατοίκους, να νοσούν οι 3.000! Οι εξουθενωμένοι από την αρρώστια κάτοικοι πεθαίνουν ξαφνικά εκεί που τρώνε ένα πιάτο φαγητό, καθώς προσπαθούν να βρουν ανάπαυση, ενώ όσοι έχουν καταφύγει στις εκκλησίες να προσευχηθούν έχουν μείνει με τα χέρια παγωμένα μπροστά στις εικόνες. Γονείς και παππούδες γίνονται αυτοσχέδιοι νεκροθάφτες, αφού μεταφέρουν μέσα στα φέρετρα τα άψυχα κορμιά των παιδιών τους και των εγγονιών τους.

‘Ομως την άλλη μέρα, θα έρθει η σειρά τους, καθώς η πανδημία δεν γνωρίζει από ηλικίες. Μέσα σε λίγες μέρες η μεταφορά των νεκρών θα αποτελέσει το διαρκές σκηνικό μέσα στο οποίο προσπαθούν να ζήσουν όσοι επιβίωσαν Βλέπουν να περνούν από μπροστά τους νεκρά παιδιά μεταφέρονται μέσα σε σκάφες και κοφίνια, κόρες και παλικάρια πάνω σε σκάλες και πόρτες. Το νεκροταφείο δεν έχει ούτε σπιθαμή χώμα να θάψει τους εκλιπόντες, στις εκκλησίες γίνεται το αδιαχώρητο. Και που να βρεθούν φάρμακα και τρόφιμα.

«Τα βραχνό ροχαλητό του βήχα και τα αγκομαχιάσματα»

Ας επιστρέψουμε όμως στον συνταρακτικό λόγο του Κωνσταντίνου Φαλτάιτς:
«Κλειστά όλα τα σπίτια, κι ως έξω στους δρόμους το βραχνό ροχαλητό του βήχα, και τα αγκομαχιάσματα που βγαίνανε από τις πόρτες κι από τα σφαλισμένα τα παράθυρα.
»Και παντού τα κοράκια, που όλο ουρλιάζανε, κι όλο κλαίγανε μαζεμένα κοπάδια και σύννεφα μέσα στους δρόμους του χωριού, και πάνω στα λιακωτά, και στις αυλές, για ν’ απλώνονται ύστερα πάνω στους βράχους του νεκροταφείου, και να κρέμονται ψηλά στο Κάστρο, μουγκό, τρομαχτικό, απαίσιο, με τα χαλάσματά του γεμάτα από τις συντροφιές και τους χορούς των φαντασμάτων.

»Κι ο κόσμος πέθαινε, όλο πέθαινε, ολημερίς κι ολονυχτίς, πέθαινε, χωρίς γιατρούς, χωρίς φάρμακα, χωρίς περιποίηση. Πέθαινε ο ένας πάνω στον άλλο, πεθαίνανε αγκαλιασμένοι, καθισμένοι, πλαγιασμένοι, όρθιοι. Πέφτανε πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο σβησμένο χωρίς ξύλα τζάκι, πάνω σ’ ένα σκαμνί, πάνω στα σκαλοπάτια, κάτω από τα κονίσματα πούχανε γονατίσει να προσευχηθούν.

»Κι άλλοι πεσμένοι στους δρόμους, κι άλλοι στις αυλές, κι άλλοι στους αχυρώνες, κι άλλοι σωρό πάνω στους πεθαμένους δικούς τους κει που τους σαβανώνανε. Και οι ζωντανοί μέσα στη θάλασσα της τρέλλας σηκώνανε τους πεθαμένους και τρέχανε και φεύγανε και πηγαίνανε γλήγοροι σα να θέλανε να ξεφορτώσουν από πάνω τους κανένα μπαούλο, κανένα μπόγο, καμμιά σκάφη με ζύμη ή με ψωμιά.

«Περνούσανε χαμένες οι σκιές των ανθρώπων»

»Μέσα στο θολό σκοτάδι, στα χειμωνιάτικα χαράματα, περνούσανε χαμένες οι σκιές των ανθρώπων και φτάνανε και γινόταν ένας σωρός και ένα κουβάρι έξω από τα κρεοπουλειά.
» Ώρες και ώρες περιμένανε έξω στις πλάκες του δρόμου και στους τοίχους και στις σκάλες των σπιτιών, ν’ ανοίξουνε τα κρεοπουλειά, να πάρουνε μια φούχτα κρέας που θάταν τροφή και φάρμακο σ’ ολάκερη την οικογένεια.

»Με κλειστή την πόρτα, μ’ ένα παραθυράκι ανοιχτό κάποιο κρεοπουλειό, πουλούσε κάθε τρεις και πέντε μέρες μια κατσίκα ή ένα βόδι απ’ αυτά που είχανε χαθεί οι νοικοκύριδές τους, κ’ έξω στο δρόμο, στις σκάλες και στους τοίχους, σωριασμένοι σ’ ένα αναμάλλιασμα οι άνθρωποι που περιμένανε, χύνανε όλα τα παρακάλια τους, τις βρισιές τους, τις βλαστήμιες τους, το θυμό τους, τακ κλάματά τους, τις φοβέρες τους, τ’ αγκομαχητά.

»Άλλοι άρρωστοι, μόλις βασταγμένοι, παράμερα στις αγκονές των σπιτιών και του δρόμου, κοκκαλώνανε κει σ’ ένα κουβάρι, χωρίς να μπορούνε να πλησιάσουνε, περιμένανε άδικα ώρες και ώρες, και φεύγανε πνιγμένοι στο βήχα ή στο αίμα, άδειοι, ρίχοντας τραγικές, γιαλωμένες τις τελευταίες τους ματιές στο μαγαζί και στο μαζεμένο κόσμο που δε θα τον ξαναβλέπανε πιά.

»Κανένας δεν σκεφτότανε τους ανθρώπους αυτούς που γιατί τους έλειπε λίγο κρέας δε θα τους έβλεπαν πια άλλες αυγές, και κανένας δεν είχε περισσευούμενη λύπη να τους λυπηθεί, γιατί καθένας ζητούσε το κρέας για τον εαυτό του, και είχανε δικαίωμα πάνω σ’ αυτό, οι πιο γεροί, οι πιο παλληκαράδες, οι άνθρωποι πούχανε πιο πολλά μέσα στο χασάπη, αυτοί με άλλα λόγια πούχανε και τα πιο πολλά δικαιώματα στη ζωή.»

Η βιβλιοκρισία του Παυλίδη για τον Φαλτάιτς

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει τον κόπο να αναδημοσιεύσουμε την βιβλιοπαρουσίαση του Κύπριου κομμουνιστή συγγραφέα Λεωνίδα Παυλίδη (1890-1957), εκδότη του περιοδικού «Λογοτεχνία» (1 Μαρτίου 1920):

«Σαν έρθει η συφορά, κλαίει, δέρνεται χαμόσυρτο τ’ ανθρώπινο κοπάδι. Του λυώνει τους αρμούς, τα κόκκαλα, του καίει τη σάρκα ίσα με τη ψυχή η φλογόπνοη της συφοράς. Και βογγάει ανέλπιδα, μπήγει στριγγια φωνή ή μοίρεται πνιχτά. Κι η Μοίρα, κακιά, σκληρή μεσιστοφελική, στου νου τα χαλάσματα και στης καρδιάς του τα ρημάδια ρίχνει τη φρίκη, μάνα του χαμού. Μα η Ζωή νικάει τη Μοίρα. Κι έτσι σαν σκοτεινή, η θανατερή διαβεί ανεμοζάλη του κακού, ορθό τ’ ανθρώπινο κοπάδι με γέλια στη ματιά και στην καρδιά λαχτάρα περισσή, χοροπηδάει στο τροφαντό, το νιό γρασίδι. Κι ανακρούονται κατ’ απ’ τον ήλιο της καινούργιας προσδοκίας όλα τα σείστρα του ψυχαλαλαγμού του. Νίκησε τη Μοίρα η Ζωή! Κι αστράφτει στο ξαναζωντάνεμά του η ακατάλυτη αλκή του. Ω! Βλογημένοι χίλιες φορές οι νόμοι που κυβερνάνε τη Ζωή!

» Αυτός είναι κύκλος πού μέσα του εκινήθη — συνειδητά; υποσυνείδητα; ασυνείδητα; —ο κ. Φαλτάιτς στο «χρονικό» του αΰτό, που είναι έργο τέχνης. Η κίνησή του βολική καί πρόσχαρη στό μάτι του καλόβουλου παρατηρητή, του στοχαστικού κριτή. Επιτηδεύτηκε τέχνη ; Δεν τό ξετάζουμε αΰτό, μια καί μπόρεσε νά συνθέσει τό υλικό του, ζεστό καί ματωμένο ακόμα απ’ τον παλμό που τό γέννησε, ισόρροπα καί γερά. Ο μύθος του πλούσιος, ξετυλήγεται απλόχωρα μόλο που πολύκυκλος. Η φόρμα του γιομάτη άπ’ τό βούίσμα των στοιχείων που σφίγγει σπαραχτικά στην αγκαλιά της, κουβέντα του μεστή, δυνατή, συγκινητική καί ένα-βυό σημεία τραγική αληθινά, κάνουν τόν αναγνώστη νά δοκιμάσει, κλείνοντας τό βιβλίο αύτό, τά βαθειά, απολυτρωτικά ρίγη τής καλλιτεχνικής υποβολής.

»Αψεγάδιαστο λοιπό τό »χρονικό» τού κ. Φαλτάΐτς; Όχι βέβαια, μα τι έχει να κάμει αύτό; Ο συγραφέας του είναι νέος, έχει τάλαντο αξιοζήλευτο, είναι τίμιος στή δουλειά του καί ξέρει να κοιτάζει. Ας πλουτίσει τήν έμπνευσή του, ας δώσει κάποια που του λείπει λάμψη στό ύφος του, ας δυναμώσει μέ μελέτη κι ας κάμει πιό βαθύ καί πιό σοφό τό μάτι καί τήν αίσθησή του ας τηνε κάμει πιό ισόρροπη καί πιό σπουδαχτική καί μιά μέρα, τόνε βεβαιόνουμε μ’ αγάπη και χαρά, πως θα γράψει «έργα» πιά, τετραλόγιστα καί δυνατά».

Ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς

Κορυφαίος δημοσιογράφος, συγγραφέας και πρωτοπόρος ερευνητής της περιόδου του μεσοπολέμου. Ήταν από τα πρώτα μέλη της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, ενώ παρακολούθησε ως πολεμικός ανταποκριτής τους Βαλκανικούς Πολέμους και την Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή. Ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο τραγούδι και τους Ρομά, ενώ συνέβαλε στην διάσωση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1891 και μεγάλωσε στην Σκύρο. Τελείωσε την Βαρβάκειο Σχολή στην Αθήνα και στη συνέχεια σπούδασε Νομική και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αναγορεύτηκε διδάκτορας της Νομικής, χωρίς ποτέ να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, αφού η δημοσιογραφία τον κέρδισε από το 1910 σε ηλικία 19 ετών ώς το τέλος της ζωής του.

Εργάστηκε στην «Ακρόπολι», το «Εμπρός», τον «Ελεύθερο Λόγο», την «Αθηναϊκή», τον «Παρνασσό», τον «Ελεύθερο Άνθρωπο», το «Μπουκέτο», τη «Ναυτική Ελλάδα», δημοσιεύοντας άρθρα, λαογραφικές, ιστορικές και εθνολογικές μελέτες, μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, μεταφράσεις. Υπέγραφε τα κείμενά του ως Φ., Κ.Φ., Κώστας Φαλτάϊτς, Δαναός, Κώστας Μάρκελλος, Ένας Έλλην. Το ευρύ πρωτότυπο έργο, εκδομένο και ανέκδοτο, πάντα προς ανακάλυψη.