Του Παύλου Μεθενίτη

«Δεν διαβάζω ποτέ ένα βιβλίο για το οποίο θα γράψω κριτική, για να μην είμαι προκατειλημμένος», είχε πει κάποτε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Κυρίες και κύριοι, εάν περιμένετε από μένα μία απροκατάληπτη και αμερόληπτη κριτική παρουσίαση του νέου βιβλίου του Ντίνου Γιώτη, μάλλον την πατήσατε.

Όχι μόνο διάβασα με μεγάλη προσοχή τον «Άγγελο, που έχασε το δρόμο για τον Παράδεισο», αλλά ο Ντίνος ο Γιώτης είναι φίλος μου και ομότεχνός μου. Είμαστε κι οι δυο γραφιάδες, και σχεδόν όλα τα είδη γραφής τα αλέθουμε, όπως οι καλοί οι μύλοι: δημοσιογραφία, σεναριογραφία, λογοτεχνία. Επιπλέον, εκτός από συντεχνίτες είμαστε και συντοπίτες, με την ευρεία έννοια: εξ Άρτας ορμώμενος ο Ντίνος, από το Πωγώνι της Ηπείρου εγώ, από τη μεριά της μάνας μου.

Είχα τη χαρά να παρουσιάσω και το προηγούμενο μυθιστόρημά του, την περίφημη «Γαλλίδα δασκάλα» στα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια του Φεστιβάλ Δράμας, πρόπερσι. Το ότι ο Γιώτης επιμένει να γράφει, να αφουγκράζεται το σφυγμό της κοινωνίας και να τον μυθοποιεί για μας, ώστε να τον καταλάβουμε καλύτερα, νιώθοντας παράλληλα και αισθητικήν απόλαυση από αυτή την κατανόηση, είναι κάτι πολύ σημαντικό, φίλες και φίλοι, ειδικά τώρα, αυτόν τον καιρό των γενικών εκπτώσεων.

Μιλώ για εκπτώσεις τιμών παντού – έχουμε γίνει φτηνότεροι, γενικώς, και το μόνο που μας συγκρατεί από το να χάσουμε εντελώς την αξία μας, από το να προσφερόμαστε πλέον τζάμπα, δωρεάν, σε όποιον εκδηλώσει την επιθυμία να μας αγοράσει, να μας νοικιάσει ή να μας αναλάβει, είναι τα ελάχιστα εκείνα ίχνη αυτοσυνείδησης και αξιοπρέπειας.

Ο Ντίνος Γιώτης με το νέο του βιβλίο συλλέγει αυτά τα ίχνη, αυτά τα ψήγματα, κυριολεκτικά κοσκινίζοντας την άμμο της ψυχής μας σαν τους παλιούς χρυσοθήρες. Ό,τι βρίσκει, αυτές τις ελάχιστες ουγκιές πνευματικής χρυσόσκονης που κατορθώνει να συλλέξει, τις λιώνει στο καμίνι του μυαλού του, και μας τις παρουσιάζει ως κοσμήματα, φίλες και φίλοι, ως γραπτά στολίδια, με τα οποία κοσμεί το ελληνικό μας πρόσωπο. Πού είναι αυτά τα διαδήματα της αξιοπρέπειας; Να τα, κυρίες και κύριοι, αυτό το βιβλίο τα περιέχει, και γι’ αυτό είναι τιμή μου να το παρουσιάζω.

Φίλες και φίλοι, πριν μπω για τα καλά στο θέμα του βιβλίου, θέλω να δηλώσω ευθαρσώς πως η λογοτεχνία του Γιώτη δεν είναι εύκολη, δεν είναι feelgood, και ακριβώς γι’ αυτό αξίζει και με το παραπάνω τον κόπο μου και το χρόνο σας. Ο συγγραφέας ΔΕΝ έχει γράψει ακόμα ένα υδαρές πόνημα, του οποίου η πλοκή εκτυλίσσεται, φυσικά, στην Κωνσταντινούπολη, πού αλλού… Δεν μιλάει για χαρέμια και χανούμισσες, κεφτεδάκια και σερμπέτια, δεν είναι γεμάτο μνήμες, αρώματα και γεύσεις, δεν χαϊδεύει τα νοσταλγικά μας ώτα για να μας αποκοιμίσει, δεν αξιοποιεί τον νταλκά για τις χαμένες πατρίδες, και, εν τέλει, ΔΕΝ είναι γραμμένο ως μαθητική έκθεση, στρωτό μέχρι αηδίας, λες και το πάτησε μπουλντόζα, χωρίς γωνίες και ακμές, χωρίς κορυφές και κοιλάδες, ό,τι πρέπει δηλαδή για να πωλείται στο σταντ δίπλα στη βιτρίνα των αλλαντικών στο σουπερμάρκετ.

Οπότε, εάν περιμένατε κάτι από αυτά που μόλις είπα, και με δεδομένο το ότι εξ ορισμού δεν είμαι απροκατάληπτος, όπως σας τόνισα ευθύς εξαρχής, τώρα είναι η καλύτερη ώρα για να γλιτώσετε το χρόνο που θα χάσετε εάν παραμείνετε στις θέσεις σας. Γιατί ο Γιώτης γράφει για ενοχλητικά πράγματα, άγρια, εκρηκτικά, ξεβολευτικά πράγματα, που σε κάνουν να σηκώνεσαι από τον καναπέ του μυαλού σου, που σε αναγκάζουν να κοιταχτείς στον καθρέφτη μετά την ανάγνωση, και να απευθύνεις στον εαυτό σου το πιο σκληρό, το πιο αμείλικτο ερώτημα: «Κι εγώ τι έκανα, κι εγώ πού ήμουν, όταν γίνονταν όλα αυτά που μόλις διάβασα;».

Πού ήμασταν, κυρίες και κύριοι, και τι κάναμε όταν έγινε ο κοινωνικός σεισμός του 2008 με τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου; Πού ήμασταν και τι κάναμε όταν το παλλιρροϊκό κύμα της νεανικής οργής, που γεννήθηκε από αυτόν το σεισμό, σάρωσε τις βολικές βεβαιότητες της κοινωνίας μας; Πού ήμασταν και τι κάναμε, όταν μερικά χρόνια αργότερα, το 2012, ξεσπούσαν οι κατακλυσμιαίες διαδηλώσεις κατά των μνημονίων; Πού ήμασταν και τι κάναμε, φίλες και φίλοι, όταν γεννήθηκαν αυτά τα τέκνα της ανάγκης, τα ώριμα τέκνα της οργής;

Ασφαλώς ο συγγραφέας παίρνει την πρώτη ύλη του από την επικαιρότητα. Όμως, το βιβλίο του δεν είναι ειδησεογραφικό, είναι λογοτεχνία – ο Γιώτης αποστάζει τα βασικά συναισθήματα και τις κυρίαρχες ιδέες υπαρκτών προσώπων, που όλοι οι αναγνώστες θα αναγνωρίσουν, και φτιάχνει μ’ αυτά ζωηρούς, τρισδιάστατους μυθιστορηματικούς ήρωες. Στους οποίους, εάν προσθέσει κανείς και την τέταρτη διάσταση, το χρόνο, όπως είχε πει ο Αϊνστάιν, τον δικό τους προσωπικό, βιωμένο χρόνο, τότε αυτοί οι ήρωες του βιβλίου του Γιώτη γίνονται τετραδιάστατοι – πιο υπαρκτοί, πεθαίνεις, αν μου επιτρέπετε.

 

vivlio
Αν και αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο, της ιστορίας είναι ένας νέος άνθρωπος, ο μεγάλος πρωταγωνιστής της είναι ο αδελφός του. Όχι πολύ μεγαλύτερος, αλλά με μια μεγάλη ιδιαιτερότητα, που τον διαφοροποιεί τόσο από τον αδελφό του όσο και από τους γονείς του. Ενώ εκείνοι, της περίφημης γενιάς του Πολυτεχνείου, προοδευτικοί και γενικώς ευαίσθητοι άνθρωποι, έχουν αποδεχτεί τα κοινωνικά τους όρια, όπως και ο μικρότερος αδελφός, ο μεγάλος, κυρίες και κύριοι, απλώς δεν χωνεύει, δεν ανέχεται, δεν μεταβολίζει την κοινωνική αδικία.

Δεν αρκείται στο να δηλώνει και να διαδηλώνει την οργή του απέναντι σ’ ό,τι τον καταπιέζει. Η οργή του δεν είναι σαν τη φωτιά στα ξερόχορτα, που όσο γρήγορα φουντώνει και ψηλώνει, το ίδιο γρήγορα πέφτει, ταπεινώνεται και σβήνει. Όχι, η οργή του Άγγελου, φουντωμένη από τον ούριο άνεμο της απροσκύνητης αξιοπρέπειάς του, μοιάζει περισσότερο με υποθαλάσσιο ηφαίστειο – άπαξ και ξεσπάσει, άπαξ και εκδηλωθεί, αναβλύζει, παρόλο που το άμεσο περιβάλλον του είναι ψυχρό όπως το θαλασσινό νερό που περιβάλλει τον υποβρύχιο κρατήρα. Έτσι, λοιπόν, ο Άγγελος κατεβαίνει στο μονοπάτι του πολέμου. Όπως τα παλικάρια του ’21, την κάπα του, πλέον, την έχει κρεμασμένη, που σημαίνει πως είναι έτοιμος να σκοτώσει και να σκοτωθεί.

Με την άδειά σας, θα σας θυμίσω ένα ωραίο, παλιό κλέφτικο τραγούδι, που τα λέει όλα:
Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω,
Δεν ειμπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασ’ η καρδιά μου.
Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω κλέφτης,
να κατοικήσω ‘ς τα βουνά και ‘ς ταις ψηλαίς ‘ραχούλαις,
νάχω τους λόγγους συντροφιά, με τα θεριά κουβέντα,
νάχω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεββάτι,
νάχω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι.

Φίλες και φίλοι, για το καθεστώς της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, για τους κοτζαμπάσηδες και τους πασάδες, οι κλέφτες, δηλαδή οι Έλληνες που λαχταρούσαν να ανατρέψουν με τα όπλα το στάτους κβο της εποχής, θα χαρακτηρίζονταν τρομοκράτες. Ο Άγγελος γίνεται στ’ αλήθεια ένας κλέφτης της σύγχρονης εποχής, και με τις δυο σημασίες της λέξης: Κατηγορείται και καταζητείται ως ληστής τραπεζών, αλλά και ως επικίνδυνος τρομοκράτης. Δεν έχει λημεριάσει, με τ’ άλλα τα κλεφτόπουλα στα βουνά και στις ψηλές ραχούλες, αλλά μέσα στους λόγκους του σύγχρονου αστικού ιστού, όπου ενδιαιτώνται διάφορα θεριά, οπωσδήποτε λιγότερο επικίνδυνα από τους «Τούρκους» εντός εισαγωγικών, δηλαδή τους εντολοδόχους των σημερινών επικυριάρχων, που έχουν επιβάλει στη χώρα μας την οικονομική δικτατορία των μνημονίων.

Όλοι μας, κυρίες και κύριοι, με μένα και τον Ντίνο Γιώτη μέσα, υποθέτω πως έχουμε την εδραία πεποίθηση πως η Εθνική Αντίσταση τελείωσε το 1945, καθώς τότε σταμάτησε η χώρα μας να είναι υπό Κατοχήν. Άντε το ’49, όταν έληξε ο Εμφύλιος. Δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε την ιδέα ότι αυτή η Κατοχή επανέκαμψε με άλλη μορφή, κι ότι κάποιοι επιλέγουν να σηκώσουν τα όπλα εναντίον της. Υποθέτω πως για κάθε φιλήσυχο και νομιμόφρονα πολίτη, αυτοί οι κάποιοι λογίζονται τρομοκράτες.

Όσοι όμως εντάσσονται σε τέτοιες επαναστατικές οργανώσεις, όπως ο ήρωας του βιβλίου, δεν θεωρούν εαυτούς ως μηδενιστική ή υποκινούμενη καρικατούρα της Εθνικής Αντίστασης, αλλά ως μια, πώς να το πω, επικαιροποιημένη μετεξέλιξή της, ως μια κοινωνική δύναμη που, μην αρκούμενη στα ειρηνικά μέσα διεκδίκησης και διαμαρτυρίας, διαβαίνει τον Ρουβίκωνα, αντιτάσσοντας τη δική της δίκαιη, αλλά παράνομη ένοπλη βία εναντίον της νόμιμης, αλλά άδικης, βίας του κράτους – πάντα κατά τη γνώμη των ανταρτών πόλης.

Αυτό είναι το γενικό πολιτικό περίγραμμα των ηρώων του βιβλίου. Όμως, ο Γιώτης μη νομίσετε ότι έκατσε κι έγραψε ένα μανιφέστο. Ο Άγγελος είναι ένα ευαίσθητο παιδί, ένας νέος της εποχής του, που ερωτεύεται, γελάει, ονειρεύεται, παίζει, κλαίει και κάνει πλάκα, μη χάνοντας ποτέ την παιδικότητά του – μάλιστα θα έλεγα ότι διαλέγει αυτό το είδος αγώνα, τον ένοπλο, ακριβώς για να μην χάσει την ανθρωπιά του. Σε μια ωραία σκηνή, τα χώνει στον εμβρόντητο μπαμπά του χρησιμοποιώντας το νοηματικό και χαρακτηρολογικό οπλοστάσιο του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών…

 

Ο ήρωας θλίβεται και οργίζεται με την κατάσταση της κοινωνίας γύρω του: δεν μπορεί να δει τα πάντα με παραμορφωτικούς φακούς, όπως εμείς οι εχέφρονες έχουμε συνηθίσει να κάνουμε, ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Είναι στ’ αλήθεια σαν το παιδί στο παραμύθι με τα καινούργια ρούχα του βασιλιά, που καθώς όλοι προσκυνούν έναν τσίτσιδο μονάρχη, αυτό γελάει, τον δείχνει και φωνάζει πως ο βασιλιάς είναι γυμνός! Τότε όλοι στο παραμύθι (όλοι εμείς στο βιβλίο) διαπιστώνουμε πως πράγματι, για κοίτα, τα φοβερά, πανάκριβα αραχνοΰφαντα ρούχα του μονάρχη δεν υπάρχουν, είναι μουσαντέ, απλώς ένα τέχνασμα του ράφτη για να βγάλει λεφτά.

Ο Άγγελος είναι αθώος, φίλες και φίλοι – ίσως ο μοναδικός αθώος σε μια κοινωνία στην οποία η σημαντικότερη αρετή, η βάση κάθε δημοκρατικής διαδικασίας, είναι η συνενοχή. Ο Άγγελος είναι αθώος – θα ήθελε να γελάσει με τα αόρατα ρούχα του βασιλιά, αλλά δεν το κάνει. Προτιμάει να βάλει τις φωνές.

«Μια κοινωνία θρυμματισμένη σε πολλά κομματάκια που τα ενώνει η βία…» λέει κάπου ο Γιώτης, ενώ κάπου αλλού δίνει και την αισθητική, αν θέλετε, διάσταση της αγωνιστικής σκέψης του ήρωα: «η ομορφιά εμπεριέχει το καλό, και το καλό δεν μπορεί παρά να είναι όμορφο», σκέφτεται ο Άγγελος, προφανώς ζώντας σε ένα δικό του παραδεισένιο, αγγελικό κόσμο. Το όμορφο είναι μόνο καλό, και τίποτα άλλο, και το καλό είναι όμορφο και μόνον;

Δεν ξέρω κατά πόσον το καλό καγαθό, όπως το εννοούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, το ηθικόν κάλλος, είναι κάτι που υπάρχει στον σημερινό βρόμικο, βίαιο, κακό και κυρίως άδικο κόσμο, όπου 62 άνθρωποι κατέχουν πλούτο όσο και ο μισός πληθυσμός της Γης, δηλαδή τριάμισι δισεκατομμύρια. Επιτρέψτε μου να το επαναλάβω: 62 άνθρωποι κατέχουν το μισό πλούτο της Γης… Εμείς μπορούμε αν ζήσουμε με αυτό το νούμερο, και να μην τα κάνουμε όλα ρημαδιό, ο Άγγελος όμως όχι – αυτή είναι η ουσία του βιβλίου.

Ο Άγγελος, φίλες και φίλοι, εμφορείται από αγνά ιδανικά. Δεν είναι ενεργούμενο σκοτεινών δυνάμεων, δεν παρασύρθηκε, δεν χρηματίστηκε, δεν του έγινε καμία πλύση εγκεφάλου. Ο Άγγελος έχει την πάμφωτη, παιδική, σπαρακτική αφέλεια να πιστεύει πως ο Παράδεισος, ναι, είναι εφικτός επί Γης. Πως όχι μόνο υπάρχει δρόμος που οδηγεί σ’αυτόν τον Παράδεισο, αλλά πως αυτός ο δρόμος είναι ευθύς, ανοιχτός, ασφαλτοστρωμένος, φωτισμένος και σημασμένος κατάλληλα. Πως, ναι, το καλό θα θριαμβεύσει τελικά, πως οι άνθρωποι, οι καθημερινοί άνθρωποι, είναι βασικά καλοί, πως αν ξύσεις την κρούστα της συνήθειας και του φόβου θα ξεπροβάλει το αιώνιο παιδί, που φυσικά είναι όμορφο και καλό. Τώρα, ο τίτλος και μόνον προϊδεάζει τον υποψιασμένο αναγνώστη, όσον αφορά τη διάψευση ή την επικύρωση αυτής της πεποίθησης – λίγα να λέμε, πολλά να καταλαβαίνουμε.

Αλλά φτάνει ώς εδώ – έχω την αίσθηση ότι φλυάρησα, ότι παρασύρθηκα, καταχρώμενος την υπομονή και την καλή σας πίστη. Πριν θέσω στο συγγραφέα κάποια ερωτήματα, θέλω να πω κάποια λίγα, τελευταία πράγματα, όσον αφορά τη μορφολογία και τη γλώσσα του βιβλίου. Μαζεμένο και ζουμερό, φίλες και φίλοι, περιεκτικό, που δεν πλατειάζει, δεν απεραντολογεί, που λέει ό,τι έχει να πει με οικονομία λέξεων. Ωστόσο, έχει πυκνότητα νοημάτων, αλλά και αισθημάτων. Ο Γιώτης δεν εκβιάζει την αισθηματική σας ανταπόκριση – απλώς αφηγείται την ιστορία του, και ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να εμπλακεί.

Τώρα, η γλώσσα του Γιώτη, ως συνήθως ρέουσα, με ένα λεπτό, αλλά ευδιάκριτο χιούμορ, που αφενός προφυλάσσει τον συγγραφέα από το να εξοκείλει στη γραφικότητα, και αφετέρου τέρπει τον έμπειρο αναγνώστη. Ο Άγγελος, που έχασε το δρόμο για τον Παράδεισο, είναι κοντολογίς ένα βιβλίο που του αξίζει μια θέση στην πρώτη σειρά της προσοχής και της βιβλιοθήκης σας. Μετά από χρόνια, όταν τα πράγματα θα φτιάξουν, και σας ρωτήσουν τα εγγόνια σας τι έγινε τότε, στα τέλη της πρώτης και στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας, εσείς δεν θα ντροπιαστείτε εάν πάρετε το πολυδιαβασμένο βιβλίο του φίλου μου του Ντίνου από τη βιβλιοθήκη σας και το δώσετε στο φιλοπερίεργο παιδί, λέγοντας «να, πάρε διάβασε αυτό για να καταλάβεις. Δεν έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα, αλλά αυτή ήταν η ουσία». Τώρα, αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή – είπα «όταν» τα πράγματα φτιάξουν, γιατί όντως βλέπω φως στην άκρη του τούνελ.
Εύχομαι μόνο να μην είναι το φως της εισόδου στη σκοτεινή σήραγγα, αλλά της εξόδου…