Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]
Φωτογραφία: Σπύρος Τσιφτσής

Κατανάλωνε με βουλημία ό,τι έβρισκε μπροστά του. Φαγητά, ποτά, εικόνες, γνώμες, πληροφορίες, ιδέες. Έπεφτε με τα μούτρα μέσα στην εφημερίδα, και καθώς ακουμπούσε το πρόσωπό του, ανάμεσα στις ανοιγμένες σελίδες, έγλειφε το τυπωμένο μελάνι για να χορτάσει με τα γράμματα της αλφαβήτου.

Κι όχι μόνο τις μέρες που ήταν νηστικός από σύμβολα. Αλλά και τις ημέρες που τα σύμβολα του είχαν προκαλέσει δυσπεψία, ακόμη και τότε, επειδή η βρώση των εικόνων των ιδεών που αποτυπώνονται στα σύμβολά του είχαν γίνει εμμονή, έτρωγε και ξανάτρωγε μέχρι να γίνει ο ίδιος ένα σύμβολο.

Μετά τα βασανιστήρια, όταν του ερχόταν μιά ιδέα, αφού δεν μπορούσε πλέον να την σωματοποιήσει, αφού το σώμα του είχε γίνει ένα κομμάτι κρέας, κρεμόταν πάνω από τον λόγο, σαν να ήθελε να τον εκφέρει ανάποδα. Γιαυτό, από τότε δεν περπατούσε με τα πόδια πάνω στο έδαφος, αν και οι εδαφομηχανικοί του το ‘χαν συστήσει ως θεραπεία για να επανέλθει ο ασταθής βηματισμός.

«Σάς την έσκασα», τους τιμωρούσε μ’ αυτή τη φράση, αλλά την κρατούσε εντός του και δεν την εξέβαλλε, είχε γίνει όλος ένα λάστιχο που μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν όπως ήθελαν. Από τότε είχε μάθει να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει από το πάθος των συναισθημάτων του, καθώς ήταν ένας εύκολος τρόπος να ξεχνάει τον εαυτό του. Ώσπου μια μέρα αποφάσισε να γίνει ο άνθρωπος-τροχός και να κυλάει πάνω στις επιφάνειες, ιδιαίτερα τις επικλινείς, και να κυλάει, και να κυλάει, και να κυλάει μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο.

Δεν τελείωσα τι ήθελα να πω, όταν προηγουμένως μέσα στο πεδίο αυτού του κειμένου, αναφέρθηκα στον τρόπο με τον οποίο βημάτιζε. Είχε αναποδογυρίσει το σώμα του, μάλλον συστρεφόταν γύρω από τον σωματικό εαυτό του. Το κέντρο βάρους, μάλλον ο άξονας περιστροφής είχε έδρα του τον αφαλό, γιατί χωρίς να το συνειδητποιεί, τον συνέδεε με την γέννησή του. Γιαυτό τον είχε τρυπήσει με ένα πίρο που είχε βιδωμένο στην μία του άκρη ένα ζαφείρι που όταν το κοίταζε προσηλωμένος επί ώρα, φανταζόταν ότι βρισκόταν στο Κασμίρ. Δεν ήταν ακριβώς η φαντασία του που επιτελούσε αυτή την μετάβαση, αφού τα μέλη του θύμιζαν μαριονέτα.

Επομένως το Κασμίρ ήταν μία μεταφορά, λόγω του ύψους του, διότι εκεί είχε τοποθετήσει την εικόνα του θεού. Ενός θεού που είχε κατέβει εξ ουρανού και είχε καταλύσει σε μία καλύβα λίγο γερμένη από τους ανέμους που φυσούν στην περιοχή σαν βουβά μεταλλικά σήμαντρα. Υπνωτισμένος από την καθαρότητα του ζαφειριού, χάιδευε το κομμένο σημείο του ομφάλιου λώρου και όταν είδε να κοιτάξει προς τα πίσω στο παρελθόν, ακουμπούσε τα ακροδάκτυλα σ’ αυτό το σημείο και τον έπαιρναν τα κλάματα.

Συχνά ανέβαινε στο υπερώο, γιατί μπορούσε ευκολότερα να φθάσει τις εικόνες και συν τοις άλλοις αισθανόταν δέος από το ύψος αφενός και αφετέρου είχε θέα προς τα κάτω. Αισθανόταν περισσότερο ως ένας μεσσίας χωρίς μαθητές, γιατί από τότε του είχε γεννηθεί η βουλιμία του δόγματος. Ναι, ξεχάσαμε να αναφέρουμε ότι ξεκίνησε τον επίγειο βίο του ως δογματικός, ως πιστός, ως φανατικός, ως οπαδός. Βέβαια, μετά τη σύλληψή του όλα άλλαξαν πάνω του, προπαντός αυτού που προκαλούσε εντύπωση ήταν ότι το σώμα του άλλαξε διαρκώς σχήμα και υλικό.

Να για παράδειγμα, όταν αποφάσισε να μαθητέψει σε μία σχολή μάγων που παρόλο τον ορθό επιστημονικό λόγο που είχε ενσωματώσει στον τρόπο σκέψεως του, δεν του αρκούσε. Στν προσπάθεια του να εξηγήσει επιστημονικά λέξεις όπως πνεύμα, ψυχή, καρδιά, αυτά τα τρία σημεία που ταλάνισαν τη δυτική σκέψη, σκεφτόταν ως μεταμορφωτής. Ήθελε να μεταμορφώσει την κοινωνία, αν και δεν το ομολογούσε, γιατί ήθελε να προσποιείται τον ψύχραιμο παρατηρητή.

Ελάχιστοι απ’ όσους γνώριζαν άντεχαν τον κραδασμό της υψηλής φωνής του, όταν τα πλήθη ουρλιάζουν καθώς ακούνε αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν και τους προκαλούν κραυγάσουν τα ζήτω και τα ζήτωσαν. Ωστόσο δεν τόλμησε ποτέ να γίνει ο ίδιος σύμβολο ενώπιον του πλήθους, γιατί δεν πρέπει να είχε εμπιστοσύνη στην αυτομυθοποίησή του, περισσότερο από φόβο ότι μόλις γίνει ο ηγέτης θα τελειώσει ως ένας απαξιωμένος τέως. Δεν του άρεσε να κινείται στο παρελθόν, γιατί του καταλάβαινε ότι η ματαιότητα δεν είναι τίποτα μπροστά στην αιωνιότητα.

Μα δεν ήταν ένας ενιαίος οργανισμός; Δεν θυμάστε; Αναφέραμε παραπάνω, στο κομμάτι της εισαγωγής, έτσι για να νιώσετε και ολίγον δέος ότι είχε υποστεί πολλούς και πολλαπλούς βασανισμούς. Δεν το διευκρινήσαμε, με υστεροβουλία συγγραφική, για ποιούς λόγους, επειδή θεωρούμε ότι η φαντασία είναι ένας Πήγασος κατά τους αρχαίους που θέλει την Ιπποκρήνη του με προορισμό τον ουράνιο θόλο. Ασχέτως, αν ο διαμελισμός του σώματος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, δεν είναι πλέον ένα συμβάν, ένα γεγονός, αλλά μια εγκαθιδρυμένη πραγματικότητα.

Εν πράγμασι, ως εργαλείο καθυποτάξεως, χωρίς να χρειάζονται σύμβολα, αφού κι αυτά κείτονται ανεικονικά, αποκαθηλωμένα, απονεκρωμένα. Γιαυτό σχεδίασε σ’ ένα χαρτί έναν πήγασο με πι μικρό: άρχισε να του κόβει τα φτερά και τα πόδια, τσαλάκωσε το χαρτί και το έπλασε στην χούφτα ως ένα σφαιροειδές αντικείμενο.

Το εκσφενδόνισε και καθώς αυτό αποχωρούσε από το σε σχήμα γροθιάς χέρι, άφησε πίσω του τον ομφάλιο λωρό που γλίστρησε από την παλάμη κι έπεσε στο έδαφος ανοίγοντας μιά τρύπα. Μέσα σ’ αυτή την τρύπα έβαλε το κεφάλι του. Ξαφνικά σηκώθηκε το σώμα του με κατεύθυνση από τα πόδια στο κεφάλι.

Στις πατούσες του φύσηξε ένας άνεμος από το Κασμίρ και άρχισαν να πάνε κι να έρχονται σαν τριγμός σεισμού σε γυάλινα αντικείμενα χοροπηδώντας. Φυσούσε ωστόσο ένας άνεμος σωματοποιημένος σκέψης, ο εμπεδόκλειος σφαίρος γυρνούσε μέσα στο σύμπαν. Μα καθώς τα θεία στοιχεία όλο κι έσμιγαν το ᾽να με τ᾽ άλλο, το ένα πλησίαζε το άλλο και έρχονταν κοντά όπως τα ‘φερνε η τύχη, κι όπως περιστρέφονταν το καθένα απ’ αυτά ολοένα γεννούσε κι όλο γεννούσε. Χτυπούσε την οπλή του στην ιπποκρήνη με γιώτα μικρό κι είχε γίνει ένα σφαιρίδιο που έτρεχε εκτός τροχιάς με σπασμένη την κεντρομόλο και τσαλακωμένη την φυγόκεντρο.