Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Τώρα που έχει κατακαθήσει ο μποχός και η σκόνη του από τη συζήτηση που προκάλεσε η «Υπόθεση Μπλάνα», καλό είναι να δούμε με ψύχραιμο μάτι τις μεταφράσεις αρχαίου δράματος που εκπόνησε ο 60χρονος ποιητής.

Δεν σάς κρύβω ότι τα ποιήματα του μού άρεσαν από τις αρχές της δεκαετίας τού ’80, όταν πρωτοεμφανίστηκε με την ποιητική toy συλλογή  «Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή». Τότε, -πριν τριάντα και βάλε χρόνια-, ήταν μόνον ο νέος ταλαντούχος ποιητής, ο οποίος -όπως απεδείχθη από την μετέπειτα πορεία του-, δεν παρέμεινε ταλέντο. Και είναι πραγματικά θετικό ότι συνέχισε αδιακόπως να γράφει, αποδεικνύοντας ότι σε κάθε ποιητικό του έργο πρωτοστατούσε η πρωτογενής δημιουργία.

Να το διατυπώσω ξεκάθαρα: Ο Γιώργος Μπλάνας δεν αναμασάει τις κατακτήσεις τού ελληνικού ποιητικού παραδείγματος, γιαυτό η ποιητική του φωνή έχει προσωπικό χαρακτήρα και κάτι το μπλανικό, δηλαδή κάτι το μη αντιγράψιμο. Γιαυτό δεν θα μπω στη διαδικασία να φτιάξω σενάρια για το γεγονός ότι το περασμένο καλοκαίρι τέσσερα κρίσιμα έργα του αρχαίου δράματος ανέβηκαν σε δικές του μεταφράσεις στη θεατρική σκηνή.

Ειλικρινά δεν θα βάλω σε λειτουργία τον μετρητή πίστης στην κυβερνώσα πλειοψηφία, ούτε θα ανατρέξω στον κατάλογο με τους συγγραφείς, οι οποίοι υποστήριξαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να κανείς να είναι μικρός πολύ μικρόψυχος, για να μην ακροάται την πρωτογένεια του δημιουργού στην ενδογλωσσική μετάφραση αναφορικά με το αρχαίο δράμα.

Σ’ αυτό το σημείο καταθέτω την κρίση του αείμνηστου καθηγητή Δ.Ν. Μαρωνίτη, που θέλω να πιστεύω ότι δεν θα βρεθεί αντιλογών να υποστηρίξει ότι η αρχαιογνωσία του ήταν ελλείπουσα: «Δυο λόγια και για την ακύρωση της δοσμένης υπόσχεσης που αφορά στο είδος της ενδογλωσσικής μετάφρασης, όταν μάλιστα αυτή επιχειρείται στην ομηρική «Ιλιάδα» ή σε σοφόκλεια τραγωδία. Oπου αισθάνομαι ότι ταιριάζουν τα χνώτα μας με του Γιώργου Μπλάνα, ειδικότερα ως προς την υπεράσπιση δυνητικής ισοτιμίας μεταξύ μεταφραστικής και μεταφραζόμενης γλώσσας.

»Αίσθηση που την είχα πριν από κάμποσα χρόνια διαβάζοντας και επαινώντας την πρώιμη του μετάφραση του «Φιλοκτήτη», της πιο μελαγχολικής τραγωδίας του Σοφοκλή στα ώριμα χρόνια του. Τόσα προς το παρόν αρκούν, για να φανούν τα υπονοούμενα της προδήλωσής μου για αμοιβαία μεταφραστική συμπάθεια. Τα περισσότερα απαιτούν διεξοδικό διάλογο μεταξύ μας».

Οι μεταφράσεις του Γιώργου Μπλάνα δεν αντιμετωπίζουν το αρχαίο δράμα ως τοτέμ και ταμπού, ως  ένα κείμενο δογματικής πολιτισμικής μνήμης, ως ένα τελειωμένο αρχέτυπο μέσα στα συμφραζόμενα της εποχής του, γλωσσικά, πολιτικά και κοινωνικά. Προπαντός, αντιλαμβάνομαι ότι μεταφράζει εννοηματικά, θέλοντας να δώσει σύγχρονη περπατησιά στον αρχαίο λόγο, να οικειοποιηθεί και να (εξ) οικοιώσει το σημερινό αναγνώστη σε μία απολαυστική σχέση με τον τραγικό λόγο.

Γιαυτό, παρακαλώ να είμαστε επιεικείς, όταν κατεβάζουμε από την βιβλιοθήκη μας λεξικά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, όσο έγκριτα κι αν είναι. Ο ποιητής θέλει να παραμείνει ποιητής με τις μεταφράσεις του, γιατί κυρίως αυτό που  τον ενδιαφέρει είναι να δοκιμάσει την ποιητική του γλώσσα και να δοκιμαστεί αυτή μέσα στο καμίνι των αρχαίων τραγικών. Θέλετε να του χρεώσουμε παραναγνωστική αμάθεια, έλλειψη αρχαιοελληνικής φιλολογικής παιδείας, μήπως ότι δεν κατανοεί το πρωτότυπο κείμενο και το χρησιμοποιεί για να υπηρετήσει το δικό του γλωσσικό ύφος και ήθος;

Και τι θα κερδίσουμε; Θα τον πιάσουμε από το μανίκι και θα τον σύρουμε  στο δικαστήριο των κατηγόρων; ‘Οχι βέβαια. Μετά από χρόνια, πολλά ή λίγα, κανείς δεν δεν θυμάται την «Υπόθεση Μπλάνα», ίσως όμως να βρεθούν ορισμένοι να μιλήσουν για τη συντάντηση ενός ποιητή με τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη. Και τότε θα κριθεί κυρίως για το ποιητικό αίσθημα των αρχών του 21ου αιώνα που μετάγγισε στους αρχαίους δραματουργούς.