Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

Με τον προσυλιτισμό στον τζιχαντισμό καταπιάνεται ο Γάλλος σκηνοθέτης Αντρέ Τεσινέ, στην ταινία του “Αντίο, νύχτα”, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του κινηματογραφικού φεστιβάλ του Βερολίνου. Η ιστορία εκτυλίσσεται βασικά στο αγρόκτημα για άλογα που διευθύνει η Μιριέλ (πολύ καλή στο ρόλο η Κατρίν Ντενέβ), μια ηλικιωμένη γυναίκα, όπου καταφτάνει ο εγγονός της, Άλεξ, για να την αποχαιρετίσει πριν φύγει για τον Καναδά, όπως της λέει.

 

Πολύ γρήγορα όμως, η Μιριέλ θ’ ανακαλύψει πως ο Άλεξ έχει ασπαστεί τον ισλαμισμό και πρόκειται στην πραγματικότητα να ταξιδέψει στη Συρία, μέσω Κωνσταντινούπολης, μαζί με δυο άλλους τζιχαντιστές: τη φίλη του, Λίλα, που ετοιμάζεται να την παντρευτεί και η οποία τον προσυλίτισε στον ισλαμισμό και έναν καταζητούμενο ήδη από τις αρχές τρομοκράτη.

Η βάση για την ταινία του, όπως ανάφερε ο 76χρονος Τεσινέ (“Δεν φιλώ…στο στόμα”, “Ο δρόμος που κυλά”, “Η αγαπημένη μου εποχή”, “Ο άνδρας που αγαπήθηκε πολύ”), σκηνοθέτης που καταπιάνεται με θέματα όπως η οικογένεια και οι σχέσεις των ανθρώπων, στρέφεται αυτή τη φορά στη σχέση ανάμεσα σ’ ένα νεαρό, που μόλις έχει περάσει την εφηβία, και τη γιαγιά του, σχέση ανάμεσα σε δυο διαφορετικές γενιές, για να καταγράψει την εικόνα ενός πολύ σύγχρονου, καυτού προβλήματος.

“Ξεκίνησα από ένα βιβλίο, τους “Γάλλους τζιχαντιστές” του Νταβίντ Τομσόν ”, θα πει ο ίδιος ο Τεσινέ, “μια συλλογή σκληρών, ακατέργαστων συνεντεύξεων με νεαρά πρόσωπα από τη Γαλλία που έφυγαν για τη Συρία για να γίνουν τζιχαντιστές. Θέλησα να δω αν μπορούσα να βάλω αυτά τα λόγια στο στόμα των ηθοποιών και να φτιάξω μια ταινία, είδος συνδιάλεξης ανάμεσα στη γενιά μου, που την εκπροσωπεί η Κατρίν Ντενέβ, και τη σύγχρονη νεολαία, που πολύ εύκολα έλκεται από την ιδέα της θυσίας και που γι’ αυτήν είναι έτοιμη να τα δώσει όλα”.

Με μια λιτή αφήγηση, χωρίς εντυπωσιακά εφέ, με την κάμερά του να παρακολουθεί τα διάφορα πρόσωπα και να καταγράφει τις αντιδράσεις τους, ο Τεσινέ αναπτύσσει σταδιακά τα βασικά του θέματα: εκείνα των οικογενειακών σχέσεων, της σύγκρουσης διαφορετικών γενιών, τα προβλήματα της νεολαίας, ιδωμένα μέσα από τις διάφορες εποχές του έτους, και σε συγκεκριμένους χώρους, στην περίπτωση αυτή, τη Νότιο Γαλλία. Χώροι φωτογραφημένοι έξοχα από τον Ζιλιέν Χιρς, που ο Τεσινέ εκμεταλλεύεται για να φτιάξει μερικές από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, με την Κατρίν Ντενέβ, στο ρόλο της γιαγιάς που προσπαθεί με διάφορους τρόπους να αποτρέψει τον Άλεξ από ένα επικίνδυνο ταξίδι, να δίνει μιαν από τις καλύτερες ερμηνείες της.

Η ξαφνική αυτοκτονία του Σιμόν Ντιπέ, ενός 21χρονου νέου, σε μια μικρή πόλη του Καναδά θα φέρει μνήμες του παρελθόντος και θα στοιχειώσει τους 215 κατοίκους της στη συναρπαστική ταινία φαντασίας “Ανθολογία μιας πόλης φάντασμα” του πρώην κριτικού κινηματογράφου και ανεξάρτητου σκηνοθέτη Ντενί Κοτέ (“Βικ&Φλο είδαν μιαν αρκούδα”, Αργυρή΄Άρκτο ανανεωτικού σινεμά στο φεστιβάλ Βερολίνου 2013). Με βάση ένα ποιητικό βιβλίο του Λοράνς Ολιβιέ, με διάφορες αποσπασματικές ιστορίες, όπου εισβάλλει το φανταστικό, ο Κοτέ έφτιαξε μια ταινία όπου χρησιμοποιεί τις διάφορες κοινωνικές αλλαγές, μέσα από μια ιστορία “με τρύπες, όπου μέσα από αυτές μπορεί να εισβάλει το υπερφυσικό”, όπως ανάφερε ο ίδιος, “με ένα σενάριο για το “Άλλο” και το φόβο που αυτό προκαλεί.”

Αυτό το “άλλο” που συναντάμε συχνά στις ταινίες του φανταστικού, εμφανίζεται, στην αρχή, με μια διαφορετική μορφή, με μια μικρή ομάδα παράξενων παιδιών, καλυμμένων με μάσκες που θυμίζουν πίνακα του Έντβαρντ Μουνκ (“Η κραυγή”), τα οποία αντικρύζουν, στο χιονισμένο τοπίο, το νεκρό οδηγό του αυτοκινήτου.

Ο θάνατος του Σιμόν θα προκαλέσει μια αφόρητη οδύνη τόσο στην οικογένεια του (τους γονείς του και τον μεγαλύτερο αδερφό του) όσο και στους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης. Η δήμαρχος όμως αρνείται την όποια ψυχολογική βοήθεια προσφέρει το κράτος με την αποστολή μιας μουσουλμάνας θεραπεύτριας, γιατί θέλει να κρατήσει “κλειστή” και ”ασφαλή”, και κάτω από το δικό της έλεγχο, τη μικρή κοινωνία της (όπως θέλει να πιστεύει κι αυτή και οι κάτοικοί της).

Το “Αλλο” όμως θα πάρει, στη συνέχεια, μια διαφορετική, εφιαλτική μορφή όταν νεκρά πρόσωπα από το παρελθόν της πόλης, η “κοιμώμενη συνείδηση” των κατοίκων, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, αρχίζουν να κάνουν τη σιωπηλή, τρομακτική τους εμφάνιση, σε διάφορα σημεία.

Ο Κοτέ γύρισε την ταινία του σε 16άρι φιλμ για να δώσει την ακατέργαστη αίσθηση στις εικόνες του, που θυμίζουν τα ντοκιμαντέρ του, καταφέρνοντας να ισορροπίσει με σύνεση τα καθαρά ρεαλιστικά στοιχεία με τα υπερφυσικά, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να φτιάξει μια συνηθισμένη ταινία τρόμου, προτιμώντας να εκμεταλλευτεί και να διαμορφώσει (ακόμη και να διαστρεβλώσει) τα στοιχεία των ταινιών αυτών με πλατύτερα και πιο ενδιαφέροντα θέματα, στην προσπάθειά του να εξερευνήσει το φόβο και τον πανικό που αυτός προκαλεί, χρησιμοποιώντας τους νεκρούς (ή ξένους, αν προτιμάτε) και το παρελθόν ως προειδοποίηση για το μέλλον, υπονοώντας, ταυτόχρονα, πως οι “ξένοι”, οι “σιωπηλοί εισβολείς”, εκπροσωπούν τον φόβο μιας εξωτερικής εισβολής, με άλλα λόγια τους μετανάστες, μαζί και τη ξενοφοβία που διάφορες ακροδεξιές ομάδες ενθαρρύνουν τα τελευταία χρόνια.

Η δράση της μαφίας παραμένει ένα από τα αγαπημένα θέματα του ιταλικού κινηματογράφου. Από τον Φραντσέσκο Ρόζι (“Τα χέρια πάνω από την πόλη”, “Τζουλιάνο ο αρχιληστής”) μέχρι και τον Ματέο Γκαρόνε (“Γκομόρα”) πιο πρόσφατα, έχουμε παρακολουθήσει διάφορες πτυχές της δράσης της εγκληματικής αυτής οργάνωσης. Σ’ αυτήν, και στην επίδρασή της στη νεολαία, στρέφεται και η ταινία “Πιράνχας” (ιταλικός τίτλος: La paranza dei bembini) του Κλαούντιο Τζιοβανέζι (διαγωνιστικό τμήμα).

Εκείνο που βασικά ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη είναι να δώσει την εικόνα μιας ομάδας νεαρών 15χρονων εφήβων φίλων, από χαμηλής κοινωνικής τάξης οικογένειες, που, για να αποκτήσουν χρήματα και να μπορούν να αγοράζουν ακριβά ρούχα, σκούτερ και να πηγαίνουν σε ακριβά μπαρ, αποφασίζουν να συνεργαστούν με την τοποική μαφία πουλώντας ναρκωτικά σε μαθητές των σχολείων.

Στην απερίσκεπτη αυτή πορεία τους, θα διακινδυνεύσουν τα πάντα για να ανακαλύψουν πως, η συνεργασία τους με τη μαφία θα οδηγήσει σε αναπότρεπτα αποτελέσματα, με θυσίες και την καταστροφή ότι καλύτερου είχαν μέχρι τότε: τη φιλία αλλά και την ευκαιρία να απολαύσουν ήρεμα και με όμορφες εμπειρίες (μαζί και τον έρωτα) την εφηβική τους ηλικία.

Δυστυχώς, παρά το ωραίο περιτύλιγμα (προσεγμένο στήσιμο, ντεκόρ, ικανοποιητικός ρυθμός και ερμηνείες), ο Τζιοβανέζι αντιμετωπίζει πολύ επιφανειακά την ιστορία του, αποφεύγοντας να διεισδύσει στους λόγους (οικονομικούς και κοινωνικούς) που οδηγούν τα παιδιά αυτά στο έγκλημα, ενώ, παράλληλα, δεν καταφέρνει να αναπτύξει τους βασικούς χαρακτήρες της ταινίας του.