ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Πόλεμος σε δυο μέτωπα: ενάντια στο φασισμό κι ενάντια στα δικά σου αισθήματα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Μια προσωπική ιστορία

Una questione privata. Ιταλία, 2017. Σκηνοθεσία: Πάολο Ταβιάνι. Σενάριο: Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, από μυθ. Μπέμπε Φενόλιο. Ηθοποιοί: Λούκα Μαρινέλι, Λορέντζο Ρικέλμι, Βαλεντίνα Μπέλε. 84′

Η σύγκρουση ανάμεσα στα προσωπικά προβλήματα και σε σημαντικά ιστορικά γεργονότα ήταν πάντα στο επίκεντρο των περισσότερων ταινιών των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι (“Σαν Μικέλε”, “Αλοζανφάν”, “Η νύχτα του Σαν Λορένζο”). Το ίδιο θέμα συναντάμε και στην τελευταία τους, δοσμένη με λυρισμό και δύναμη, ταινία, “Μια προσωπική ιστορία”, βασισμένη στο βιβλίο του συγγραφέα και αντάρτη Μπέπε Φενόλιο, ταινία που ο Πάολο συνέγραψε με τον αδερφό του Βιτόριο, αν και ο τελευταίος (εξαιτίας προβλημάτων υγείας δεν μπόρεσε να συνεργαστεί στη σκηνοθεσία (θα πεθάνει μερικούς μήνες αργότερα, τον Απρίλη του 2018).

Στην Ιταλία, στη διάρκεια των τελευταίων μηνών του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο ήρωας, ο αντάρτης, γνωστός με το ψευδώνυμο Μίλτον (αναφορά στον διάσημο Άγγλο ποιητή και αγωνιστή Τζον Μίλτον, συγγραφέα του “Χαμένου παράδεισου”), θ’ ανακαλύψει ξαφνικά πως η αγαπημένη του Φούλβια είχε ερωτική σχέση με τον στενό του φίλο, και τώρα αντάρτη, Τζιόρτζιο. Οταν μαθαίνει πως ο Τζιόρτζιο είνααι αιχμάλωτος της φασιστικής αστυνομίας, ο κυριευμένος από ζήλια Μίλτον κανονίζει να τον ανταλλάξει, όχι για πολιτικούς λόγους, αλλά για να μπορέσει να μάθει την αλήθεια για τις σχέσεις του με την Φούλβια.

Εκείνο που ενδιαφέρει τους Ταβιάνι είναι να αντιπαρασθέσουν τον ζηλιάρη ήρωά τους απέναντι στα ιστορικά προβλήματα της περιοδου, αντιπαράθεση στην οποία η ζήλια και η ανάγκη να μάθει την αλήθεια για την αγαπημένη του παραμερίζουν τα οποιαδήποτε άλλα – πολύ πιο σημαντικά θέματα. Παρόλο που ο πόλεμος είναι στο επίκεντρο, οι Ταβιάνι δεν ενδιαφέρονται τόσο να καταγράψουν μάχες και σκοτωμούς όσο να δώσουν τον εσωτερικό πόλεμο που περνάει ο ήρωάς του παράλληλα με τη φριχτή, απάνθρωπη ατμόσφαιρα της εποχής, με τα πτώματα των δολοφονημένων πολιτών, τα καταστρεμμένα από τον πόλεμο αγροκτήματα, τους χώρους όπου κινούνται τα κύρια πρόσωπα, το βουνό, τα βουτηγμένα στην ομίχλη τοπία, τα αγνώριστα από τα βασανιστήρια πρόσωπα των αιχμαλώτων των φασιστών (δοσμένα σε γκρο πλάνα που σε στοιχειώνουν), όλα φωτογραφημένα με μουντά, με λιγοστά χρώματα, από τον τακτικό κάμεραμαν τον Ταβιάνι, Σιμόνε Ζαμπάνι. Με τον Λούκα Μαρινέλι να δίνει με δύναμη τον βασανισμένο αντάρτη που η ζήλια θα τον οδηγήσει μακριά από τους αγωνιστές συντρόφους του προς την απελπισία και την τρέλα.

*** Καπερναούμ

Capernaum. Λίβανος, 2018. Σκηνοθεσία: Ναντίν Λαμπακί. Σενάριο: Ναντίν Λαμπακί, Τζιχάντ Χοτζεϊλι. Ηθοποιοί: Ζαϊν Αλ Ραφία, Γιορντάνος Σίφερο, Ναντίν Λαμπακί. 126′

Στις πιο φτωχικές συνοικίες του Λιβάνου στρέφεται η ηθοποιός/σκηνοθέτρια Ναντίν Λαμπακί στην υποψήφια για ξανόγλωσσο Όσκαρ ταινία της «Καπερναούμ» (Ειδικό βραβείο της επιτροπής στις Κάνες) για να καταγράψει την κατάσταση των μικρών παιδιών που τα εκμεταλλεύονται οι γονείς τους. Εμπνευσμένη από την ιστορία ενός παιδιού που αποφάσισε να κινήσει αγωγή ενάντια στους γονείς της γιατί το γέννησαν, η ταινία στρέφεται γύρω από τις βασανιστικές περιπέτειες του Ζαϊν, ενός 12χρονου αγοριού που, εξαιτίας της φτώχειας τους, οι γονείς τους δεν μπόρεσαν καν να δηλώσουν τη γέννησή του, με αποτέλεσμα ο Ζαϊν να μη μπορεί να αποκτήσει δελτίο ταυτότητας, διαβατήριο ή να πάει σχολείο.

Για να βοηθήσει τους γονείς του, ο Ζαϊν τρέχει καθημερινά πάνω κάτω, σε ήλιο και σε βροχή, κουβαλώντας τρόφιμα για ένα μπακάλη. Οταν όμως, οι γονείς του αποφασίζουν να «πουλήσουν» τη μικρή, ανήλικη αδερφή του στον μπακάλη για να την παντρευτεί, ο μικρός δραπετεύει και φτάνει σε μια παραλιακή πόλη προσπαθώντας να ζήσει μόνος του. Εκεί θα γνωρίσει τη Ραχήλ, μια παράνομη μετανάστρια από την Αιθιοπία, που θα του προσφέρει στέγη με αντίτιμο να προσέχει τον μικρό, ενός χρόνου, γιο της, ενώ εκείνη προσπαθεί να μαζέψει τα απαιτούμενα χρήματα για να μπορέσει να αγοράσει το «εισιτήριό» της για την Ευρώπη.

Σίγουρα πρόκειται για ένα μελόδραμα που θα συγκινήσει το θεατή και που θα του θυμίσει τόσο ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού όσο και ταινίες του Ινδού σκηνοθέτη Σατιαζίτ Ράι καθώς και το πολύ γνωστό αγγλικό «Slumdog Millionaire» του Ντάνι Μπόιλ. Εκείνο που ξεχωρίζει στην ταινία της Λαμπακί είναι η ειλικρίνεια και το πάθος, αλλά και η τρυφερότητα και το χιούμορ με τα οποία αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες της, ιδιαίτερα τον μικρό Ζαϊν (κι ο ερασιτέχνης Ζαϊν Αλ Ραφία, που τον υποδύεται είναι πράγματι εκπληκτικός).

*** Η νηπιαγωγός

The Kindergarten Teacher. ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία: Σάρα Κολάντζελο. Σενάριο: Σάρα Κολάντζελο, Νάβαντ Λαπίντ. Ηθοποιοί: Μάγκι Τζίλενχαλ, Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ, Άτο Μπλάνκσαν-Γουντ. 96′

Στο ριμέικ της ομότιλτης ισραηλινής ταινίας του 2014 του Νάβαντ Λαπίντ στράφηκε η Σάρα Κολάντζελο για την ανεξάρτητη, χαμηλού κόστους, ταινία της “Η νηπιαγωγός” (βραβείο σκηνοθεσίας στο ανεξάρτητο φεστιβάλ του Σάντανς). Η ηρωίδα, η σαραντάχρνη Λίζα Σπινέλι (Μάγκι Τζίλενχαλ), φαίνεται να ζει μια ήσυχη, τακτοποιημένη ζωή στο Στέιτεν Άϊλαντ της Νέας Υόρκης, με τον, χωρίς μεγάλες απαιτήσεις, άντρα της, τα δυο έφηβα, χωρίς σημαντικά προβλήματα, παιδιά της και τη δουλειά της δασκάλας σε νηπιαγωγείο.

Ομως, στην πραγματικότητα, η Λίζα έχει κουραστεί από όλα, απογοητευμένη από μια ζωή χωρίς τέχνη, χωρίς αυτά που ήθελε να κάνει, και έχει καταντήσει απλά να πηγαινοέρχεται σαν ζόμπι στην καθημερινή δουλειά της. Μόνη ηλιαχτίδα στη ζωή της, τα σεμινάρια ποίησης που παρακολουθεί υπό την καθοδήγηση ενός ποιητή (Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ).

Όταν μια μέρα ανακαλύπτει πως ένας πεντάχρονος μαθητής της, ο ινδικής καταγωγής Τζίμι, είναι ένας ιδιοφυής ποιητής, η Λίζα αποφασίζει να κλέψει τα ποιήματά του και να τα παρουσιάσει σαν δικά της, στα νυχτερινά σεμινάρια, κερδίζοντας έτσι την εκτίμησή και την καταξίωση των άλλων. Μπροστά όμως στην αδιαφορία του πατέρα του Τζίμι, η Λίζα αρχίζει να βρίσκει τρόπους να τον ενθαρρύνει και να τον βοηθά, φτάνοντας σε μια λύση (την απαγωγή του μικρού) με απρόσμενα αποτελέσματα.

Η Κολάντζελο καταγράφει με λεπτομέρεια την πορεία της Λίζας μέχρι τις καταστροφικές αποφάσεις της (αν και θα μπορούσε να υποβάλλει ορισμένα πράγματα παρά να τα περιγράφει με ένα, κάποιες φορές, απλοϊκό, διδακτικό τρόπο), αναπτύσσοντας με μέτρο το σασπένς, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος και τονίζοντας τη σκοτεινή πλευρά της ταινίας της, εκμεταλλευόμενη την παρουσία της εξαιρετικής, αν και υποτιμημένης, ηθοποιού Μάγκι Τζίλενχαλ, η οποία καταφέρνει να δώσει με δύναμη και πάθος τόσο τη γλυκιά, φαινομενικά αφοσιωμένη στη δουλειά της δασκάλα, όσο και την απογοητευμένη, απελπισμένη από τη ζωή Λίζα, που ο πεισματικός αγώνας της, για αναγνώριση την οδηγεί σχεδόν στη ψύχωση.