ΜΠΕΡΛΙΝΑΛΕ 2019

Γυναικεία παρουσία με Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Ανιές Βαρντά και Ιζαμπέλ Κοϊσέτ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η παρουσία της γυναίκας συνεχίζει να κυριαρχεί στις ταινίες αλλά και τις παρουσίες των ημερών αυτών στο Βερτολίνο, στο πλαίσιο της 69ης Μπερλινάλε. Βράβευση σήμερα με την ειδική Χρυτσή Άρκτο καριέρας, της διάσημης, 63χρονης Βρετανής ηθοποιού Σάρλοτ Ράμπλινγκ, που ξεκίνησε ως μοντέλο πριν στγραφεί στην ηθοποιία, με πρώτη της, μικρή, χωρίς να αναφερθεί το όνομά της, εμφάνιση το 1965, στην ταινία “Το νακ και… πώς να το αποκτήσετε” του Ρίτσαρντ Λέστερ. Στις επόμενες δεκαετίες θ’ ακολουθήσουν σημαντικοί, συχνά τολμηροί, ρόλοι σε ταινίες όπως “Οι καταραμένοι” (1969) του Βισκόντι, “Ο θυρωρός της νύχτας” (1974) της Λιλιάνα Καβάνι, “Ζάρντοζ” (1974) του Τζον Μπούρμαν, “Ζωντανές αναμνήσεις” (1980) του Γούντι Άλεν, “Η ετυμηγορία (1982) του Σίντνεϊ Λουμέτ, “Μαξ, αγάπη μου” (1986) του Ναγκίσα Οσίμα, “Η πισίνα” (2003) του Φρανσουά Οζόν, “Μελαγχολία” (2011) του Λαρς φον Τρίερ, κ.ά.

Ημέρα της γυναίκας και η χτεσινή, μια και τόσο τα θέματα όσο και η παρουσία δυο γυναικών σκηνοθετών έδωσαν το δικό τους στίγμα στην 69η Μπερλινάλε: η ελληνικής καταγωγής Γαλλίδα σκηνοθέτρια Ανιές Βαρντά και η Ισπανίδα σκηνοθέτρια Ιζαμπέλ Κοϊσέτ. Η παρουσία της Βαρντά, με το ντοκιμαντέρ “Η Βαρντά από την Ανιές”, που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα, έδωσε ένα ξεχωριστό τόνο στην εκδήλωση.

Πριν από την επίσημη προβολή της ταινίας της, η αειθαλής σκηνοθέτρια, που τον Μάιο κλείνει τα 91 χρόνια, ανέβηκε στη σκηνή του Μεγάρου της Μπερλινάλε, όπου καταχειροκροτήθηκε θερμά από τους όρθιους θεατές, για νά πάρει το ειδικό βράβείο, τη Χρυσή Κάμερα, που το φεστιβάλ απονέμει σε σημαντικούς δημιουργούς. Αξίζει ν’ αναφέρω πως σε ένα σημείο της ταινίας εμφανίζεται κι ένας Έλληνας συγγενής της Βαρντά, από την οικογένεια Βάρδα, που η Ανιές συνάντησε πριν από χρόνια σε επίσκεψή της στο Σαν Φρανσίσκο, σε μια όμορφα και με χιούμορ γυρισμένη σκηνή όπου εκείνος της μιλά αγγλικά και ελληνικά.

Στην ταινία της αυτή, η Βαρντά, πρόδρομος της γαλλικής νουβέλ βαγκ, εμφανίζεται σε μια ειδική συγκέντρωση σε μια τεράστια αίθουσα θεάτρου και μιλά στο κοινό για το έργο της και τη δουλειά της στον κινηματογράφο αλλά και γενικότερα στη ζωή: από το ξεκίνημά της, με την πρώτη της ταινία, “La pointe courte”, όπου για μοντέρ είχε τον αργότερα διάσημο σκηνοθέτη, Αλέν Ρενέ, και όλες τις ταινίες που γύρισε στη διάρκεια όχι μόνο του 20ου αλλά και του 21ου αιώνα (ανάμεσά τους και τηνε μβληματική “Η Κλεό από τις 5 ως τις 7”), τους φεμινιστικούς αγώνες της μέσα και έξω από τον κινηματογράφο, μέχρι τα visual installations που έκανε τα τελευταία χρόνια. Η όμορφη, γεμάτη ωραίες εκπλήξεις, πορεία μιας γυναίκας, που, παρά τη μεγάλη της ηλικία, δεν έπαψε να συνεχίζει να δημιουργεί με το ίδιο πάθος και την ίδια φρεσκάδα που συναντάμε στις πρώτες της ταινίες.

Στην αληθινή ιστορία του έρωτα ανάμεσα σε δυο νεαρές γυναίκες στην Ισπανία του 1901 στρέφεται στην ταινία της “Ελίζα και Μαρκέλα” η Ιζαμπέλ Κοϊσέτ, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της Μπερλινάλε. Η ιστορία αρχίζει όταν τα δυο κορίτσια, η Ελίζα και η Μαρκέλα συναντιώνται στο καθολικό λύκειο, η απαρχ΄πη μιας στενής φιλίας που σταδιακά θα εξελιχθεί σε έρωτα. Ο αυστηρός όμως πατέρας της Μαρκέλας θα μεταφέρει την κόρη του σε οικοτροφείο, σε άλλη πόλη, κι έιναι ύστερα από μερικά χρόνια, που οι δυο νεαρές γυναίκες θα ξανασυναντηθούν, όταν θα έχουν αποφοιτήσει και αρχίζουν να εργάζονται ως δασκάλες. Για να καλύψουν τον ερωτικό δεσμό τους, που τους προκαλεί προβλήματα στην κλειστή κοινωνία όπου ζουν, η Ελίζα αποφασίζει να κόψει τα μαλλιά της και να μεταμφιεστεί σε άντρα, και μαζί, θα κατορθώσουν να ξεγελάσουν έναν παπά που τους παντρεύει. Κάποτε όμως, όταν οι δυο τους αναζητούν άσυλο στην Πορτογαλία, η αλήθεια θα φανερωθεί.

Η Κοϊσέτ παρακολουθεί τις δυο ηρωίδες της, μέσα από ένα μεγάλο φλας-μπακ (στον πρόλογο βλέπουμε την κόρη της Μαρκέλας να επισκέφεται τη μητέρα της, που ζει απομονωμένη κάπου στην επαρχία), καταγράφοντας την ερωτική τους σχέση (σε σκηνές, πρέπει να πω, πολύ τολμηρές), επιμένοντας στα διάφορα στάδια που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην όλη παθιασμένη, ταυτόχρονα βασανιστική, πορεία τους, μέσα από τα πρόσωπα, συχνά εχθρικά, σπάνια φιλικά) που θα συναντήσουν αλλά και την κατανόηση και την υποστήριξη που συναντούν στην περίοδο που φυλακίζονται), ενώ με τη χρήση του μαυρόασπρου φιλμ και διάφορων τεχνικών μέσων (όπως τη χρήση της ίριδας), καταφέρνει να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα της περιόδου του βωβού κινηματογράφου.