Την άμεση αντίδραση των επαγγελματιών Τουρισμού προκαλεί η πρόθεση της κυβέρνησης να επιβάλει «τέλος διανυκτέρευσης» στα ξενοδοχειακά καταλύματα.

Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Ανδρέας Ανδρεάδης απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και τονίζει πως το μέτρο κινείται στη σφαίρα του παραλόγου, καθώς θα δώσει τη χαριστική βολή στο μόνο κλάδο που στηρίζει τα έσοδα του κράτους.

Με το προσφυγικό να πιέζει επικίνδυνα τις προσδοκίες που είχαν οι ξενοδόχοι για τη φετινή χρονιά, αν ισχύσει αυτό θα έρθει πραγματικά… το τέλος της διανυκτέρευσης!
Σε πολλούς παραδοσιακούς προορισμούς υπάρχει ένα κύμα ακυρώσεων λόγω των αυξημένων ροών.

Σάμος, Κως, Λέσβος και Χίος, βρίσκονται στην κορυφή της λίστας όπου οι ακυρώσεις των κρατήσεων πέφτουν βροχή. Στη Λέσβο οι πτήσεις τσάρτερ από 25 την ημέρα πέρυσι, ανέμεναν άνοδο στις 30 και τελικά έπεσαν στις 8-9.

Οι ακυρώσεις δωματίων:
Λέσβος 50%
Κως  30%
Χίος 60%
Σάμος 40% 

Οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Γερμανία, Τσεχία, Αυστρία, Βρετανία, Ολλανδία) ακυρώνουν κατά ριπάς και είναι τώρα η στιγμή να γίνουν κινήσεις προάσπισης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Αντί λοιπόν για μέτρα στήριξης έρχεται το «τέλος διανυκτέρευσης» που καθιστά μη ανταγωνιστική την ελληνική φιλοξενία.

Οι άνθρωποι της αγοράς με πρωτεργάτη τον ΣΕΒ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για ολέθριες επιπτώσεις που φτάνουν στην οικονομική καταστροφή. Για κάθε νύκτα που θα περνάμε θα πληρώνουμε ένα ευρώ για κάθε… αστέρι του ξενοδοχείου – περιλαμβάνει σύμφωνα με πληροφορίες το πακέτο μέτρων που αποσκοπεί στη συγκέντρωση 5,4 δισ. ευρώ μέσα στην 3ετία 2016-2018.

Με βάση το σχέδιο, στα ξενοδοχεία τριών αστέρων θα επιβάλλεται ειδικό τέλος τριών ευρώ ανά διανυκτέρευση, στα ξενοδοχεία τεσσάρων αστέρων, τέσσερα ευρώ ανά διανυκτέρευση, στα πεντάστερα πέντε ευρώ κ.λπ. Το σχέδιο της θέσπισης του τέλους διανυκτέρευσης είχε συζητηθεί πρώτη φορά πέρυσι την άνοιξη και τότε παρουσιαζόταν ως «ισοδύναμο» είτε για να μην καταργηθεί το ειδικό καθεστώς του ΦΠΑ στα νησιά είτε για να μην αυξηθεί ο ΦΠΑ στις ξενοδοχειακές υπηρεσίες από το 6,5% στο 13%.

Πέρυσι το καλοκαίρι όμως αυξήθηκε και ο ΦΠΑ στα ξενοδοχεία ενώ καταργήθηκε το ειδικό καθεστώς στα νησιά του Αιγαίου.

Τι σημαίνει τουρισμός για τη χώρα
Με βάση τα τελικά στοιχεία, το 2013 ο τομέας συνέβαλε άμεσα στη δημιουργία του 9,5% του ΑΕΠ της χώρας, το οποίο διαμορφώθηκε στα 179,1 δισ. ευρώ, ενώ η άμεση και έμμεση συμβολή του εκτιμάται σε 20% έως 25%. Την ίδια περίοδο παρουσίασε ανάπτυξη 11% ή 1,7 δισ. ευρώ (από 15,3 δισ. ευρώ άμεσης συνεισφοράς στο ΑΕΠ το 2013 σε 17 δισ. ευρώ το 2014).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) και της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το 2014 η Ελλάδα υποδέχθηκε 22 εκατ. ξένους τουρίστες και εισέπραξε 13,1 δισ. ευρώ. Σε σχέση με το 2013, ο εισερχόμενος τουρισμός παρουσιάζει αύξηση αφίξεων 23% και εσόδων 12%. Το 2015 ο αριθμός των τουριστών έφτασε τα 23,6 εκατ. και μπήκαν στα ταμεία 14,5 δισ. ευρώ, πάνω από 8% του ΑΕΠ.

Για να καταλάβουμε πόσο σημαντική είναι η σωτηρία της τουριστικής βιομηχανίας μας, από κάθε ένα ευρώ τουριστικής δραστηριότητας δημιουργείται επιπλέον 1,2 ευρώ έως 1,65 ευρώ πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας. Ως αποτέλεσμα, για κάθε ένα ευρώ τουριστικού εσόδου το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται κατά 2,2 ευρώ έως 2,65 ευρώ, καθώς υπάρχει μεγάλη διάχυση ωφελειών στην οικονομία.

Σε τρεις νησιωτικές περιφέρειες, της Κρήτης, του Νοτίου Αιγαίου και του Ιονίου, ο τομέας συνεισφέρει άμεσα στη δημιουργία τουλάχιστον 50% του ΑΕΠ τους. Μάλιστα οι περιφέρειες αυτές έχουν από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα, στοιχείο που δείχνει ότι ο τουρισμός οδηγεί σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των περιοχών στις οποίες αναπτύσσεται.

Σύμφωνα με μελέτη, στην αιχμή του ο τουρισμός πρόσφερε, σε συνδυασμό με την εστίαση, τουλάχιστον μία στις τρεις θέσεις μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, πλέον των θέσεων αυτοαπασχολούμενων σε 31.000 μικρά ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια και δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις εστίασης.

Παράλληλα, η δραστηριότητα στήριξε τα ασφαλιστικά ταμεία σε μια χρονιά που οι υπόλοιπες δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα συνέχισαν να συρρικνώνονται και να μειώνουν τη συνεισφορά τους σε αυτά.