Δύο φαβορί και δύο αουτσάιντερ. Δύο διαφορετικοί ημιτελικοί. Όλοι τους όμως έχουν ένα στόχο: να προσπαθήσουν να φτάσουν στην κορυφή του ευρωπαϊκού μπάσκετ!

ΤΣΣΚΑ vs Λοκομοτίβ Κουμπάν

Η ιδιαιτερότητα του ζευγαριού δεν έχει να κάνει τόσο με την έννοια του ρωσικού «εμφυλίου» όσο με το γεγονός ότι στην άκρη του πάγκου κάθονται δύο Έλληνες προπονητές. Δεύτερο συνεχόμενο Final Four για τον Δημήτρη Ιτούδη ως head-coach (10ο συνολικά), δεύτερο για τον Γιώργο Μπαρτζώκα, το μοναδικό Έλληνα προπονητή που το έχει κατακτήσει.

 

Πέρα από αυτό, το συγκεκριμένο ζευγάρι χαρακτηρίζεται περισσότερο από τις αγωνιστικές διαφορές του, παρά για οτιδήποτε άλλο. Η ΤΣΣΚΑ είναι η πλέον έμπειρη ομάδα σε τέτοιες συνθήκες. Από το 2003 και έπειτα οι Μοσχοβίτες έχουν μείνει μόνο μια φορά μακριά από τους «4». Συν του ότι αποτελούν και το μοναδικό club που έχει κατακτήσει στο παρελθόν τον τίτλο, εν αντιθέσει με τη Λόκο, αλλά και τις Φενέρ-Λαμποράλ. Η ομάδα του Κράσντονταρ, από την άλλη, προκρίθηκε φέτος  πρώτη φορά τόσο στους «8» όσο και στα ημιτελικά της Euroleague.

 

Ο Δημήτρης Ιτούδης έχει στη διάθεσή του παίκτες με εμπειρία από αυτές τις διοργανώσεις, όπως είναι ο Χάινς, ο Τεόντοσιτς, ο ΝτεΚολό, ο Κουρμπάνοφ, ο Βοροντσέβιτς, ο Φριτζόν και ο Νίκολς. Από την άλλη η Λοκομοτίβ έχει πάρει μέρος μόνο με τον Μπαρτζώκα, τον Ντρέιπερ και τον Βορόνοφ, που είχε μια απλή συμμετοχή στη 12άδα (της ΤΣΣΚΑ, τότε) και τίποτα περισσότερο.

 

Όλες οι ομάδες έχουν πίεση. Αλλά σίγουρα το μεγαλύτερο βάρος βρίσκεται αυτή τη στιγμή στους ώμους των παικτών του Ιτούδη. Διότι είναι το μεγάλο φαβορί, είναι η ακριβότερη ομάδα της διοργάνωσης, είναι αυτή που έχει αποτύχει σε τέσσερα συνεχόμενα Final Four να φτάσει στην πηγή. Στα δύο τελευταία μάλιστα οι Ρώσοι φάνηκαν να «λυγίζουν» στο τέλος. Έχασαν δύο ματς που ήταν στα χέρια τους. Έκτοτε άλλαξαν αρκετά τα πρόσωπα, κυρίως σε ό,τι αφορά το ρώσικο στοιχείο, αλλά και πάλι είναι το μεγαλύτερο θέμα που χρειάζεται να διαχειριστεί το προπονητικό τιμ.

 

Από εκεί και πέρα υπάρχει το έξτρα κεφάλαιο που ονομάζεται «Μίλος Τεόντοσιτς». Ο χαρισματικός Σέρβος γκαρντ, που διανύει την πιο παραγωγική διετία της καριέρας του, δεν έχει δικαιώσει τις προσδοκίες σε επίπεδο Final Four. Η συζήτηση για το πόσο «clutch» είναι δεν έχει καμία υπόσταση, διότι έχει αποδείξει ότι μπορεί να κυριαρχήσει στο φινάλε των αγώνων, όπως έχει κάνει τόσες και τόσες φορές. Απλά ως λαός οι Έλληνες συνηθίζουμε να εστιάζουμε στο αρνητικό και να παραμελούμε το θετικό. Ούτως ή άλλως το κριτήριο για τα τελευταία λεπτά δεν είναι το αν μπαίνει ή όχι η μπάλα, αλλά για το πόσο «κρύβεται» ένας παίκτης, ή δέχεται να πάρει πρωτοβουλία. Επομένως το πρόβλημα του Τεόντοσιτς δεν είναι το αν είναι loser ή όχι, αλλά το γεγονός ότι το παρακάνει. Ότι επιδιώκει να μετατρέψει όλα τα ματς σε προσωπική του υπόθεση. Εξαίρεση ενδεχομένως ο ημιτελικός του 2014, όταν προσπάθησε να αφήσει το ματς να έρθει πάνω του, χωρίς να εκβιάσει καταστάσεις. Οπότε το ζητούμενο δεν είναι το τι θα κάνει ο Τεόντοσιτς, αλλά τι περιθώρια θα του δώσει ο προπονητής αν το ματς είναι κλειστό στο φινάλε.

 

Πλέον η Λοκομοτίβ βιώνει μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Η δική της χρονιά ήταν επιτυχημένη από τη στιγμή της πρόκρισης στους «8» και έκτοτε η μια υπέρβαση διαδέχεται την άλλη. Συν του ότι υπάρχει και η ιδιαιτερότητα ότι η σεζόν για την ομάδα του Κράσντονταρ τελειώνει στο Βερολίνο. Έχοντας ήδη ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις της από τη VTB πάει με τη λιγότερη δυνατή πίεση, έχοντας παράλληλα παίξει το δικό της τελικό, που δεν ήταν άλλος από την κλειστή και δύσκολη σειρά με την Μπαρτσελόνα. Ναι μεν οι περισσότεροι παίκτες της σκέφτονται ήδη το πώς θα εξαργυρώσουν τα συμβόλαια της επόμενης χρονιάς, αλλά από την άλλη υπάρχει και το σενάριο που θέλει τη Euroleague να δίνει wild-card στους Ρώσους αν κατακτήσουν τον τίτλο. Οπότε μένει να δούμε πώς θα αντιμετωπίσουν οι παίκτες της Λόκο τους αγώνες, γιατί δεν αποκλείεται να παραταχθούν χωρίς άγχος δίνοντας ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι επί γερμανικού εδάφους.

 

Με λίγα λόγια θα συναντηθούν η καλύτερη επίθεση της διοργάνωσης, απέναντι στην καλύτερη άμυνα. Η ΤΣΣΚΑ αποτελεί χωρίς αμφιβολία την πιο ποιοτική ομάδα της διοργάνωσης!

 

Φενέρμπαχτσε vs Λαμποράλ

Όπως και ο άλλος ημιτελικός, έτσι κι αυτός μοιάζει περισσότερο με μια σύγκρουση Δαβίδ εναντίον Γολιάθ. Στο ρόλο του γίγαντα, η Φενέρ. Η πιο σταθερή ομάδα της διοργάνωσης ώς τώρα, ακόμη κι όταν κλήθηκε να καλύψει το κενό του πιο «καταλυτικού» της παίκτη, του Γιαν Βέσελι, απέναντι μάλιστα σε έναν δύσκολο αντίπαλο, όπως είναι η Ρεάλ. Οπότε αν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε, θα λέγαμε ότι οι Τούρκοι ταξιδεύουν στο Βερολίνο ως το φαβορί για να πάρουν τον τίτλο.

 

Η Λαμποράλ από την άλλη είναι το απόλυτο αουτσάιντερ. Κάτι που κρίνεται και από τη σύγκριση των μπάτζετ, αν και σ’ αυτή τη φάση της διοργάνωσης θα ήταν προτιμότερο να την αφήσουμε εκτός πλάνου. Ισχύει ό,τι και στο προηγούμενο ζευγάρι, ότι η Φενέρ θα πρέπει να διαχειριστεί τώρα την πίεση. Αγωνιστικά οι Τούρκοι είναι μια ομάδα που μπορεί να προσαρμοστεί και να παίξει διαφορετικού στιλ μπάσκετ. Έχοντας ωστόσο ως βάση την παρουσία δύο καλών αθλητών στη φροντ-λάιν, του Βέσελι και του Ούντο. Οι δυο τους όχι μόνο αυξάνουν την αθλητικότητα της ομάδας, αλλά παίζουν και το ρόλο του «τερματοφύλακα», έχοντας παράλληλα την ικανότητα να αμυνθούν αποτελεσματικά στο pick-n-roll. Για παράδειγμα όταν η Φενέρ αμύνεται με αλλαγές κι ο ένας ψηλός μαρκάρει τον κοντό στην περιφέρεια, ο άλλος θωρακίζει τη ρακέτα. Γενικά η Φενέρ, που βασίζεται πολύ στην άμυνα και στο hustle παιχνίδι, διαθέτει μέγεθος και αθλητικότητα. Παίζει συχνά μια άμυνα με αλλαγές και βγάζει τον αντίπαλο εκτός ρυθμού. Για αυτό και έχει πολύ υψηλές επιδόσεις στους αμυντικούς δείκτες.

 

Η Λαμποράλ από την άλλη επίσης είχε πολύ καλές αμυντικές επιδόσεις, έχοντας κατά κύριο λόγο καλούς αθλητές στην περιφέρεια. Τυπική ομάδα Περάσοβιτς, που αρέσκεται να πιέζει την μπάλα και τις πρώτες πάσες. «Επιθετική» ακόμη και στην άμυνά της. Με σαφή διάθεση να τρέξει περισσότερο από τον αντίπαλο. Εξ ου κι η πρωτιά της στο δείκτη του «pace», δηλαδή του αριθμού των κατοχών στα 40 λεπτά: 76,2 ο δείκτης της, εμφανώς μεγαλύτερος από αυτόν της Φενέρ (72,1), που βρίσκεται κάτω από το μέσον όρο της λίγκας.

 

Το παιχνίδι της ωστόσο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του Μπουρούση, τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Τι σημαίνει το «αρνητικά»: ότι είναι φανερή η διαφορά όταν αυτός δεν βρίσκεται στο παρκέ. Ούτε ο Πλάνινιτς ούτε ο Τζοπ μπορούν να καλύψουν το κενό του όσο βρίσκεται στον πάγκο, οπότε από τώρα γνωρίζουμε ότι ο συγκεκριμένος παίκτης θα αποτελέσει τον Νο1 στόχο στην επίθεση της Φενέρ. Έχοντας μάλιστα το δύσκολο έργο να «χτυπιέται» με έναν παίκτη που κυνηγά όλες τις φάσεις και ρολάρει γρήγορα στο καλάθι, τον Γιαν Βέσελι (1.453 πόντους ανά κατοχή ως ψηλός που ρολάρει – 3ος στη λίστα). Ο Μπουρούσης, όπως είδαμε ξεκάθαρα στη σειρά με τον Παναθηναϊκό, είναι ο βασικός άξονας των Βάσκων στο παιχνίδι μισού γηπέδου. Το αποκούμπι της ομάδας όταν κάτι πηγαίνει στραβά. Αφενός διότι έχει ικανότητα στο σκοράρισμα (8,5 πόντοι έρχονται από τα χέρια του όταν βρίσκεται στο low-post – 1ος σε όλη τη διοργάνωση) και αφετέρου διότι συνολικά η Λαμποράλ λειτουργεί εξαιρετικά σ’ αυτή την κατάσταση. Το επονομαζόμενο split the post. Η κίνηση των υπολοίπων παικτών είναι υποδειγματική, περιλαμβάνοντας δυνατά κοψίματα και κίνηση των καλών σουτέρ, όπως είναι οι δύο Αμερικανοί γκαρντ, αλλά και ο Μπέρτανς.

 

Το κακό για τη Φενέρ είναι ότι η ομάδα του Περάσοβιτς είναι άστατη. Έχει κάνει μεγάλες νίκες (εκτός έδρας με Μπαρτσελόνα, Ρεάλ και Παναθηναϊκό, ή εντός με ΤΣΣΚΑ) και γενικότερα παίζει συχνά ένα γρήγορο παιχνίδι πρωτοβουλίας το οποίο είναι και το πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Η παρουσία τριών ικανών on-ball παικτών, όπως είναι ο Άνταμς, ο Μπουρούσης, αλλά και ο Τζέιμς, την καθιστούν πάρα πολύ επικίνδυνη. Τι σημαίνει on-ball παίκτης; Είναι αυτός που κυριαρχεί όταν έχει την μπάλα στα χέρια του. Ίσως το δίδυμο Άνταμς-Μπουρούσης είναι το πιο «φονικό» σ’ αυτό το κομμάτι στο Φάιναλ Φορ, αντίστοιχα αποτελεσματικό με τους Ντιλέινι και Ράντολφ της Λοκομοτίβ. Οπότε τα ερωτηματικά που αφορούν την αναμέτρηση έχουν να κάνουν με το χρόνο που θα μείνει ο Μπουρούσης στο παρκέ, ή τις φάσεις στο ανοιχτό γήπεδο που θα βρει η Λαμποράλ.

 

Εξαρτάται από τον Δαβίδ όμως; Ναι, εξαρτάται και από αυτόν. Διότι το βασικότερο πρόβλημα του Γολιάθ είναι να αντέξει την πίεση του φαβορί που βαραίνει τις πλάτες του, μια πίεση που έχει παίξει σημαντικό ρόλο τα προηγούμενα χρόνια.