Του Γιάννη Χρονόπουλου*

Ο Φρίντριχ Έμπερτ (Friedrich Ebert, 1871-1925), πέντε μέρες μετά τη σύγκληση της εθνοσυνέλευσης στη Βαϊμάρη, εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (4 Φεβρουαρίου 1918-28 Φεβρουαρίου 1925). Είχε ήδη εκλεγεί πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) μετά το θάνατο του ιστορικού ηγέτη του κόμματος, Άουγκουστ Μπέμπελ.

Τον Αύγουστο του 1914, στο κρίσιμο ερώτημα αν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έπρεπε να ταχθεί υπέρ ή κατά του πολέμου, ο Έμπερτ τοποθετήθηκε υπέρ του Burgfrieden, δηλαδή την ανοχή των Σοσιαλδημοκρατών στην γερμανική πολεμική προσπάθεια, φοβούμενος, όπως και άλλοι Σοσιαλδημοκράτες, ότι αλλιώς θα θεωρούνταν προδότες και θα διώκονταν από τη γερμανική κυβέρνηση.

 

Τους τελευταίους μήνες του πολέμου διορίστηκε Καγκελάριος. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις επαναστάσεις των Σπαρτακιστών και των Σοσιαλιστών στο Βερολίνο και τη Βαυαρία αντίστοιχα, συνεργάστηκε με τον στρατό και τα ακροδεξιά ένοπλα τμήματα Freikorps. Η καταστολή των επαναστάσεων είχε ως αποτέλεσμα των θάνατο πολλών αριστερών πολιτικών και τη λήξη της συνεργασίας του S.P.D με το U.S.P.D. (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας). Η αμφιλεγόμενη σύμπλευση με τα Freikorps στιγμάτισε τον Έμπερτ. Κατηγορήθηκε από τους κομμουνιστές και άλλες δυνάμεις αριστερά του S.P.D. ότι άνοιξε τον δρόμο στον ναζισμό. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η «ανίερη» συμμαχία με τα ακροδεξιά ένοπλα τάγματα ήταν αναπόφευκτη αλλά αναγκαία για να ανατραπεί η διαδικασία εγκαθίδρυσης ενός κομμουνιστικού καθεστώτος, όπως οραματίζονταν ο Κάρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

 

Οι αριστεροί επικριτές του καταλογίζουν ότι τότε οι κομμουνιστές δεν ήταν αρκετά ισχυροί για να επιβάλλουν έναν τέτοιο καθεστώς. Πιθανώς, ο Έμπερτ επηρρεάστηκε από την επικράτηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία και προσπάθησε να ανακόψει παρόμοιες εξελίξεις στη Γερμανία. Ωστόσο, η επιλογή αυτή λειτούργησε σαν ωρολογιακή βόμβα που πυροδοτήθηκε πρόωρα στα χέρια του. Η εργατική τάξη αποξενώθηκε από την κεντρική κυβέρνηση και κατευθύνθηκε είτε προς την κομμουνιστική αριστερά είτε προς την εθνικιστική ακροδεξιά.

 

Η πολιτική πορεία του Έμπερτ κινήθηκε στην κόψη του ξυραφιού, ανάμεσα σε μια επικριτική αριστερά και μια αδιάφορη για τον κοινοβουλευτισμό άκρα δεξιά. Από τις πρώτες στιγμές της κατάρρευσης της γερμανικής μοναρχίας ο Έμπερτ έδωσε το στίγμα ότι προτιμούσε την επικράτηση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που θα εξασφάλιζε την ομαλότητα και την ισορροπία μέσω μεταρρυθμίσεων, παρά τη βίαιη ανατροπή του καθεστώτος και τη δημιουργία μιας επαναστατικής σοσιαλιστικής δημοκρατίας στα πρότυπα της Ρωσίας.

 

Μετά την παραίτηση του Κάιζερ και του Διαδόχου Μαξ και το ξέσπασμα της αριστερής «Γερμανικής Επανάστασης» τον Νόεμβριο του 1918 δήλωνε στον Μαξ φον Μπάντεν: «Αν δεν παραιτηθεί ο Κάιζερ, η κοινωνική επανάσταση είναι αναπόφευκτη. Αλλά είναι κάτι που δεν το θέλω, το σιχαίνομαι σαν την αμαρτία». Έντονη ήταν η αντιμαχία του με τον Κάρλ Λίμπκνεχτ, όταν ο δεύτερος ανακήρυξε την «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία», θεωρώντας ότι η δημοκρατία μπορούσε να ανακηρυχθεί μόνο από ένα εκλεγμένο κοινοβούλιο και όχι από επαναστατικές ένοπλες δυνάμεις. Λίγους μήνες αργότερα, ο Λίμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ θα έβρισκαν τον θάνατο από τα Freikorps.

 

1 Vaim

 

Οι Γερμανοί εργάτες στάθηκαν στο πλευρό του – ενώ ο στρατός έμεινε αμέτοχος – όταν τα Freikorps αποπειράθηκαν να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1920 στο περίφημο Κapp Putsch. Γενικές απεργίες, βίαιες συγκρούσεις και διαδηλώσεις σε όλη τη Γερμανία απέτρεψαν τελικά το πραξικόπημα και η κοινοβουλευτική δημοκρατία επέζησε αυτής της κρίσης. Το δικαστικό σύστημα – συντηρητικό και προσκείμενο στη δεξιά – αντιμετώπισε επιείκως τους πραξικοπηματίες, ήταν «τυφλή στο δεξί μάτι». Ωστόσο, μερικούς μήνες αργότερα, η κυβέρνηση συνέτριψε με τη δύναμη των όπλων μία κομμουνιστική εξέγερση στη Ρηνανία, όπου χιλιάδες εργάτες δολοφονήθηκαν. Στο πλευρό της στάθηκαν οι επίδοξοι πραξικοπηματίες, τα Freikorps.

Ο Έμπερτ δέχθηκε λυσσαλέες επιθέσεις από τη δεξιά, που έφταναν στο σημείο της κακοήθειας και της συκοφαντίας. Προσπάθησε να υπερασπίσει τον εαυτό του καταφεύγοντας στη γερμανική δικαιοσύνη, αλλά ούτε στην περίπτωσή του οι δικαστές ήταν αντικειμενικοί. Επανειλλημένως, αθωόνονταν οι συκοφάντες και πολέμιοι του. Οι αδιάκοπες επιθέσεις στην τιμή και την αξιοπρέπειά του έφθειραν ανεπανόρθωτα την υγεία του. Πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου 1925 από σηψαιμία, μετά από κρίση σκωληκοειδίτιδας.

Κατά την επταετή θητεία του επέλεξε μια συμβιβαστική, μετριοπαθή πολιτική, προσπαθώντας να αμβλύνει τις διαφορές μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Ωστόσο, οι συνομιλητές του δεν ήταν πάντοτε «έντιμοι». Ενώ το S.P.D. δέχτηκε το 1923 το μέτρο για μη πληρωμή των υπερωριών των εργαζομένων, η δεξιά δεν συμφώνησε στην επιβολή φόρων στις πιο εύπορες τάξεις σε αντάλλαγμα, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια του. Εν κατακλείδι, η γερμανική κοινωνία ήταν ανέτοιμη, πολύ βαριά τραυματισμένη και διχασμένη λόγω των συνεπειών της ήττας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και των οικονομικών επακόλουθών της, για να ευδοκιμήσει η εξισορροπητική πολιτική του Έμπερτ.

 

 

Hinntempoyrgk

Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul von Hindenburg, 1847-1934)
Ο γηραιός Πρώσος στρατάρχης και πρωταγωνιστής του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε δεύτερος προέδρος της Γερμανίας μετά τον θάνατο του Έμπερτ. Παρά τις ευθύνες του για την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο, περιεβλήθη με δάφνες δόξας και τιμής. Η θέση του Χίντενμπουργκ ως ήρωα τον βοήθησε αρκετές φορές στην πολιτική του σταδιοδρομία. Απολάμβανε άτυπη ασυλία και υποστήριξη από τον γερμανικό λαό.

Οι υποστηρικτές του τον αναγόρευσαν σε υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του 1925, αν και ο ίδιος προτιμούσε την ήσυχη ζωή του συνταξιούχου. Ωστόσο, η γερμανική δεξιά συσπειρώθηκε γύρω από τον δαφνοστεφανωμένο πολεμικό ήρωα, ελπίζοντας ότι θα ανέκοπτε το ρεύμα των σοσιαλιστών, κομμουνιστών και άλλων αριστερών δυνάμεων και θα επανέφερε τη σταθερότητα και την ομαλότητα στη Γερμανία. Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών δεν ανέδειξε νικητή με απόλυτη πλειοψηφία. Τελικά, ο Χίντενμπουργκ επικράτησε στον δεύτερο γύρο του Βίλχελμ Μαρξ, του Κόμματος του Κέντρου.

Κατά την πρώτη πενταετή θητεία του ο Χίντενμπουργκ κράτησε αντικειμενική στάση απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις. Αν και πιστός στις γερμανικές παραδόσεις και στη μοναρχία, αρνήθηκε προτάσεις για την επαναφορά της τιμώντας τον όρκο του στο σύνταγμα της νεότευκτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, οι σύμβουλοί του, ο γιος του Όσκαρ, ο στρατηγός Βίλχελμ Γκρένερ και ο στρατηγός Κουρτ φον Σλάιχερ, εμπνέονταν από αντικοινοβουλευτικές πεποιθήσεις. Η ομάδα αυτή, γνωστή ως «Καμαρίλλα», ασκούσε ισχυρή επιρροή στον Χίντενμπουργκ πιέζοντάς τον να εγκρίνει αντικοινοβουλευτικούς νόμους π.χ. ο καγκελάριος να είναι υπόλογος στον πρόεδρο και όχι στο κοινοβούλιο.

 

4 vaim

Συνταγματικές αλλαγές, όπως η «Φόρμουλα 25/48/53», λόγω των ομώνυμων άρθρων, ισχυροποίησαν τη θέση του προέδρου, επιτρέποντάς του να διαλύει το κοινοβούλιο, να περνά έκτακτους νόμους χωρίς την συγκατάθεση του κοινοβουλίου (αν και αυτό διατηρούσε το δικαίωμα να τους καταψηφίζει μετά την έλευση εξήντα ημερών) και να διορίζει τον καγκελάριο απευθείας. Στόχος της «Καμαρίλλας» ήταν η ανάδειξη στο αξίωμα του Καγκελάριου πολιτικών – μαριονετών. Ο Χίντενμπουργκ, παρά τους ενδοιασμούς του, ενέδωσε στις πιέσεις τους και ενέκρινε αυτές τις αλλαγές στο γερμανικό Σύνταγμα.

 

Το 1926-27, η «Καμαρίλλα» επιχείρησε την επιβολή «προεδρικής κυβέρνησης», αλλά χωρίς επιτυχία. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 1930, ο Σλάιχερ έπεισε τον Χάινριχ Μπριούνινγκ, ηγέτη του Κόμματος του Κέντρου να αναλάβει καγκελάριος. Ο Σλάιχερ δημιούργησε κρίση στη κυβέρνηση συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών και του Κόμματος του Γερμανικού Λαού, σχετικά με το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, που οδήγησε στην πτώση της και την άνοδο του Μπριούνινγκ στην εξουσία. Ο νέος καγκελάριος έφερε στο κοινοβούλιο προϋπολογισμό περιστολών των δαπανών και περικοπών, που όμως δεν πέρασε από το κοινοβούλιο. Ο Χίντενμπουργκ εφάρμοσε το άρθρο 48 περί έκτακτων νόμων, εγκρίνοντας έτσι τον νέο προϋπολογισμό.

 

Η άφρονη τακτική και οι ραδιουργίες των προεδρικών συμβούλων και η παθητικότητα του Χίντεμπουργκ ήταν ένας από τους λόγους που αποδιοργάνωσαν την γερμανική πολιτική ζωή και άνοιξαν τον δρόμο για την εκλογική άνοδο των Ναζί. Στις εκλογές του 1928 είχαν λάβει μόλις 2%. Δύο χρόνια αργότερα, το ποσοστό τους ανήλθε στο17% ενώ κέρδη είχαν και οι κομμουνιστές.

Ο Μπριούνινγκ κυβερνούσε, στηριζόμενος στο άρθρο 48 και την ανοχή των Σοσιαλδημοκρατών, αλλά ο Χίντεμπουργκ δυσανασχετούσε με αυτή την τακτική.

Ωστόσο, σύντομα ο Χίντενμπουργκ θα υποχρεωνόταν να συνεννοείται μ’ έναν άνθρωπο που αντιπάθησε από την πρώτη στιγμή που συνάντησε, τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο Πρώσος αριστοκράτης και στρατιωτικός δεν μπορούσε να ανεχθεί την παρουσία του μικροαστού Αυστριακού πολιτευτή, τον οποίο αποκαλούσε περιφρονητικά «Αυστριακό δεκανέα». Η αντιπάθεια ήταν αμοιβαία. Ο Χίτλερ τον αποκαλούσε «γερο-ηλίθιο» και «αντιδραστικό». Στο ενδεχόμενο να διορίσει καγκελάριο τον Χίτλερ, στις αρχές του 1933, δήλωσε σε φίλους του: «Κύριοι, ελπίζω να μη με θεωρείτε ικανό για κάτι τέτοιο – δεν θα τον έκανα ούτε καν κουρέα μου». Σύντομα θα κατάπινε τα λόγια του.

 

Στις εκλογές του 1932, και παρά την κλονισμένη υγεία του, κατήλθε υποψήφιος, πιεζόμενος από τους σύμβουλούς του. Αντίπαλός του ήταν ο Χίτλερ. Γύρω του συσπειρώθηκαν πολιτικές δυνάμεις, πλην της άκρας δεξιάς και το Κομμουνιστικό Κόμμα, από τους Καθολικούς του Κέντρου και τους συντηρητικούς ως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και τους Φιλελεύθερους. Ο Χίντενμπουργκ ήθελε να αποφύγει τη δοκιμασία της προεκλογικής περίοδου. Ζήτησε την ανανέωση της θητείας του από το κοινοβούλιο. Κάτι τέτοιο όμως απαιτούσε κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 2/3, όπου οι Ναζί ήταν δεύτεροι σε δύναμη.

 

Σε επαφές μεταξύ Μπριούνινγκ και Χίτλερ, ο πρώτος πρότεινε στον δεύτερο αποφυγή των προεδρικών εκλογών και ανανέωση της θητείας Χίντενμπουργκ. Προς έκπληξη όλων, ο Χίτλερ συμφώνησε θέτοντας έναν όρο: τη διάλυση του κοινοβουλίου και τη διεξαγωγή νέων εκλογών. Ο Μπριούνινγκ αρνήθηκε, και παρά τις ραδιουργίες του Σλάιχερ, η χώρα οδηγήθηκε σε νέες προεδρικές εκλογές. Κατά την προεκλογική περίοδο, ο Χίντενμπουργκ ήταν σκιά του εαυτού του, λόγω κλονισμένης υγείας, και περιορίστηκε σε ολιγόλεπτες εμφανίσεις στα μπαλκόνια. Στις εκλογές της 13ης Μαρτίου, ο Χίντενμπουργκ κέρδισε τη σχετική πλειοψηφία, αλλά επικράτησε στις επαναληπτικές της 10ης Απριλίου.

 

Ο Σλάιχερ συνέχιζε παρασκηνιακές επαφές με τον Χίτλερ, εξασφαλίζοντας την υποστήριξή του, αν διεξάγονταν νέες εκλογές για το κοινοβούλιο. Στα τέλη Μαΐου, ο Χίντενμπουργκ, εισακούοντας τις εισηγήσεις του Σλάιχερ απέπεμψε με ταπεινωτικό τρόπο τους Μπριούνινγκ και Γκρένερ (τότε υπουργός Στρατιωτικών) από την κυβέρνηση και διόρισε νέο καγκελάριο τον διπλωμάτη Φραντς φον Πάπεν. Σύντομα, ο Χίντενμπουργκ θα υποκαταστήσει τον ραδιούργο Σλάιχερ με τον κόλακα φον Πάπεν στη θέση του στενότερου συμβούλου. Στη συνέχεια, προκήρυξε τις πολυπόθητες για τον Χίτλερ εκλογές στις 31 Ιουλίου 1932, όπου έλαβε 37%. Διάχυτη ήταν η αίσθηση ότι νέος καγκελάριος θα διοριζόταν ο Χίτλερ, αλλά ο Χίντενμπουργκ ήταν ανένδοτος. Σε συνάντηση με τον Χίτλερ, στις 13 Αυγούστου 1932, απέρριψε το αίτημά του για άνοδο στην καγκελαρία, λέγοντας ότι δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει στη συνείδησή του, στο Θεό και στην πατρίδα του τη μεταφορά της εξουσίας σ’ ένα κόμμα τόσο προκατειλλημένο απέναντι σε ανθρώπους με διαφορετικές απ’ αυτό απόψεις.

 

Franz von Papen

Η κυβέρνηση φον Πάπεν δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από ένα κοινοβούλιο με ναζιστική πλειοψηφία. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τον Νοέμβριο του 1932. Η δύναμη των Ναζί μειώθηκε σε 32%, αλλά παρέμειναν πρώτοι. Ο Χίντενμπουργκ ήταν αμετάπειστος: «Δεν θα διορίσω ποτέ καγκελάριο τον Χίτλερ!». Ωστόσο, οι ραδιουργίες των Σλάιχερ, φον Πάπεν και Χίτλερ στο παρασκήνιο και οι πιέσεις των Μάισνερ και του γιου του Όττο, έκαμψαν τις αντιστάσεις του. Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο της Γερμανίας. Ο παλιός συμπολεμιστής του, Έριχ Λούντεντορφ, του δήλωσε προφητικά: «Παρέδωσες την άγια πατρίδα μας, τη Γερμανία, σ’ έναν από τους μεγαλύτερους δημαγωγούς όλων των εποχών. Προβλέπω ότι ο καταραμένος αυτός άνθρωπος θα ρίξει το Ράιχ στην άβυσσο και θα φέρει ανεπανόρθωτη καταστροφή στο έθνος. Οι μελλοντικές γενιές θα σε καταριώνται πάνω από τον τάφο σου γι’ αυτή την πράξη σου».

 

Στη συνέχεια ο Χίντενμπουργκ κατέληξε μία άβουλη μαριονέτα στα χέρια του Χίτλερ. Ενέκρινε νόμους που έπληξαν το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως αυτός περί περιορισμού της ελευθεροτυπίας ή ο Νόμος για την Πυρπόληση του Ράιχσταγκ (Γερμανικό Κοινοβούλιο) με τον οποίο ανεστάλησαν όλες οι πολιτικές ελευθερίες. Στην τελετή εγκαινίων του νέου Ράιχσταγκ, ο Χίντενμπουργκ πρωτοστάστησε στις εκδηλώσεις στο πλευρό του Χίτλερ.

Ο εθνικοσοσιαλιστής ηγέτης περίμενε υπομονετικά τον θάνατο του γηραιού προέδρου. Γνώριζε ότι έχαιρε ακόμη της εκτίμησης του γερμανικού λαού και στρατού και δεν ήθελε να προκαλέσει αντιδράσεις. Κατ’ ιδίαν όμως εξακολουθούσε να τον αποκαλεί «γερο-ηλίθιο».

Η μόνη φορά που ο Χίντενμπουργκ αντέδρασε ήταν στο Νόμο περί Αποκατάστασης των Δημόσιων Υπηρεσιών, όπου προβλεπόταν η απόλυση όλων των Εβραίων δημόσιων υπαλλήλων. Μετά από απαίτησή του, εξαιρέθηκαν οι Εβραίοι βετεράνοι του πολέμου, δημόσιοι υπάλληλοι που εργάζονταν την περίοδο του πολέμου, και οι γιοι βετεράνων.

Λίγο πριν πεθάνει, ο Χίντενμπουργκ αντιλήφθηκε το μέγεθος του ναζιστικού κινδύνου και σχεδίαζε την επιβολή στρατιωτικού νόμου. Όμως, μετά την κτηνώδη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», όπου δολοφονήθηκε και ο πρώην μυστικοσύμβουλός του Σλάιχερ, ο Χίντενμπουργκ αναγκάστηκε να στηρίξει τον Χίτλερ με το ακόλουθο τηλεγράφημα της 1ης Ιουλίου 1934, επικροτώντας την εξουδετέρωση των SA:

«Συμφώνως προς αναφορά που μου υπεβλήθησαν συντρίψατε όλας τας στασιαστικάς ραδιουργίας και τας απόπειρας, χάρις στην προσωπική σας δραστηρία και θαρραλέα παρέμβασιν. Εσώσατε τον γερμανικό λαόν από κίνδυνον μέγα. Σας εκφράζω την βαθείαν ευγνωμοσύνην μου και την ειλικρινή εκτίμησίν μου.
Στρατάρχης φον Χίντενμπουργκ,
Πρόεδρος του Ράιχ».

Πέθανε στις 2 Αυγούστου 1934. Το ναζιστικό καθεστώς οργάνωσε μία κηδεία, γεμάτη προπαγανδιστικούς, εθνικιστικούς και μιλιταριστικούς συμβολισμούς. Ο ήρωας του πολέμου κηδεύτηκε στον περίβολο του κάστρου του Τάννενμπεργκ, όπου είχε θριαμβεύσει εναντίον των Ρώσων στον Μεγάλο Πόλεμο, και παρά την τελευταία του επιθυμία να ταφεί δίπλα στη σύζυγό του Γερτρούδη (είχε πεθάνει το 1921). Εκτοτε, για διάφορους λόγους, η σωρός του μεταφέρθηκε έξι φορές στα επόμενα 12 χρόνια. Τελικά, τον Αύγουστο του 1946, οι Αμερικανοί ενταφίασαν τη σορό του στο κοιμητήριο της Αγίας Ελισάβετ, που ανήκει στο οικογενειακό παρεκκλήσιο στο Μάρμπουργκ, όπου παραμένει ως σήμερα.

*Ιστορικός, διευθυντής των εκδόσεων Historical Quest