Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Δεσμοί αίματος

Hrutar/Rams. Ισλανδία/Δανία/Νορβηγία/Πολωνία, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γκρίμουρ Χακόναρσον. Ηθοποιοί: Σιγκούρντουρ Σιγκούργιονσον, Θεοντόρ Γιούλιουσον, Σαρλότ Μπέβινγκ. 93΄.

Η απόφαση των αρχών να θανατώσουν όλα τα πρόβατα της κοιλάδας, ύστερα από ένα θανατηφόρο ιό που έχει προσβάλει τα ζώα της περιοχής, θα ξαναφέρει κοντά δυο αποξενωμένα εδώ και 40 χρόνια αδέρφια, στην όμορφη αυτή, διανθισμένη με παράλογο χιούμορ, μαζί και συγκινητική, δίκαια βραβευμένη στο φεστιβάλ των Κανών (βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα») ταινία του Ισλανδού σκηνοθέτη Γκρίμουρ Χοκάναρσον. Για τα δυο ανύπαντρα, αρκετά μεγάλης ηλικίας, αδέρφια, τον Γκάμι και τον Κίντι, που ζουν 50 μέτρα ο ένας μακριά από τον άλλο, με τα κριάρια τους που στο παρελθόν έχουν βραβευτεί, η θανάτωση των ζώων θα σημάνει την καταστροφή τους και την ανάγκη να εγκαταλείψουν τη γη τους, γι’ αυτό και, αρχικά, ο καθένας θα προσπαθήσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, με το δικό του τρόπο (ο Γκάμι τελικά δέχεται να σκοτώσει τα περισσότερα πρόβατα, κρύβοντας όμως μερικά από τα πιο αγαπημένα του, ενώ ο Κίντι, αρχικά, το ρίχνει στο πιοτό), αν και τελικά, μόνο με την αναγκαστική συνεργασία τους θα βρεθεί η επιθυμητή λύση.

 

rams

 

Η ταινία αρχίζει με ένα διαγωνισμό «ομορφιάς», που έχει σχέση με τα καλύτερα κριάρια, διαγωνισμό στον οποίο συμμετέχουν τα δυο αδέρφια, σκηνή, δοσμένη με χιούμορ και η οποία καθορίζει την ανταγωνιστική σχέση τους. Με την έκρηξη όμως της αρρώστιας των προβάτων, η σχέση αυτή αρχίζει να αλλάζει. Με φόντο τα πανέμορφα, παγωμένα, μελαγχολικά τοπία του απομακρυσμένου νησιού όπου ζουν τα δυο, με τα γένια και την τραχιά όψη αδέρφια (δυο πολύ καλές ερμηνείες από τους Σιγκούρντουρ Σιγκούργιονσον και Θεοντόρ Γιούλιουσον), ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τη σταδιακή αλλαγή στη σχέση των δυο αδερφών. Εκτός από τη σχέση ανάμεσα στα δυο αδέρφια, που αναπτύσσεται με λεπτομέρεια, χιούμορ, ειρωνεία, σωστό ρυθμό και εικαστικά όμορφα πλάνα (η έξοχη φωτογραφία είναι του Sturla Brandth Grovlen), ο Χακόναρσον καταγράφει, παράλληλα, με ευαισθησία, ξεχωριστή φροντίδα και ζεστασιά, και μια, θα έλεγα, σχεδόν ντοκιμαντεριστική ματιά, την καθημερινή, γεμάτη δυσκολίες, τραχιά ζωή των αγροτών στο απόμακρο, εγκαταλειμμένο από το κράτος, νησί τους, τα προβλήματα και την απέραντη μοναξιά τους, που τα παρεμβάλλει με τα έρημα, παγωμένα, επιβλητικά γυμνά τοπία. Για να μας οδηγήσει στο αναπάντεχο αν και τόσο απλό, συγκινητικό, βαθιά ανθρώπινο, δοσμένο με λεπτότητα φινάλε του, που δίνει στην ταινία τη ξεχωριστή ομορφιά και τη δύναμή της. Συνολικά μια πανέμορφη ταινία δοσμένη με χιούμορ και ανθρωπιά, που μας αποκαλύπτει έναν άγνωστο στη χώρα μας αν και εξαίρετο, κινηματογράφο, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πως ο κινηματογράφος που, πάνω απ’ όλα, ασχολείται με τον άνθρωπο, βρίσκεται μακριά από το Χόλιγουντ και τις σύμφωνα με τις γνωστές φόρμουλες παραγωγές του.