H Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών με ανακοίνωση της, εκφράζει την διαφωνία της με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για θέματα φορολογίας και τις κρατικές ενισχύσεις στις θαλάσσιες μεταφορές.

 

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά η ΕΕΕ «επιθυμεί να απαντήσει στην προσφάτως δημοσιευθείσα Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [C(2015)9019 Τελικό / 18-12-2015] που υποστηρίζει ότι ορισμένες διατάξεις του ελληνικού ναυτιλιακού φορολογικού συστήματος αντίκεινται στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις και ειδικότερα στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις υφιστάμενες Κατευθυντήριες Γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στις θαλάσσιες μεταφορές (οι ονομαζόμενες ως SAG)».

 

Και προσθέτει ότι: «Ως επίσημος εκπρόσωπος της ελληνικής ναυτιλίας, η Ένωσις Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) έχει το καθήκον να τονίσει ότι δεν υφίσταται καμία ουσιαστική στρέβλωση του ανταγωνισμού στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενδεχόμενες θεμελιώδεις αλλαγές στο θεσμικό και δημοσιονομικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα, θα μπορούσαν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες που θα ήταν επιζήμιες όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού θα υπέσκαπταν έναν από τους πιο σημαντικούς στρατηγικούς τομείς, που παραμένει εξέχων διεθνώς παρά τον σκληρό ανταγωνισμό».

 

Οι ενστάσεις της Κομισιόν

Η Επιτροπή διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι οι ισχύουσες διατάξεις μπορεί να παραβιάζουν τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις, καθώς παρέχουν τη δυνατότητα σε μετόχους ναυτιλιακών εταιρειών να επωφελούνται από ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση η οποία θα έπρεπε να παρέχεται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις θαλάσσιων μεταφορών. Επίσης, η Επιτροπή εκφράζει την ανησυχία ότι η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση επεκτείνεται και σε ενδιάμεσους φορείς του ναυτιλιακού τομέα και εταιρείες εκμετάλλευσης πλοίων που δεν παρέχουν υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει τη σημασία της διατήρησης ενός ανταγωνιστικού τομέα θαλάσσιων μεταφορών στην ΕΕ. Η νομοθεσία της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις θεσπίζει κοινούς κανόνες για τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να στηρίζουν τις επιχειρήσεις θαλάσσιων μεταφορών χωρίς να προκαλούν αδικαιολόγητη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις θαλάσσιες μεταφορές, τα κράτη μέλη μπορούν να φορολογούν τις ναυτιλιακές εταιρείες βάσει της χωρητικότητας του στόλου που διαθέτουν (δηλαδή με βάση το μέγεθος του στόλου τους) και όχι βάσει των πραγματικών κερδών τους.

Τα μέτρα αυτά θεσπίστηκαν για να ενθαρρύνουν τους πλοιοκτήτες της ΕΕ να νηολογούν τα πλοία τους και να αναπτύσσουν δραστηριότητες διαχείρισης πλοίων εντός της ΕΕ. Ωστόσο, για να αποτραπεί ο αγώνας δρόμου για επιδοτήσεις μεταξύ των κρατών μελών και να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκαλούν οι κρατικές ενισχύσεις, οι διατάξεις αυτές πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια σε ολόκληρη την ΕΕ και να συμμορφώνονται με τους όρους που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις θαλάσσιες μεταφορές.

Η Επιτροπή εκφράζει την ανησυχία της ότι το ελληνικό σύστημα του φόρου χωρητικότητας δεν είναι κατάλληλα στοχευμένο και ότι ευνοεί τους μετόχους ναυτιλιακών εταιρειών καθώς και επιχειρήσεις άλλες από τις επιχειρήσεις θαλάσσιων μεταφορών, πέραν των ορίων που επιτρέπονται βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις θαλάσσιες μεταφορές. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα να επανεξετάσει ποια πλοία είναι επιλέξιμα για υπαγωγή στο σύστημα που εφαρμόζει και να εξαιρέσει από το καθεστώς αυτό τα αλιευτικά σκάφη, τα ρυμουλκά, καθώς και τα σκάφη αναψυχής (γιοτ) χωρίς πλήρωμα που ενοικιάζονται σε τουρίστες. Οι εταιρείες εκμετάλλευσης αυτών των πλοίων θα υπόκεινται στο μέλλον στον γενικό φόρο εισοδήματος.

Από παρόμοια φορολογική μεταχείριση θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, οι ναυτιλιακοί πράκτορες και άλλοι ενδιάμεσοι φορείς του ναυτιλιακού τομέα, καθώς και οι μέτοχοι ναυτιλιακών εταιρειών – από τους οποίους κανένας δεν εκτελεί πραγματικές θαλάσσιες μεταφορές.

 

Τα αιτήματα της Επιτροπής δεν αφορούν τις κύριες δραστηριότητες της ελληνικής ναυτιλιακής οικονομίας, κυρίως την εκμετάλλευση φορτηγών πλοίων και δεξαμενόπλοιων. Οι δραστηριότητες αυτές θα εξακολουθήσουν να υπόκεινται σε φορολόγηση βάσει της χωρητικότητας αντί για φορολόγηση βάσει των κερδών, υπό την προϋπόθεση ότι οι εταιρείες εκμετάλλευσης αυτών των πλοίων θα διατηρούν αμετάβλητο το μερίδιο του στόλου τους υπό σημαίες ΕΕ/ΕΟΧ.

Η Ελλάδα πρέπει να ενημερώσει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών για το αν συμφωνεί με τα προτεινόμενα μέτρα. Στην περίπτωση αυτή, οφείλει να τροποποιήσει τους σχετικούς εθνικούς κανόνες, ώστε να αρχίσουν να ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2019 το αργότερο. Η προθεσμία αυτή ευθυγραμμίζεται απολύτως με το μνημόνιο συνεννόησης που υπογράφηκε με την Ελλάδα τον Αύγουστο του 2015, το οποίο προβλέπει ότι οι ειδικές συνεισφορές των ναυτιλιακών εταιρειών και των μετόχων τους για την αντιμετώπιση της κρίσης θα διατηρηθούν μέχρι το τέλος του 2018.

 

Τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά στο ελληνικό σύστημα φορολογίας της ναυτιλίας και η δήλωσή της ότι η υπόθεση αυτή θα χρησιμοποιηθεί ως προηγούμενο για την επανεκτίμηση και των άλλων ευρωπαϊκών ναυτιλιακών συστημάτων θα διαταράξει σοβαρά το ναυτιλιακό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά από είκοσι χρόνια επιτυχούς ανάπτυξης, χωρίς επίσημες καταγγελίες και χωρίς ουσιώδη μετακίνηση πλοίων μεταξύ των κοινοτικών σημαιών ή μετεγκατάσταση ναυτιλιακών εταιριών. Η ελληνική ναυτιλία λειτουργεί κυρίως στον τομέα των χύδην μεταφορών (bulk / tramp) παγκοσμίως, οι οποίες αποτελούν υποδειγματικό παράδειγμα εφαρμογής της αρχής του ελεύθερου και θεμιτού ανταγωνισμού και έναν από τους τελευταίους εναπομείναντες επιχειρηματικούς τομείς που αποτελείται κυρίως από μικρομεσαίες μη εισηγμένες ιδιωτικές εταιρίες, επί το πλείστον οικογενειακής δομής. Είναι σημαντικό τα χαρακτηριστικά του επιχειρηματικού αυτού μοντέλου να κατανοηθούν και να υποστηριχθούν».

 

 

Ακόμη τονίζει ότι: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να επικεντρωθεί στην στρατηγική, εμπορική και διεθνή διάσταση της ευρωπαϊκής ναυτιλιακής βιομηχανίας διατηρώντας την πολυμορφία και την κινητικότητά της, παρά να εγκλωβίζεται σε διαδικαστικές ή στενές νομικές πτυχές της συμμόρφωσης σύμφωνα με το γράμμα των SAG εντός της ΕΕ. Διαφορετικά, η Επιτροπή θα κλονίσει την εμπιστοσύνη των ναυτιλιακών επιχειρηματιών και ενδέχεται να ενθαρρύνει τη μετεγκατάσταση των εταιριών τους εκτός.

 

Και υπογραμμίζει ότι: «Ο ελληνικός ναυτιλιακός τομέας έχει προσφέρει και συνεχίζει να προσφέρει πολυδιάστατα οφέλη στην Ελλάδα, οικονομικής, κοινωνικής και στρατηγικής σημασίας. Σύμφωνα με τις μελέτες του Boston Consulting Group (BCG) και του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η ελληνική ναυτιλία συνεισφέρει άνω του 7% στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν, παρέχει εργασία σε 200.000 ανθρώπους και καλύπτει ποσοστό άνω του 30% του εμπορικού ελλείμματος. Εξίσου σημαντικά είναι τα οφέλη για την ευρωπαϊκή ναυτιλία (της οποίας ποσοστό υπερβαίνον το 46% ανήκει σε ελληνικά συμφέροντα), τα ευρωπαϊκά ναυτιλιακά πλέγματα (clusters) δραστηριοτήτων και επομένως, για την ευρωπαϊκή οικονομία».

 

Η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών επιπροσθέτως λέει ότι: «Η ελληνική ναυτιλιακή βιομηχανία δεν ήταν ποτέ μέρος του προβλήματος του χρέους του ελληνικού κράτους. Αντιθέτως, όπως προαναφέρεται, η συνεισφορά της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία και στο ισοζύγιο πληρωμών τα τελευταία 35 χρόνια έχει συστηματικά αποδειχθεί ουσιώδης και αναντικατάστατη, κυρίως μετά τον επαναπατρισμό των ελληνικών ναυτιλιακών εταιριών που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980. Επιπλέον, αποτελεί σοβαρή παρανόηση ότι η φορολογία των ελληνικών ναυτιλιακών εταιριών και των πλοιοκτητών είναι πολύ χαμηλή ή ανύπαρκτη. Στην πραγματικότητα, έχει αυξηθεί, τα τελευταία χρόνια λόγω των πρωτοποριακών συμφωνιών με την ελληνική κυβέρνηση, σε άνευ προηγουμένου επίπεδα και συγκαταλέγεται πλέον στο σύνολό της μεταξύ των υψηλότερων επιπέδων ναυτιλιακής φορολογίας παγκοσμίως».

 

Και η ανακοίνωση καταλήγει: «Η ΕΕΕ ανησυχεί ότι το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε από την Απόφαση θα υποσκάψει σοβαρά έναν από τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας σε μια χρονική περίοδο εξαιρετικά υψηλής ανεργίας και άμεσης ανάγκης προοπτικών ανάπτυξης. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να χάσει ένα σημαντικό τμήμα του στόλου της και του ευρύτερου πλέγματος ναυτιλιακών δραστηριοτήτων. Οι ενέργειες αυτές δεν ευθυγραμμίζονται με τη δεδηλωμένη πολιτική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη, εργασία, βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα και παραγωγή καλύτερης νομοθεσίας».