Του Συμεών Σολταρίδη

Λόγω υποχρεώσεων τις ημέρες αυτές βρέθηκα στην Αθήνα. Επικοινώνησα με το ξενοδοχείο στην παραλιακή όπου διαμένω πάντοτε, αλλά λέγοντάς μου ότι είναι γεμάτο υποχρεώθηκα να επικοινωνήσω με άλλο στην ίδια περιοχή και να κλείσω ένα μονόκλινο δωμάτιο.

Μόλις έφτασα στο ξενοδοχείο, λοιπόν, ο ρεσεψιονίστας, ένα ήρεμο και χαμογελαστό παιδί, αφού με υποδέχτηκε, μου είπε ότι «πρέπει να εξοφλήσω το λογαριασμό μου, μια και αυτή είναι η πολιτική του ξενοδοχείου». Απόρησα γιατί στα επί 20 και βάλε χρόνια που ασχολούμαι με τον τουρισμό και διέμεινα σε δεκάδες ξενοδοχεία μόνος ή με γκρουπ, πρώτη φορά το αντιμετώπισα. Και όταν διαμαρτυρήθηκα, ο υπάλληλος που εκτελούσε τις διαταγές του αφεντικού του μού είπε «αν θέλετε μπορείτε να φύγετε»!

 

Πλήρωσα και ζήτησα τον κωδικό για να μπω από το δωμάτιό μου στο internet. Μου απάντησε ο υπάλληλος ότι δεν υπάρχει δίκτυο και ότι αν θέλω μπορώ να κατεβαίνω στο λόμπι, όπως κάνουν και οι άλλοι ένοικοι του ξενοδοχείου, και να χρησιμοποιήσω το κοινόχρηστο. Εξεπλάγην, γιατί σε ένα ξενοδοχείο τριών αστέρων δεν υπήρχε δίκτυο στο δωμάτιο και το είπα. Οπότε η απάντηση ήταν «συμφωνώ κύριε, αλλά το αφεντικό…». Κατάλαβα και ζήτησα δύο μαξιλάρια επί πλέον, λόγω της μέσης μου, και πήρα την απάντηση ότι «δεν υπάρχουν επί πλέον». Τελικά ο υπάλληλος με δική του πρωτοβουλία μου βρήκε και πήγα στο δωμάτιό μου.

 

Ωραίο δωμάτιο, ανακαινισμένο. Λέω «χαλάλι η ταλαιπωρία». Μπαίνω στο μπάνιο και εκεί βρίσκομαι μπροστά σε άλλη έκπληξη, που μου χάλασε το ωραίο κλίμα του άνετου δωματίου. Το μπάνιο και ο νιπτήρας ήταν για τα μισά κιλά μου, οπότε άρχισα να ψάχνω τρόπους πώς θα λουζόμουν ή θα πλενόμουν.

 

Τελικά λόγω και του ταξιδιού και καλαμπουρίζοντας την κατάστασή μου κοιμήθηκα με τη σκέψη ότι την επομένη θα έτρωγα ένα καλό πρωινό. Ξύπνησα λοιπόν και κατέβηκα στην αίθουσα πρωινού. Άρχισα να ψάχνω το «λουκούλλειο» πρωινό γεύμα που ονειρεύτηκα και ανακάλυψα ότι αποτελούνταν από γκούντα, σαλαμάκι –κατά τη ρήση του Κώστα Βουτσά-, βουτυράκι, μαρμελαδίτσα βιομηχανοποιημένα, ελίτσες. Ζήτησα φέτα και μέλι και μου είπαν «δεν έχουμε», οπότε συμπλήρωσα «το αφεντικό, ε;».

 

Χαμογέλασαν οι άνθρωποι και στα σιγανά μου είπαν «δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Το αφεντικό θα μας διώξει. Ήδη παίρνουμε μόλις 450 ευρώ μηνιαίως, χωρίς να πληρωνόμαστε για τα Σαββατοκύριακα ή τις γιορτές».

 

Έπαψα να μιλώ και στενοχωρημένος έφυγα για να μην ξαναπατήσω. Δεν γνωρίζω αν οι ξένοι που διέμεναν ήταν ικανοποιημένοι, πάντως αν πήγαινα σε παρόμοιο ξενοδοχείο τα γκρουπ μου, θα με έβριζαν. Το επαναλαμβάνω, τα δωμάτια και το ξενοδοχείο ήταν ανακαινισμένο. Η νοοτροπία όμως και η τουριστική πολιτική του «αφεντικού» διώχνει τον κόσμο και τον οδηγεί στη σκέψη ότι μέσα στα οικονομικά οφέλη του επιχειρηματία που ασχολείται με τον τουρισμό, πρέπει να υπάρχει και το φιλόξενο πνεύμα.

 

Κατά τα άλλα, πέρασα καλά!