Της Μαρίνας Κουρμπέλα (marinakourbela@gmail.com)

Κατά το Γενικό Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ε.Ε. (ΔΕΕ), το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει την απαίτηση από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση για τις ομαδικές απολύσεις.

Ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ε.Ε. (ΔΕΕ), Nils Wahl, παρουσίασε, σήμερα, τις προτάσεις του σχετικά με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, την οποία υπέβαλε στο ΔΕΕ το Συμβούλιο της Επικρατείας την 29η Απριλίου 2015 [Ανώνυμη Γενική Εταιρεία Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής] – Υπόθεση C-201/15].

 

Ο Wahl, παρουσιάζοντας τις προτάσεις του, επισημαίνει, αρχικά, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς, γεγονός που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την ελευθερία να ασκούν τις δραστηριότητές τους κατά το δοκούν, και θέτει το ερώτημα: «…ποια είναι λοιπόν τα όρια της παρέμβασης των κρατών-μελών, προκειμένου να διασφαλιστεί η εργασιακή ασφάλεια των εργαζομένων; Αυτό είναι το ζήτημα που το Δικαστήριο καλείται να επιλύσει στην παρούσα διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης».

 

Ειδικότερα, η διαφορά ανέκυψε μετά την άρνηση των ελληνικών αρχών να επιτρέψουν στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης —θυγατρική της LafargeHolcim Ltd, επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται σε πολλά κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας— να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Στην Ελλάδα, οι ομαδικές απολύσεις τελούν υπό την αίρεση χορηγήσεως προηγούμενης διοικητικής εγκρίσεως.

 

Αυτό, ώθησε το Συμβούλιο της Επικρατείας να υποβάλει στο Δικαστήριο δύο ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας, αφενός, με την οδηγία 98/59/ΕΚ [Οδηγία του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998, L 225, σ. 16)] και, αφετέρου, με τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων [άρθρα 49 και 63 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)].

 

Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τον Γενικό Εισαγγελέα, με την παρούσα υπόθεση αποδεικνύεται για άλλη μια φορά η ανθεκτικότητα της σημασίας του πρωτογενούς δικαίου σε σχέση με την αυξανόμενη εμβέλεια της δευτερογενούς νομοθεσίας.

 

Ενώ η ελληνική νομοθεσία, επισημαίνει, φαίνεται να είναι συμβατή με την οδηγία 98/59, δεν μπορεί να υποστηριχθεί το ίδιο όσον αφορά τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΛΕΕ.

 

Φρονώ, αναφέρει, «ότι στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά την ορθή ερμηνεία, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαγορεύει διάταξη όπως αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 3, του νόμου 1387/1983, Έλεγχος των ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις, της 18ης Αυγούστου 1983, όπως έχει τροποποιηθεί (ΦΕΚ Αʹ, 110/18‑19.8.1983), η οποία, μεταξύ άλλων, απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις, και η οποία εξαρτά την εν λόγω έγκριση από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, από την κατάσταση της επιχειρήσεως και από το συμφέρον της εθνικής οικονομίας.

 

Το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος-μέλος μπορεί να διέρχεται από οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα».

Η απόφαση του δικαστηρίου αναμένεται να ανακοινωθεί μετά το καλοκαίρι.