63o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Μαγικός ρεαλισμός από Χιλή, μια άλλη ματιά στην Ελληνική Επανάσταση από Ελλάδα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με 199 ταινίες μεγάλου μήκους και 68 ταινίες μικρού μήκους στο συνολικό του πρόγραμμα, ξεκίνησε το 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, εντάσσοντας το φλέγον ζήτημα της βιωσιμότητας στην ατζέντα του και εγκαινιάζοντας μια σειρά από μέτρα, δράσεις, ενέργειες και πρωτοβουλίες με στόχο να ελαττώσει το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα. Παράλληλα με τις προβολές το φεστιβάλ εγκαινίασε δυο εκθέσεις στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματος στον μεγάλο Έλληνα δημιουργό, Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Μπορεί τα εύσημα της έναρξης να δόθηκαν στον Στίβεν Σπίλμπεργκ, με την προβολή της νέας του, ημι-αυτοβιογραφικής ταινίας, The Fabelmans (που σύντομα θα δούμε στις αίθουσες), την εντύπωση όμως έκλεψαν τόσο η «παρουσία» του Αγγελόπουλου (όχι μόνο μέσα από τις δυο εξαίρετες εκθέσεις αλλά και από ένα εξίσου εξαίρετο ντοκιμαντέρ στο οποίο ο δημιουργός του «Θίασου» συνομιλεί με τον φίλο του, σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο) όσο και δυο «αουντσάιντερς» με την παρουσία τους σε αντίστοιχες ταινίες: η Ιρανή Μίνα Καβάνι, πρωταγωνίστρια της ταινίας του Τζαφάρ Πανάχι «Αρκούδες δεν υπάρχουν» και ο Τούρκος σκηνοθέτης, που τα τελευταία χρόνια ζει στο Βερολίνο, Φατίχ Ακίν, με την προβολή της ταινίας του «Το χρυσάφι του Ρήνου», στην οποία παρών ήταν και rapper Giwar Hajabi, στα βιώματα του οποίου βασίστηκε η ταινία. Με την γνωστή εταιρία παραγωγής Finos Film να τιμάται, σε ειδική εκδήλωση,  για την πολύτιμη προσφορά της στον ελληνικό κινηματογράφο.

Στο μαγικό ρεαλισμό, μαζί και το παράλογο, στρέφεται η Χιλιανή σκηνοθέτρια Φρανσίσκα Αλεγρία στην πρώτη της ταινία, «Η αγελάδα που τραγούδησε στο μέλλον» για να αφηγηθεί, μες δύναμη και αληθινή συγκίνηση, τις εύθραυστες οικογενειακές σχέσεις σε μια κοινωνία όπου οι διάφορες εταιρίες καταστρέφουν το οικοσύστημα, με την ταινία να ξεκινά με τα νεκρά ψάρια σ’ ένα μολυσμένο ποταμό της Νότιας Χιλής, όπου τα ψάρια πεθαίνουν κατά χιλιάδες.

Η Αλεγρία δεν φοβάται να στραφεί σε όμορφα, μελαγχολικά τραγούδια, γύρω από τα δεινά και την αγανάκτηση των ζώων, τραγούδια που τραγουδάνε (από τα πρώτα κιόλας πλάνα) τα ίδια ψάρια και οι αγελάδες. Για να προχωρήσει, μέσα από το πνεύμα πάντα του μαγικού ρεαλισμού, για να επαναφέρει στη ζωή τη Μαγδαλένα, μια γυναίκα που είχε πνιγεί πριν από  αρκετά χρόνια στον μολυσμένο ποταμό, ακολουθώντας την στη διαδρομή της, παραμένοντας πάντα σιωπηλή, με το καθένα από τα πρόσωπα της οικογένειάς της (τον ηλικιωμένο πια σύζυγο, την κόρη και το γιο τους) να αντιδρά με διαφορετικό τρόπο.

Σίγουρα η επιστροφή της Μαγδαλένας είναι ένα σημάδι για την καταστροφική κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι έχουν οδηγήσει τον πλανήτη, με τη νεκρή γυναίκα να εκπροσωπεί την ίδια τη Γη για να μας εισάγει, άλλοτε με το τραγούδι, άλλοτε με τα φολκλορικά στοιχεία κι άλλοτε με το μαγικό ρεαλισμό (που συχνά μετατρέπεται σε σουρεαλισμό), στην ιστορία (ένα είδος αναγκαίου μύθου) της καταστροφής του περιβάλλοντος στην οποία οδηγεί μια αδιάφορη ανθρωπότητα, όπως ακριβώς αδιάφοροι παρουσιάζονται να είναι και τα μέλη της οικογένειας – αφήνοντάς μας, όμως, μια γεύση ελπίδας, με το εύστοχο φινάλε της.

Μια άλλη, εντελώς διαφορετική από την επίσημη, εικόνα της Ελληνικής Επανάστασης, μιας Επανάστασης προδομένης, μας παρουσιάζει στην ταινία του «Φαντάσματα της Επανάστασης», ο Θάνος Αναστόπουλος. Βρισκόμαστε στην Τεργέστη, όπου ένας Έλληνας σκηνοθέτης καταγράφει σε ντοκιμαντέρ τα βήματα του Ρήγα Φεραίου στην Ευρώπη του Διαφωτισμού, με μια ομάδα φαντασμάτων (με επικεφαλής την Ελευθερία, και ανάμεσά τους, τον Σατωβριάνδο, τον Ναπολέοντα, τον Έλληνα Καρτσιώτη, έναν αχθοφόρο κι έναν Σέρβο λιμενεργάτη και διάφορους άλλους) να τον ακολουθεί στη διαδρομή του για να θέσουν το ερώτημα: πού μας οδήγησε η Επανάσταση;

Διαδρομή που ο Αναστόπουλος παρουσιάζει χιουμοριστικά – με το πρώτο, και πιο αστείο, μέρος, στο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο, να αρχίζει με μουσική από την όπερα La Cerenentola του Πουτσίνι), και που συνεχίζει και στις επόμενες σκηνές, με την Ελευθερία να περιφέρεται σε δρόμους της πόλης αλλά και ιστορικά κτίρια (το παλάτι του Καρτσιώτη που είναι προς πώληση και την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Τεργέστης). Και που το ακολουθεί με αντίστοιχες σκηνές, όπου αναμιγνύει έξυπνα, με σκηνές άλλοτε σουρεαλιστικές που θυμίζουν τις ταινίες του Γιοντορόφσκι (η κότα που εμφανίζεται σε ένα διάδρομο για να την αρπάζει ξαφνικά ένας μασκοφορεμένος άντρας/ή γυναίκα) κι άλλοτε από λαϊκά μοτίβα, που θυμίζουν το Θέατρο Σκιών (ο/η μασκοφόρος που τρέχει σ’ ένα σοκάκι ή όταν πηδάει κάνοντας φιγούρες στις στέγες κι ύστερα τρέχει τρελά από σκάλες πετώντας επαναστατικά φυλλάδια).

Σε άλλες σκηνές χρησιμοποιεί τις διάφορες συζητήσεις ανάμεσα στα πρόσωπα, όπως εκείνη με τον ιδιαίτερα μορφωμένο Σέρβο λιμενεργάτη, τέλειο γνώστη της ιστορίας του 18ου αιώνα, για να δείξει το λαθεμένο δρόμο της Επανάστασης – «ακόμη και στη Γαλλία πρόδωσαν τα ιδανικά», θα πει, σχολιάζοντας τη Γαλλική Επανάσταση, ένας Ούγγρος λιμενεργάτης.

Χωρίς να αρνείται την αφήγηση όταν χρειάζεται, ή ακόμη και την ανάγνωση επιστολών (όπως το γράμμα προς την Ελευθερία), με τη μουσική να παίζει σημαντικό ρόλο στην όλη αφήγηση (είτε με τραγούδια όπως το «Μαύροι Κλέφτες», είτε με το κομμάτι από την όπερα του Πουτσίνι, ή με άλλη κλασική μουσική, όπως του Μπετόβεν και του Σοσατκόβιτς, σε σκηνές που «δένουν» ψυχολογικά και με την όλη ατμόσφαιρα, όπως στη σκηνή με τον αχθοφόρο να περνάει κάτω από τη γέφυρα).

Στο πρόγραμμα του φεστιβάλ και η ταινία «Ντόντο» του Πάνου Κούτρα που πρωτοπροβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών. Πρόκειται για μια κωμωδία που συνδυάζει την ποίηση με το παράλογο, στοιχεία που ήδη συναντούσαμε και στις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, από την «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» μέχρι τη «Ξένια». Εδώ η κωμωδία εκμεταλλεύεται την πρόσφατη οικονομική κρίση για να μας αφηγηθεί την ιστορία μιας πρώην πλούσιας οικογένειας που η κρίση την οδηγεί να ετοιμάσει ένα πλούσιο γάμο για την κόρη τους.

Με την ταινία να εστιάζει στο μεγάλο φαγοπότι, στην απομονωμένη, με πισίνα, έπαυλη της οικογένειας, και που ο Κούτρας χρησιμοποιεί για να μας περάσει, παρέα με τον «Ντόντο», ένα θρυλικό, πολύχρωμο πουλί. εξαφανισμένο για 300 χρόνια, από την πραγματικότητα στη φαντασία, όπως και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων του Λούις Κάρολ. «Ταξίδι» που περνάει, καλεσμένους και υπηρετικό προσωπικό, μέσα από διάφορα «μέτωπα» και δοκιμασίες για να καταλήξει, με χιούμορ και σουρεαλιστικές ανατροπές, στην αντιμετώπιση των ευθυνών τους και την αυτογνωσία.