63ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Από το νέο requiem του Βασίλη Μαζωμένου στον περίπλοκο λαβύρινθο της Αργεντινής Λάουρα Σιταρέλα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Ο κόσμος μας, μαζί κι αυτός της σύγχρονης Ελλάδας, με τα καλά και τα κακά του (ιδιαίτερα τα κακά του) ήταν και παραμένει το κύριο θέμα στις ταινίες του Βασίλη Μαζωμένου: από την πρώτη του ταινία, «Μέρες οργής, ένα requiem για την Ευρώπη» (1995) και «Το χρήμα: μια μυθολογία του σκότους», περνώντας από το «Guilt» και τη «10η μέρα» και φτάνοντας ως τις πιο πρόσφατες «Γραμμές» και την «Εξορία» (2019).

Ο κόσμος μιας κοινωνίας απάνθρωπης όπου αυτά που κυριαρχούν είναι το χρήμα, η εκμετάλλευση, η καταπίεση των αδυνάτων, ο ρατσισμός, ο φασισμός, και μια θρησκεία που το ποίμνιο της οδηγεί και ακολουθεί τους καταπιεστές. Ενας κόσμος χωρίς ιδανικά ή ηθικές αξίες, χωρίς την παρουσία του αναγκαίου, λυτρωτικού έρωτα, με τον απλό άνθρωπο να περνάει τη δική του κόλαση, αναμένοντας το «Καθαρτήριο», όπως μας πληροφορεί, και μας προετοιμάζει, η νέα του ταινία.

Τη φορά αυτή, ο Μαζωμένος επιλέγει εφτά διαφορετικές ιστορίες για να μας δώσει την εικόνα της σύγχρονης, ταλαιπωρημένης Ελλάδας: ιστορίες με ότι έχουμε βιώσει και βιώνουμε την τελευταία (και όχι μόνο) δεκαετία: με τους μαριονέτες πολιτικούς, τους φανατισμένους παπάδες και τους εξίσου φανατικούς θρησκόληπτους ακόλουθους, τους γραφειοκράτες, τους νεοναζί και τους macho, κρυφοφασίστες συζύγους, τους εκμεταλλευτές της σεξουαλικότητας, με επικεφαλής πάντα τους μπάτσους που με την εγκεκριμένη απόλυτη βία του κράτους, εργαλειοποιούν τους νόμους για να υποτάξουν τον εξεγερμένο πολίτη. Εφτά ιστορίες που δένονται εύστοχα μεταξύ τους, με τα ίδια συχνά πρόσωπα να παίρνουν διαφορετικό ρόλο (μαζί και κομπάρσου), δημιουργώντας ένα είδος τοιχογραφίας της κόλασης που περνάει καθημερινά ο λαό μας.

Στις ταινίες του, ο Μαζωμένος δεν ακολούθησε ποτέ ένα ρεαλιστικό τρόπο αφήγησης. Ξεκινώντας με ένα καθαρά πρωτοποριακό τρόπο στις πρώτες του ταινίες, ο σκηνοθέτης στράφηκε, στη συνέχεια, σε ένα στιλιζάρισμα που συνδυάζει το ρεαλιστικό με τη φαντασία και το όνειρο, στοιχεία τα οποία, όπως βλέπουμε και στη νέα του αυτή ταινία, δένουν τέλεια με τη φαινομενικά ρεαλιστική καταγραφή συγκεκριμένων γεγονότων (διαδήλωση έξω από τη Βουλή, αντιδράσεις των φασιστικών ομάδων, επέμβαση των μπάτσων). Όλα δοσμένα με χιούμορ και καυστική σάτιρα, με τον Μαζωμένο να αντλεί εικόνες και έμπνευση από τον παγκόσμιο κινηματογράφο (με σκηνές, πάντα ενσωματωμένες στο δικό του προσωπικό στιλ), φέρνοντας στο νου τον Μπουνιουέλ και τον Φελίνι καθώς και άλλους μεγάλους δημιουργούς, για να μας οδηγήσει εκεί ακριβώς που στοχεύει: στο πέρασμα από τη βασανιστική αυτή πορεία ανάμεσα στην κόλαση προς ένα καθαρτήριο και ένα μέχρι σήμερα χαμένο δυστυχώς παράδεισο. Ένα requiem τη φορά αυτή για την Ελλάδα, ταυτόχρονα και ένα δυνατό πολιτικό μήνυμα, που πολύ σπάνια τα τελευταία χρόνια μας δίνει ο ελληνικός κινηματογράφος!

Η έλλειψη επικοινωνίας και η απώλεια σε μια αποξενωμένη κοινωνία είναι στο επίκεντρο της ταινίας «Ησυχία 5-9» του Χρήστου Πασσαλή. Η ταινία ξεκινά με την άφιξη σε μια παράξενη πόλη του Άρη, ενός νέου που φτάνει για να εργαστεί στις «κεραίες» με τις οποίες οι κάτοικοι μπορούν να έρθουν σε επαφή με τους «εξαφανισμένους» συγγενείς τους. Εκεί θα γνωρίσει καΙ θα ερωτευτεί την Άννα, γυναίκα που κάποια στιγμή θα εξαφανιστεί.

Οι κεραίες και οι κασέτες κυριαρχούν σ’ αυτή τη μισό-ερειπωμένη πόλη, όπου οι ζωντανοί έχουν την ευκαιρία, κάποιες ώρες, μετά τη λήξη της ησυχίας, να έρθουν σε «επαφή» με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, επαφή που που ποτέ δεν μαθαίνουμε αν είναι όνειρο ή κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν – σε μια φανταστικη σκηνή, ειδος, ιεροτελεστίας, οι ζωντανοί άντρες παρακολουθούν και μιλούν με τις εξαφανισμένες γυναίκες τους μέσα από τρύπες σε ένα τοίχο (η πραγματικότητα) που τους χωρίζει από την άλλη πλευρά του (τη φαντασία) κι όπου, για να ολοκληρωθεί η «επαφή» επιδίδονται στη σεξουαλική αυτοϊκανοποίηση.

Παρόμοιες σκηνες καθώς και η όλη ατμόσφαιρα της πόλης, με τα καλώδια, τις κεραίες, και τις συνεχείς παρεμβολές με ήχους και ηλεκτρονικές τάσεις, αλλά και σκηνές με πουλιά που για παράξενους λόγους πέφτουν (ένα από αυτά χτυπάει τον Άρη στα πρώτα πλάνα της άφιξής του), οι περίεργες ντυμενες ομοιόμορφα καμαριέρες που περιφέρονται σε ένα έρημο ξενοδοχείο όπου μόνοι πελάτες ε8ναι ο Άρης και η Άννα, παραπέμπουν αναπόφευκτα στο weird cinema του Λάνθιμου (ο ίδιος ερμήνευε ένα ρόλο στον «Κυνόδοντα»), αν και η ταινία του Πασσαλή δεν καταφέρνει να αποκτήσει την ολοκληρωμένη εικόνα που κατάφερε ο σκηνοθέτης του «Κυνόδοντα». Δυστυχώς, από ένα σημείο κι ύστερα αισθάνεσαι πως παρά τα ενδιαφέροντα θέματα και την ωραία καφκική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η ταινία του (στην οποία συμβάλλει και η πολύ ωραία φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα), στοιχεία που δείχνουν πως ο σκηνοθέτης έχει και ταλέντο και φαντασία, τόσο το άνισο σενάριο όσο και η επιδερμική τελικά σκηνοθεσία δεν δείχνουν να ολοκληρώνουν το όραμά του.

Πολύ εύστοχα οι ξένοι χαρακτήρισαν την ταινία «Τρένκε Λάουκεν – πρώτο και δεύτερο μέρος» της Αργεντινής σκηνοθέτριας Λάουρα Σιταρέλα, ένα είδος «ρωσικών κουκλών», που βγάζεις τη μια για να αποκαλύψεις την άλλη. Με ένα σενάριο, που η μια ιστορία οδηγεί στην άλλη, η Σιταρέλα, μέσα από μια ταινία διάρκειας 260 λεπτών και 12 κεφαλαίων, έφτιαξε μια σειρά περίπλοκες ιστορίες, με την κάθε μια να σε οδηγεί στην επόμενη, αποκαλύπτοντάς μας κάθε φορά και καινούργια θέματα.

Η ταινία αρχίζει με την εξαφάνιση της βιολόγου Λάουρα (στο ρόλο η Λάουρα Παρέδες) και με δυο άντρες, τον μεγαλύτερης ηλικίας εραστή της, Ραφαέλ και τον συνάδελφό της, Εζεκίελ να ξεκινούν μια έρευνα στην πόλη Τρένκε Λάουκεν (που σημαίνει «Στρογγυλή λίμνη») και τη γύρω περιοχή για να μάθουν τι απέγινε μετά τις τελευταίες της μέρες στην πόλη. Κάποια στιγμή εγκαταλείπουμε την αναζήτηση αυτή, για να πάμε πίσω στη Λάουρα, όταν είχε στρέψει το πάθος της σε δυο θέματα: την ανακάλυψη ενός νέου είδους λουλουδιού και εκείνη μιας σειράς βιβλίων στη βιβλιοθήκη με κρυμμένα σ’ αυτά τα ερωτικά γράμματα ενός ζευγαριού.

Η συνεχής και παράλληλη πορεία αποκαλύπτει καινούργια μυστικά και δημιουργεί άλλοτε σκηνές θρίλερ (με καφκικές παρακολουθήσεις) και άλλοτε ρομαντισμού, που η Σιταρέλα εκμεταλλεύεται για να ξεφύγει από το ρεαλιστικό στοιχείο των αρχικών κεφαλαίων, δίνοντας, ακόμη και στο διάβασμα των επιστολών μια ατμόσφαιρα ερωτισμού, δημιουργώντας και μια ατμόσφαιρα φανταστικού στο δεύτερο μέρος με την πιθανή ύπαρξη ενός τέρατος της λίμνης παρόμοιου με εκείνο του Λόχνες. Με τη σκηνοθέτρια να θέτει ερωτήματα που η κάθε απάντησή τους οδηγεί αναπόφευκτα σε νέα ερωτήματα, δημιουργώντας περισσότερα μυστήρια, αποκαλύπτοντάς μας διάφορες πλευρές της Λάουρα αλλά και τις πολλαπλές ερμηνείες του όλου μυστηρίου, οδηγώντας μας τελικά σε ένα είδος λαβύρινθου, όπως ακριβώς και η ίδια η ζωή μας. Μια ταινία που σίγουρα ζητάει την υπομονή σου αλλά που σταδιακα καταφέρνει να σε τραβήξει στην ασυνήθιστη γοητεία της.

Στο ψυχολογικό δράμα «Σ´ ένα ασφαλές μέρος», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κροάτη Γιουράι Λερότικ παρακολουθούμε, στη διάρκεια ενός 24ώρου, έναν αντ4α που προσπαθεί να αυτοκτονήσει ενώ η οικογένειά του προσπαθεί να τον σώσει. Η ταινία αρχίζει με τον Μπρούνο (που ερμηνεύει ο ίδιος ο σκηνοθέτης) τρέχοντας να εισβάλλει βίαια σε ένα κτίριο και στη συνέχεια να σπάει την πόρτα ενός διαμερίσματος για να βρει τον αδελφό του Νταμίρ πεσμένο στο πάτωμα μετά από την προσπάθεια του να αυτοκτονήσει. Στην ιστορία θα εμφανιστεί και η μητέρα τους, που μαζί με τον Μπρούνο προσπαθεί να σώσει τον Νταμίρ οδηγώντας τον από νοσοκομείο σε νοσοκομείο χωρίς να μπορούν να βρουν την απαραίτητη βοήθεια, ούτε από τους γιατρούς ούτε από την αδιάφορη, συχνά εχθρική, αστυνομία. Ενας αγώνας για την ανακάλυψη ενός ασφαλούς μέρους (ηθικά και μεταφορικά) που ο Λερότικ (με βάση τη δική του αυτοβιογραφική ιστορία) αναπτύσσει με δύναμη και εκπληκτικό έλεγχο.