63ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Από τη δύσκολη πορεία στην ενηλικίωση στις ενοχές και τη συγκάλυψη σε μια κλειστή ελληνική κοινωνία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μια αρκετά τολμηρή ψυχολογική αντιμετώπιση που δημιουργεί η σχέση ενός νεαρού κοριτσιού με τον πατέρα της, παρουσιάζει η ταινία «Έχω ηλεκτρισμένα όνειρα» της Βαλεντίνα Μαουρέλ από την Κόστα Ρίκα, που κέρδισε το Χρυσό Αλέξανδρο καλύτερης ταινίας του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος του 63ου φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, που έληξε χθες.

Με την Μαουρέλ να καταγράφει, στο σκηνοθετικό αυτό ντεμπούτο της, που εξέπληξε όλους (ήδη η ταινία της είχε κερδίσει άλλα βραβεία σε 4 διεθνή φεστιβάλ), την δύσκολη πορεία της έφηβης ηρωίδας της προς την ενηλικίωση.

Τα καίρια προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία είναι ένα από τα πιο σημαντικά θέματα που απασχολούν τους Έλληνες κινηματογραφιστές. Κι αυτό φαίνεται από τις περισσότερες ταινίες που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Θέματα που είναι στο επίκεντρο και του φετινού 63ου φεστιβάλ. Με τον καθένα σκηνοθέτη να επιλέγει το δικό του στιλ για να για να μας μιλήσει για το σήμερα και τα προβλήματα της κοινωνίας μας.

Όπως το στιλιζάρισμα στο «Καθαρτήριο» του Βασίλη Μαζωμένου, που είδαμε πρόσφατα, μέχρι το ρεαλιστικό στιλ που χρησιμοποιεί στην ταινία της «Πίσω από τις θημωνιές», η Ασημίνα Προέδρου, που κέρδισε τόσο την ειδική μνεία της διεθνούς κριτικής επιτροπής όσο και τα βραβεία δυο κριτικών επιτροπών (της FIPRESCI και της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου), καθώς και το βραβείο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, βραβείο που το μοιράστηκε με την ταινία «Black Stone» του Σπύρου Ιακωβίδη.

Ο αντίκτυπος του μεταναστευτικού στην κοινωνία της ελληνικής επαρχίας, οι οικογενειακές σχέσεις, μέσα από μια οικογένεια που ελέγχει ένας καταπιεστικής πάτερ φαμίλιας, οι ενοχές, η συγκάλυψη αλλά και η εξέγερση από την πλευρά της νεολαίας, είναι τα θέματα της ταινίας της Προέδρου. Η ιστορία της εκτυλίσσεται σε ένα χωριό στα σύνορα της Βόρειας Ελλάδας, με την τριμελή οικογένεια (ο πατέρας, η μητέρα και η έφηβη κόρη) να βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αποκάλυψης (η εμφάνιση πνιγμένων μεταναστών), στο οποίο μπλέκονται μέλη και συγγενείς της οικογένειας.

Η ταινία αρχίζει με μια σχεδόν ειδυλλιακή σκηνή (φωτογραφημένη με ξεχωριστή ομορφιά από τον Σίμο Σακερτζή, που όλη η δουλειά του στην ταινία συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία της όλης ατμόσφαιρας), με μερικά παιδιά να παίζουν ανέμελα κοντά στη λίμνη μέχρι που ανακαλύπτουν τους νεκρούς και τρέχουν να ειδοποιήσουν τις οικογένειές τους που γιορτάζουν τραγουδώντας, πίνοντας και χορεύοντας, με αφορμή τα γενέθλια της έφηβης (σκηνή στην οποία θα επιστρέψουμε στον επίλογο του φινάλε για να δούμε τον αντίκτυπο).

Η ανεμελιά, που κρύβει μυστικά και ενοχές, η υποκρισία των δήθεν πιστών χριστιανών (ακόμη και η θρήσκα μητέρα κάποια στιγμή λέει στον άντρα της πως ο θεός θα την καταλάβει γιατί είναι πρώτα απ’ όλα μητέρα), το εύκολο χρήμα, η σύγκρουση ανάμεσα σε δυο γενιές (με την έφηβη κόρη να προσπαθεί να βρει το δικό της, ανεξάρτητο δρόμο), οι φόβοι, οι αδυναμίες, τα αδιέξοδα και με το μεταναστευτικό να υπάρχει και να καθορίζει τις πράξεις τους, να ξεδιπλώνονται σταδιακά και όμορφα, μέσα από την εξέλιξη του σεναρίου, για να μας αποκαλύψει τα ηθικά και άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα διάφορα πρόσωπα. Με μια προσέγγιση κι ένα στιλ προσεγμένο σε όλες του τις λεπτομέρειες και με ηθοποιούς που δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες.

Το μεταναστευτικό αντιμετωπίζει με το δικό του, εντελώς διαφορετικό τρόπο, στη βραβευμένη κωμωδία του «Black Hole», ο Σπύρος Ιακωβίδης. Στην πραγματικότητα, ο μετανάστης, ένας από τα βασικά πρόσωπα της ταινίας του, έχει ήδη ενσωματωθεί στην κοινωνία, μιλάει άπταιστα τα ελληνικά και έχει και μια ενσυναίσθηση που λείπει δυστυχώς από πολλούς Έλληνες.

Στο επίκεντρο βέβαια βρίσκεται η αναζήτηση από την οικογένεια του, ενός εξαφανισμένου δημοσίου υπαλλήλου, μέλος μιας μεγάλης ομάδας παρόμοιων υπαλλήλων (πάντα από 64.000), «φαντασμάτων» όπως τους αποκαλεί ο Ιακωβιδης, που έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς (εδώ ο δικός μας έχει βγάλει ψεύτικα επιδόματα για ανύπαρκτα, όπως επιμένουν οι αρχές παιδιά) και που η χήρα μητέρα του, μαζί με τον ανάπηρο γιο της, ψάχνουν. Έρευνα στην οποία θα προστεθεί και ο μετανάστης που ανάφερα, ο οποίος πρόθυμα και αρνούμενος την πληρωμή, δέχεται να βοηθήσει. Με τον σκηνοθέτη να την παρουσιάζει μέσα από ένα ψευτο-ντοκιμαντερ που γυρίζει, που του δίνει την ευκαιρία να αναπτύξει το κωμικό στοιχείο.

Το θέμα της μου θύμισε την ταινία του Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», ταινία που μιλούσε άμεσα για την κατάργηση των τεχνητών συνόρων, που δημιουργούν εθνικισμό και περιττές συγκρούσεις και πολέμους. Με την κατάργηση αυτή να παίρνει εδώ άλλη μορφή, με το. μετανάστη από την Γκάνα να έχει δείξει πόσο εύκολα μπορούν να συνυπάρξουν άνθρωποι διαφορετικών φύλων και θρησκειών, φτάνει να το θέλουν.

Εμπνευσμένη από την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη είναι η ταινία «Cavewoman» του Σπύρου Σταθουλόπουλου. Με την Αγγελική Παπούλια στο ρόλο της αντάρτισσες, στη διάρκεια της ναζιστικής εισβολής στην Ελλάδα, να ξεκινά, στο όνομα του θεού, μια επιχείρηση εκδίκησης για να δολοφονήσει τη μητέρα της. Η πρωτοτυπία, που είναι που και το βασικό ενδιαφέρον της ταινίας, είναι πως ο σκηνοθέτης εστίασε την αφήγηση στο πρόσωπο της ηρωίδας του, με τους ήχους (από τις συγκρούσεις, τις επιθέσεις, τις κραυγές των πολεμιστών, και γενικά τους ήχους των μαχών, μέχρι τα τιτιβίσματα των πουλιών, τους συριγμούς και τους λεπτούς θορύβους του δάσους) ακούγονται στην ηχητική πλευρά, με την κάμερα να παραμένει στο πρόσωπο της αντάρτισσας, ακόμη και στις συνομιλίες της με τον αδερφό της, με την Παπούλια να πετυχαίνει να μεταδίδει τα αισθήματα και τις αντιδράσεις της ηρωίδας της με το βλέμμα και τις εκφράσεις του προσώπου της.