Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Την υποκρισία της βιομηχανίας του κινηματογράφου τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, με αφορμή την πρόσφατη στάση της γαλλικής επιτροπής των βραβείων Σεζάρ απέναντι στην ταινία «Κατηγορώ» του Ρόμαν Πολάνσκι, κατήγγειλε, με συνέντευξή της σε περιοδικό του κλάδου εδώ στο Βερολίνο, η Πολωνή σκηνοθέτρια Ανιέσκα Χόλαντ, που η νέα της ταινία «Τσαρλατάνος» προβάλλεται αυτή τη βδομάδα στο τμήμα «Ειδικές προβολές» του 7ου κινηματογραφικού φεστιβάλ του Βερολίνου.

«Βλέπω πολλή υποκρισία στην υπόθεση του Πολάνσκι» ανάφερε η σκηνοθέτρια. «Όλοι οι οργανισμοί – όπως η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου ή η Γαλλική Ακαδημία των βραβείων Σεζάρ – γνώριζαν για πάρα πολλά χρόνια τι είχε κάνει αυτός (ο Πολάνσκι). Τον δεχόντουσαν, διένεμαν τις ταινίες του και τον βράβευαν. Μετά, ξαφνικά, επειδή η κοινωνική διάθεση άλλαξε, ο ίδιος άνθρωπος απορρίφθηκε παντελώς και έγινε φυγάς όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και σε όλες τις άλλες χώρες. Πιστεύω πως αυτό έγινε για να ξεκαθαρίσει τη βρόμικη συνείδηση αυτών των οργανισμών ώστε να επιδείξουν ένα είδος ηθικής αγνότητας».

Να προσθέσω σ’ αυτό πως παρόμοια αντιμετώπιση είχε και ο Γούντι Άλεν, ο οποίος εδώ και χρόνια το δικαστήριο τον αθώωσε από τις κατηγορίες της Μία Φάροου (ακόμη και ο γιος τους υπερασπίστηκε τον πατέρα του), και, στη συνέχεια, για πολλές δεκαετίες η αμερικανική βιομηχανία τον δεχότανε, τον βράβευε και οι ταινίες του χρηματοδοτούνταν και διανέμονταν. ΄Ωσπου η νέα «κοινωνική διάθεση» (διάβαζε #MeToo) ξαφνικά πρόσφατα τον απέρριψε, κάνοντάς σε να διερωτάσαι; Σίγουρα χρειάζεται όταν γυναίκες (όπως και οι άντρες) στο χώρο του κινηματογράφου – βέβαια και γενικότερα – κακοποιούνται σεξουαλικά, σίγουρα πρέπει, και χρειάζεται, να βγαίνουν και να το καταγγέλλουν. Αλλά μήπως σε κάποιες περιπτώσεις κάποιοι και κάποιες, το παρακάνουν; Μήπως δεν έχουν όλοι πάντα τα ίδια κίνητρα;;;;

Στο Βερολίνο βρέθηκε αυτές τις μέρες και ο Κώστας Γαβράς, με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας του «Ενήλικες στην αίθουσα», που διοργάνωσαν το Ίδρυμα «Κινηματογράφος για την Ειρήνη» και το Hellas Filmbox, με τον Έλληνα σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή του Χρήστο Λούλη να συζητούν, μετά την προβολή, με το κοινό τους.

Η μαύρη ατμόσφαιρα ήταν πάντα ένα αγαπημένο στοιχείο στις ταινίες του Έιμπελ Φεράρα («Πολλοί νεκροί σε μια κηδεία», «Ο εθισμός», «Διαφθορά», «Ο βασιλιάς της Νέας Υόρκης»). «Από την πρώτη μου κιόλας ταινία πηγαίνω ολοένα και περισσότερο στο σκοτάδι», όπως ανάφερε ο ίδιος. «γιατί έχω μια μεγάλη όρεξη για το τι μπορεί να είναι ο κινηματογράφος». Αυτή η όρεξη, τη φορά αυτή, τον οδήγησε σε μια απομονωμένη καλύβα κάπου στα χιονισμένα βουνά, στην ταινία του «Σιβηρία» που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της 70ης Μπερλινάλε.

Ο Κλιντ (στο ρόλο ο ηθοποιός φετίχ του Φεράρα, Γουίλεμ Νταφόε), ένας ψυχικά τραυματισμένος άνθρωπος, έχερι αποτραβηχτεί εκεί, προσφέροντας ζεστό καφέ και πιοτό στους λιγοστές ταξιδιώτες ή τους αυτόχθονες που τυγχάνουν να περάσουν από εκεί. Το μέρος θα μπορούσε να είναι κάπου στην Βόρεια Αμερική, ή στην Αλάσκα, αν και ο τίτλος παραπέμπει στη Σιβηρία. Η Σιβηρία όμως στην ταινία είναι μια μεταφορά γι’ αυτά που θ’ αντιμετωπίσει στη συνέχεια ο Κλιντ.

Μέσα από ένα ταξίδι με έλκυθρο που το σέρνουν σκυλιά, σ’ ένα τοπίο που φέρνει στο νου τα έργα του Τζακ Λάντον, και συγκεκριμένα το βιβλίο του The Call of the Wild (ο Φεράρα πρέπει να πω είναι πολύ πιο κοντά στον Λάντον από ότι η πρόσφαστη ταινία «Το κάλεσμα της Άγριας Δύσης»), ο Κλιντ θα ταξιδέψει στο παρελθόν, στη μνήμη, στα όνειρα, τους εφιάλτες και τους δαίμονές του, σε μια προσπάθεια να ξαναβρεί την ταυτότητά του.

Με εικόνες συχνά εφιαλτικές, με κοντινά πλάνα που τονίζουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της ταινίας (η εξαιρετική, με μουντά, με το μαύρο συχνά να κυριαρχεί, φωτογραφία είναι του Στέφανο Φαλιβένε), με δοσμένες με ένα παροξυσμό σκηνές ερωτικές, και με άλλες βίαιες – αναφορές σε καταπιεστικά καθεστώτα, ίσως από την εμπειρία του ήρωα από το παρελθόν – ο Φεράρα φτιάχνει μιαν ακόμη σκοτεινή, που παραμένει στο νου σου αρκετή ώρα μετά, ταινία.

Στη γερμανική ταινία «Η μικρή μου αδερφή» (διαγωνιστικό τμήμα) που έγραψαν και σκηνοθέτησαν η Στέφανι Τσιούατ και η Βερονίκ Ρεϊμόν, μια θεατρική συγγραφέας, που έχει αποσυρθεί και τώρα ζει στην Ελβετία μαζί με τον άντρα της, ο οποίος διευθύνει μια Διεθνή Σχολή για πλούσιους μαθητές, αποφασίζει να επιστρέψει στο Βερολίνο όταν ο ηθοποιός και δίδυμος αδερφός της (τη θεωρεί μικρότερή του γιατί γεννήθηκε κατά μερικά δευτερόλεπτα αργότερα), αρρωσταίνει σοβαρά με καρκίνο, αποφασισμένη να αναλάβει τη φροντίδα του.

Πρόκειται για μια τρυφερή ταινία εύθραυστων οικογενειακών σχέσεων, με την Λίζα (μια εξαιρετική ερμηνεία από τη Νίνα Χος) να παραμερίζει, όσο μπορεί, τις άλλες ασχολίες με τα άλλα δικά της πρόσωπα, (τα δυο μικρά παιδιά της και τον άντρα της, ο οποίος ετοιμάζεται, χωρίς να την έχει προειδοποιήσει, να υπογράψει νέο πενταετές συμβόλαιο με τη Σχολή), για να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στον αγαπημένο της αδερφό, Λαρς.

Ενόσω η ιστορία εξελίσσεται, οι σχέσεις συχνά αλλάζουν, επαναπροσδιορίζονται (συχνά δραματικά) και μετατίθενται, με τις απαραίτητες συγκρούσεις, τόσο της Λίζα με τον άντρα της, όσο και της Λίζας ή του Λαρς με τον σκηνοθέτη του θεάτρου, στο οποίο ο Λαρς είχε αφιερώσει ολόκληρη σχεδόν τη ζωή του ερμηνεύοντας τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του. Η ταινία στηρίζεται βασικά στις σχέσεις αυτές, που οι δυο σκηνοθέτριες αναπτύσσουν με ωραίο ρυθμό, μέσα από ένα καλογραμμένο και με ωραίες καταστάσεις σενάριο, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς τους