Της Ζωής Τόλη
Το Σύγχρονο Θέατρο, σε συνεργασία με την ομάδα Νάμα του Θεάτρου Επί Κολωνώ, παρουσιάζει το δράμα «Η δύναμη του σκότους» του Λέοντος Τολστόι, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη και Γιώργου Χατζηνικολάου, ο οποίος έκανε και τη διασκευή/επεξεργασία του κειμένου.

«Έστω και το νύχι του πουλιού να πιαστεί στην ξόβεργα, θα πιαστεί τελικά ολόκληρο»
Λ. Τολστόι

Μία αγροτική τραγωδία, την οποία εμπνεύστηκε ο συγγραφέας από ένα πραγματικό γεγονός το 1880, όταν ένας μουζίκος ομολόγησε σε δημόσιο χώρο στο γάμο της προγονής του ότι έκανε παιδί μαζί της, το οποίο κατόπιν σκότωσε. Το έργο το έγραψε το 1886, προκαλώντας σκάνδαλο επειδή παρουσίασε τις αθλιότατες συνθήκες των μουζίκων της εποχής του, που και φτωχοί ήταν και αμόρφωτοι. Έχει τη δυναμική των έργων της β´ περιόδου του Τολστόι κατά την οποία αμφισβητούσε τα πάντα, ακόμα και τον εαυτό του. Παρότι τους υποστήριζε (τους θεωρούσε αγνούς και αθώους) είναι η πρώτη φορά που γράφει για το κακό μέσα σε κοινωνία αγροτών, ανθρώπων της βιοπάλης, και όχι για τους «κακούς» πλούσιους και αριστοκράτες (στην «Άννα Καρένινα» και στο «Πόλεμος και Ειρήνη» καυτηριάζει τη στάση ζωής των οικονομικά προνομιούχων τής τότε ευημερούσας τάξης).

Αυτό το θεατρικό του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, γραμμένο σε πέντε πράξεις, θεωρήθηκε επικίνδυνο και απαγορεύθηκε (ήταν λίγο πριν το 1917). Στο έργο αυτό ο θεατής συνειδητοποιεί πως «το σκότος» απλώνεται σε χρόνο μηδέν σ’ όλο το χωριό και το κακό πολλαπλασιάζεται αποτελώντας κοινό τόπο για αφέντες και υποτακτικούς. Οι διαπιστώσεις του Τολστόι είναι απογοητευτικές για τις ανθρώπινες υπάρξεις, καθώς τη γαλήνη και την ειρήνη που αποζητούσε δεν τις συνάντησε ούτε στις τάξεις αυτών που συμπαθούσε (στους απαίδευτους επαρχιώτες). Καταλήγει, λοιπόν, πως η μόνη λύτρωση είναι η πραγματική μετάνοια και η εκ βαθέων αλλαγή με το ολέθριο κόστος της και τον άφατο πόνο που απορρέει. Αυτή την κατάρριψη του μύθου «ο καλός χωρικός και ο κακός πλούσιος» η σκηνοθεσία την παρουσιάζει με δραματικότητα και ρεαλισμό, κτίζοντας τους χαρακτήρες που ανάλογα με την υποκριτική τους ικανότητα και εμβέλεια ανταποκρίθηκαν στους ρόλους τους.

Διακρίθηκε η Αγορίτσα Οικονόμου (Ματριόνα), η οποία απέδωσε το ρόλο αριστοτεχνικά παίζοντας τη μάνα του νεαρού μουζίκου (Νικήτα). Αυθεντική, άμεση, έδωσε ψυχή και αέρα στο πρόσωπο που τόσο καταπληκτικά χειρίζονταν τους άλλους, χωρίς ίχνος αιδούς, αρκεί να πετύχει το σκοπό της. Ιντριγκαδόρα, κυνική, ηθικά ανάλγητη. Χαρακτηριστική η ατάκα της «οι άντρες τέτοιες ώρες χρειάζονται». Το είπε όταν πίεζε το γιο να συνεχίσει το θάψιμο του μωρού.

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου υποδύεται τον Νικήτα, έναν εργάτη ελαφρόμυαλο, ευκολοχειραγωγήσιμο και από τη μάνα και προς το τέλος από την Ανίσια, τη γυναίκα του. Αξιοπρεπής ερμηνεία.
Την Ανίσια ενσαρκώνει η Πέγκυ Τρικαλιώτη, με σεβασμό στο ρόλο, μια νέα γυναίκα που αγαπά με πάθος τον Νικήτα και χωρίς πολλές αναστολές ξεπαστρεύει το γέρο με τον οποίο ήταν παντρεμένη. Η ερμηνεία της σε πολλά σημεία δεν ταιριάζει με το ζητούμενο του ρόλου, εκφραζόμενη είτε υστερικά είτε αμήχανα.

Πολύ καλά έπαιξε ο Θανάσης Χαλκιάς (Ακίμ), ο πατέρας του Νικήτα, που παρότι φτωχός, έχει σύστημα αξιών και δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά του γιου, όταν αυτός παρεκτρέπεται και γίνεται αλαζονικός και βίαιος αποκτώντας την περιουσία του γέρου Πιότρ (Μιχαήλ Γιαννικάκης), του πρώτου άντρα της Ανίσια. Επίσης καλός ο Χρήστος Σαπουντζής (Μίτριτς).

Χαρακτηριστικές οι ατάκες του Ακίμ «του αθώου τα δάκρυα πέφτουν σαν μπόρα πάνω στον ένοχο» και «απ’ τη φτώχεια ένα πράγμα είναι χειρότερο, τα πλούτη».
Η ντροπή του ήταν τεράστια βλέποντας τον Νικήτα να έχει αποκτήσει συνήθειες πλουσίων, να πίνει, να ξοδεύει, να συνάπτει σχέσεις με την προγονή του και στο τέλος να κάνει και έγκλημα. Μετά την αποτρόπαια ενέργεια ο γιος μεταστρέφεται, μετανοεί, αναφωνώντας «Αχ Χριστέ μου, βαρέθηκα τη ζωή μου» , δείχνοντας σαφέστατα τη συνειδητοποίηση της ανάρμοστης συμπεριφοράς αλλά και της φρικαλέας πράξης του. Η de profundis αλλαγή του σηματοδοτεί ένα είδος κάθαρσης.

Οι υπόλοιποι συντελεστές βοήθησαν με τον τρόπο τους. Η μουσική δεμένη με το θέμα του έργου, τα χορωδιακά κομμάτια με τους ηθοποιούς να παίζουν μουσική είναι κάτι αισθητικά αξιόλογο (παραπέμπει σε αρχαίο χορό), καθώς επίσης αρκετές φορές λειτουργεί ιντερμεδιακά. Στη μουσική οι Βαλέρια Δημητριάδου (Μαρίνα) και ο Γιώργος Παπαγεωργίου. Σκηνικά – κοστούμια Γιώργος Χατζηνικολάου. Η συνεχής μετακίνηση των black boxes ενίοτε κόβει τη ροή και την παραγόμενη δραματικότητα, αποσπώντας την προσοχή του θεατή. Φωτισμοί Αντώνης Παναγιωτόπουλος.

Ένα σκοτεινό θεατρικό που διεισδύει στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και παίζει με τις αντοχές και τα όρια της ανθρώπινης φύσης. Ο Λ. Τολστόι, που ασχολήθηκε με εμβρίθεια πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, κατέληξε στο πόσο ισχυρή είναι τελικά η αδιαφανής, ύπουλη και δυσπρόσιτη πλευρά μας. Σκέτη κόλαση!

Εδώ ταιριάζει απόλυτα η ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ «όλοι βρισκόμαστε μες στον υπόνομο, κάποιοι από εμάς όμως βλέπουν τα Αστέρια».