Της Ζωής Τόλη
Είδαμε την παράσταση «Οι Δαιμονισμένοι» του Φ. Ντοστογιέφσκι σε μετάφραση Ελένης Μπακοπούλου, σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή, μια παραγωγή του Εθνικού στη σκηνή Κοτοπούλη-Rex.

«Θα ανακοινώσουμε την καταστροφή, επειδή… η ιδέα είναι γοητευτική»
Βερχοβένσκι

Στο τέλος του 19ου αιώνα, το 1870-1871, σε μια πόλη της ρωσικής επαρχίας, μια ομάδα ιδεοληπτικών φανατικών θα φέρει το χάος, ανατρέποντας την ηρεμία των κατοίκων. Ο συγγραφέας περιγράφει με μελανές αποχρώσεις μια κοινωνία σε μετάβαση, αλλά και ένα μωσαϊκό ανθρώπινων τύπων από διαφορετικές τάξεις. Μεταφέρει το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής, έχοντας ως αφετηρία πραγματικά γεγονότα.

Τα προσωπικά πάθη, οι ιδεολογικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, οι δολοφονίες και τα ηθικά διλήμματα κυριαρχούν στο πιο πολιτικό ίσως έργο του Ρώσου συγγραφέα, σ’ ένα μυθιστόρημα αλλεπάλληλης δράσης και ψυχολογικής καθαρότητας, ανάμεσα στους σλαβόφιλους, τους ευρωπαϊστές, και τους μηδενιστές. Η νεολαία είναι διχασμένη, ανάμεσα σ’ έναν κόσμο που αποχωρεί (ατομισμός – διαφθορά) και σε έναν άλλον που ανοίγει δρόμο στην πάλη των Ιδεών. Η εικόνα περιλαμβάνει μια επηρμένη αριστοκρατία με τους παρασιτικούς «διανοούμενούς» της και τις λαϊκές μάζες πνιγμένες στην ιδεολογική σύγχυση.

Η παράσταση είναι ένα θεατρικό ορατόριο με δώδεκα ηθοποιούς, πέντε μουσικούς και μία λυρική τραγουδίστρια (Ειρήνη Καράγιαννη).

Ο σκηνοθέτης ανέδειξε την πολιτική πτυχή του έργου, το πώς δηλαδή μια παρέα πέντε ατόμων, φυτώριο ελευθεροφροσύνης, ακολασίας και αθεϊσμού, στρέφει μια ολόκληρη κοινωνία στην άβυσσο.

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από ένα τρίγωνο ηρώων, τον Βερχοβένσκι, τον Σάτοφ και τον Σταυρόγκιν, των οποίων μέντορας είναι ο Στεπάν Τροφίμοβιτς. Σημαντικό ρόλο παίζει και ο μοναχός Τύχωνας. Οι ήρωες απηχούν τις εσωτερικές συγκρούσεις του συγγραφέα και ενσαρκώνουν κατά περίπτωση τα δόγματα του μηδενισμού, τις ακρότητες του μαχητικού κομμουνισμού, τις εμμονές του συντηρητισμού ή και υπαρξιστικές αναζητήσεις.

Παρατηρούμε μέσα σ’ ένα κλίμα ωμής και ανεπεξέργαστης βίας να εκδηλώνονται πυρκαγιές, αυτοκτονίες, απειλή για χολέρα, νεκρά ποντίκια στο εικόνισμα της Παναγίας, στρατηγοί που μεταμορφώθηκαν σε δικηγόρους, φοιτητές θεολογίας να μιλούν σαν αναρχικοί, ποιητές να φορούν ρούχα αγρότη, «δαίμονες» που εμφανίζονται όπως ο Διόνυσος στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, μεταδίδοντας μαιναδική υστερία στον κόσμο.

Tον Βερχοβένσκι, τον ανήθικο δήθεν επαναστάτη που στήνει μια ολόκληρη συνωμοσία στην πόλη, τον αδίστακτο μηδενιστή, με τη μακιαβελική πρακτική, υποδύεται καταπληκτικά ο Νέστορας Κοψιδάς. Ενσαρκώνει την έκπτωση ενός χαρακτήρα από τον ιδεαλιστή ρεφορμιστή της γενιάς του πατέρα του (Τροφίμοβιτς), στο σπιούνο της νεότερης γενιάς.

Ο Γιάννης Νιάρρος παίζει τον Νικολάι Σταυρόγκιν, μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα, που δεν είναι ούτε ηθικός ούτε ανήθικος, αλλοτριωμένος με παιδοφιλικές τάσεις. Ψάχνει κάτι να πιστέψει. Η έλλειψη της ύπαρξης Θεού στη δική του συνείδηση τον οδηγεί στην απόλυτη απόγνωση, την απομόνωση και τέλος στο θάνατο. Ερμηνεύει με άνεση και πειστικότητα και εξελίσσεται ως χαρακτήρας. Η αλλοτρίωση τον συνθλίβει (συμβολίζει το σύγχρονο άνθρωπο).

Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης είναι ο Τύχων ο μοναχός, ο μόνος που «είδε» την ψυχή του Ν. Σταυρόγκιν. Πολύ καλή παρουσία στη σκηνή με ωριμότητα και πειθαρχία.
Τον Σάτοφ παίζει ο Δημήτρης Ήμελλος, έναν ήρωα που ήταν κάποτε στην οργάνωση, αλλά εγκατέλειψε και αντιπροσωπεύει το ηθικό στοιχείο. Χαρακτήρας με δραματική ένταση.
Στο πρόσωπο του Στεπάν Τροφίμοβιτς (Θέμης Πάνου) ο Ντοστογιέφσκι ασκεί κριτική στους ευρωπαϊστές, τους φιλελεύθερους διανοούμενους της Ρωσίας, τους οποίους θεωρεί υπεύθυνους για το τέρας του μηδενισμού και της τρομοκρατίας στη χώρα του. Ερμηνεύει με υποκριτική δεινότητα.

Οι ακρότητες των δαιμονισμένων οδηγούν μια διεφθαρμένη κοινωνία από το τέλμα στο χάος, που είναι μια εμπειρία τελετουργική, ένα μονοπάτι προς τη σωτηρία. Η παράσταση εξερευνά ιδιαίτερους τρόπους σκηνικής αφήγησης, αξιοποιώντας τη χορικότητα και τη μουσική υπόσταση του δραματικού λόγου, σε μια απόπειρα ανατομίας της δικής μας «δύσκολης» εποχής. Η σκηνοθεσία ευφυής, μέσα στο στόχο, μεταδίδει στο θεατή ποικίλα συναισθήματα (συγκίνηση, χαρά, ελπίδα, αλληλεγγύη) και προβληματισμό λόγω της επικαιρότητας του έργου.

Ενστάσεις, η δυσκολία του πρώτου μέρους ως προς τη χρήση της αφηγηματικότητας, η μεγάλη διάρκεια και κάποιες εικαστικές (;) παρεμβάσεις, όπως το υπεριπτάμενο πιάνο και το κρεβάτι, που έδωσαν πομπώδες και εφετζίδικο ύφος, αταίριαστα με το περιεχόμενο και το μελοδραματικό βάθος του μυθιστορήματος, αλλοιώνοντας την όλη αισθητική.

Διασκευή/δραματουργική επεξεργασία Έλσα Ανδριανού, φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου, σκηνικά-κοστούμια Ελένη Μπακοπούλου, κίνηση Ζωή Χατζηαντωνίου, μουσική Θοδωρής Αμπαζής. Όλοι οι συντελεστές, ηθοποιοί και μουσικοί, συνέτειναν στην ολοκλήρωση αυτού του οπερατικού έργου. Η μέτζο σοπράνο Ειρ. Καράγιαννη απλώς υπέροχη.

Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας διαχειρίζεται ζητήματα ηθικής και ιδεολογίας, προκαλώντας τον προβληματισμό με υψηλή αίσθηση πνευματικότητας.

Αυτό που κρατάμε ως θεατές είναι η συμφιλίωση με τον προσωπικό μας δαίμονα, με το έρεβος (σκοτάδι) που κρύβουμε μέσα μας και ότι χωρίς προσωπική εσωτερική έρευνα της ψυχής δεν θα συναντήσουμε ποτέ τη θεϊκή μας πλευρά. Και αυτό αν μη τι άλλο είναι η ανακάλυψη και η πίστη στον εαυτό μας.