Γιαπωνέζικες λιχουδιές, το κυνηγητό του μεγάλου ποιητή της Λατινικής Αμερικής Πάμπλο Νερούδα και ένα σχόλιο πάνω στη μετά την επανάσταση του 2011 Αίγυπτο.

**** Γλυκό φασόλι

An/Sweet Bean. Ιαπωνία, 2015. Σκηνοθεσία: Ναόμι Καβάζε. Σενάριο: Ναόμι Καβάζε από μυθ. Ντούριαν Σουκεγκάβα. Ηθοποιοί: Κίριν Κίκι, Μασατόσι Ναγκάζε, Κιάρα Ουτσίντα. 113′

Στη βραβευμένη σε διάφορα φεστιβάλ ταινία της «Γλυκό φασόλι» (που πρωτοείδαμε το 2015 στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» των Κανών), η Γιαπωνέζα Ναόμι Καβάζε φτιάχνει το όμορφο, συγκινητικό πορτρέτο μιας συμπαθητικής γριούλας (έξοχη ερμηνεία από τη βετεράνο ηθοποιό Κίριν Κίκι), πρώην θύματος της λέπρας, που μαθαίνει σ’ ένα αρτοποιό την αληθινή τέχνη του φτιαξίματος ενός είδους γιαπωνέζικης κρέπας (του «ντοραγιάκι»), με βασικό υλικό το φασόλι. Μια ταινία-είδος ωδής, όχι μόνο στο φυσικό τρόπο μαγειρέματος (οι σκηνές του φτιαξίματος του ντοραγιάκι είναι πραγματική απόλαυση) αλλά και μέσο, για τη σκηνοθέτρια, να μας μιλήσει για την παράδοση (και την εξαφάνιση σημαντικών αξιών) και τις ανθρώπινες σχέσεις, με άλλα λόγια, για την ίδια τη ζωή

Η Καβάζε, που ξεκίνησε πολύ νεαρή στη σκηνοθεσία, με μια σειρά πειραματικών ταινιών και ντοκιμαντέρ (το 1997 κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα των Κανών για την ταινία της «Suzaku»), για να εξελιχθεί σε μια από τις πιο σημαντικές γυναίκες σκηνοθέτριες του σύγχρονου ιαπωνικού κινηματογράφου («Το πένθιμο δάσος», Μέγα Βραβείο της επιτροπής στις Κάνες, «Still the Water»), στρέφεται τη φορά αυτή σε μια ξένη πηγή, στο μυθιστόρημα «Αν» του Ντούριαν Σουκεγκάβς, για να φτιάξει το πορτρέτο τριών συμπαθητικών περιθωριακών του Τόκιο: του απογοητευμένου από τη ζωή αρτοποιού Σεντάρο, που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στη μικρή επιχείρηση που διευθύνει και να μπορέσει να ξοφλήσει τα χρέη του, της ευρηματικής γριούλας Τοκούε, που γίνεται βοηθός του και τον εμπνέει για μια νέα αρχή στη μίζερη ζωή του, και της νεαρής, από μια διαλυμένη οικογένεια, μαθήτριας Γουακάνα.

Τρία πρόσωπα που η Καβάζε ακολουθεί με ένα σχεδόν ντοκιμαντερίστικο θα έλεγα στιλ, και με την εξαίρετη, χαμηλών φωτισμών φωτογραφία του Ακιγιάμα Σιγκέκι, για να καταγράψει τα συναισθήματα και τις συνεχείς μεταπτώσεις στις σχέσεις τους, με κεντρικό άξονα τη δεμένη στέρεα με τη γη και τη φύση Τοκούε, η οποία, μέσα από το «γλυκό φασόλι» που φτιάχνει με τόση αγάπη, βρίσκει τον αόρατο σύνδεσμο με την ουσία της ζωής.

**** Νερούδα

Neruda. Χιλή/Αργεντινή/Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία: Πάμπλο Λαρέν. Σενάριο: Γκιγιέρμο Καλντερόν. Ηθοποιοί: Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ, Λουίς Νέκο, Μερσέντες Μοράν. 107′

Το κυνηγητό του μεγάλου ποιητή της Λατινικής Αμερικής, Πάμπλο Νερούδα, από έναν φανατισμένο αστυνομικό διευθυντή στη Χιλή της δεκαετίας του ’40, δίνει την ευκαιρία στο σκηνοθέτη Πάμπλο Λαρέν («Τζάκι») να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία του αστυνομικού θρίλερ αλά Χίτσκοκ και του φιλμ νουάρ, για να φτιάξει μια συναρπαστική, πολυεπίπεδη πολιτική ταινία.

Αναμιγνύοντας ιστορικά με μυθιστορηματικά στοιχεία, συγγενικά με εκείνα του «μαγικού ρεαλισμού» της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας (με ένα σενάριο που θυμίζει το έργο του μοναδικού Ρομπέρτο Μπολάνιο), ο Λαρέν κατάφερε να φτιάξει μια ταινία που βλέπεται τόσο σαν ένα απλό πολιτικό θρίλερ όσο και σαν μια ταινία-σχόλιο πάνω σε πολλά άλλα πιο σημαντικά θέματα: στο φασισμό και τις διαφορετικές μεθόδους καταστολής, στην ωμότητα των ολοκληρωτικών καθεστώτων, στη λειτουργία των πολιτικών συστημάτων, αλλά και τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ατόμου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του καταδιωγμένου τότε από το καθεστώς κομμουνιστή Νερούδα – με έναν πρέπει να πω εξαίρετο Λουίς Νέκο να εκφράζει με δύναμη και πάθος όλες τις πλευρές του χαρισματικού, ιδιοφυούς ποιητή, θαρραλέου αλλά και πομπώδη ανθρώπου που δεν υπακούει σε κανόνες και που από τη μια συναρπάζει με τις απαγγελίες των ποιημάτων του και από την άλλη προτιμά να περνάει τις ώρες του στα χαμαιτυπεία.

Πλάι στον Νερούδα, σημαντικό ρόλο παίζει ο αστυνόμος Όσκαρ Πελουσονό που τον κυνηγάει, ένα είδος Ιαβέρη, που ο Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ σκιαγραφεί με δύναμη, τονίζοντας την αυταρέσκεια και την επιμονή του να συλλάβει τον Νερούδα και να μετατραπεί σε κύριο πρόσωπο της ιστορίας, επιμονή που αγγίζει τα όρια της ηλιθιότητας, για να ανακαλύψουμε πως τελικά αυτός μπορεί να είναι απλώς δημιούργημα της φαντασίας του ποιητή. Χωρίς να ξεχνάμε τη Μερσέντες Μοράν, πολύ καλή στο ρόλο της ζωγράφου και γυναίκας του ποιητή, που τον ακολουθεί στην παρανομία και μοιράζεται μαζί του τις προσπάθειες διαφυγής του στο εξωτερικό.

*** 1/2 – Η κλούβα

Clash/Eshtebak. Αίγυπτος/Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία: Μοχάμεντ Ντίαπ. Σενάριο: Μοχάμεντ και Κάλεμπ Ντίαπ. Ηθοποιοί: Νέλι Καρίμ, Χάνι Αντέλ, Ελ Σεμπάι Μοχάμεντ, Μαχμούντ Φάρες. 97′

Από το Φεστιβάλ των Κανών («Ένα κάποιο βλέμμα») και βραβευμένη σε διάφορα φεστιβάλ μάς έρχεται η συγκλονιστική αυτή ταινία του Μοχάμεντ Ντίαπ, σχόλιο πάνω στη μετά την επανάσταση του 2011 Αίγυπτο. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται στο εσωτερικό μιας μικρής αστυνομικής κλούβας, όπου στοιβάζεται μια ομάδα από διαφορετικών ηλικιών και κοινωνικών στρωμάτων άτομα (επαναστάτες, μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, υποστηρικτές του ISIS, δημοσιογράφους, αλλά και απλά απολιτικά άτομα), στη διάρκεια των εξεγέρσεων στο Κάιρο, τον Ιούνιο του 2013, εξέγερση ενάντια σε ένα καθεστώς που θεωρήθηκε πως είχε προδώσει τις ιδέες και τους στόχους της επανάστασης.

Ο Ντίαπ καταγράφει τις συγκρούσεις ανάμεσα στα διάφορα αυτά άτομα στον κλειστοφοβικό χώρο της κλούβας, ενώ από έξω διεξάγονται διαδηλώσεις και βίαιες συγκρούσεις των διαδηλωτών με την αστυνομία και το στρατό, συγκρούσεις που το μεγαλύτερο διάστημα τις παρακολουθούμε μέσα από τα παράθυρα της κλούβας. Με μια κάμερα στο χέρι, που κινείται με εκπληκτική άνεση μέσα στον περιορισμένο, ασφυκτικό χώρο της κλούβας, ο Ντίαπ κινηματογραφεί από κοντά τις συζητήσεις των διαφορετικών προσώπων, καταγράφοντας τις απόψεις (άλλοτε δημοκρατικές, άλλοτε εθνικιστικές και άλλοτε ρατσιστικές) και τις αντιδράσεις τους, προσφέροντάς μας μια σφαιρική εικόνα της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στη σύγχρονη Αίγυπτο. Όλα δοσμένα με ένα έντονο, ενορχηστρωμένο με γνώση, ρυθμό που αντλεί από το θρίλερ και που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, για να μας οδηγήσει στο εκπληκτικό, βουτηγμένο σε μαύρη, χαοτική ατμόσφαιρα, φινάλε.