ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ο αγώνας μιας γυναίκας για την απονομή δικαιοσύνης – απώλεια και μνήμες σε ένα δυστοπικό μέλλον

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Η μπαλάντα της λευκής αγελάδας

Ghasideyeh gave sefid/The Ballad of the White Cow. Ιράν, 2020. Σκηνοθεσία: Μαριάμ Μογκαντάμ, Μπεχτάς Σανίχα. Σενάριο: Μεχρντάντ Κουροσνίγια, Μαριάμ Μαγκαντάμ, Μπεχτάς Σανίχα. Ηθοποιοί: Μαριάμ Μαγκαντάμ, Αλιρεζά Σανί Φαρ, Πουρία Ραχίμι Σαμ. 105΄

Ο αντίκτυπος της εκτέλεσης ενός αθώου είναι στο επίκεντρο της ιρανικής ταινίας «Η μπαλάντα μιας λευκής αγελάδας των Μάριαμ Μογκαντάμ και Μπεκτάς Σανίχα. Όταν το δικαστήριο την ειδοποιεί, ένα χρόνο μετά την εκτέλεσή του, πως ο πραγματικός δολοφόνος συνελήφθη ενώ ο σύζυγός της ήταν στην πραγματικότητα αθώος, η Μίνα (που την ερμηνεύει, με τρόπο εξαιρετικό, η συν-σκηνοθέτρια Μάριαμ Μογκαντάμ) αρχίζει έναν αγώνα για να αναγκάσει το δικαστήριο (που απλά την αποζημιώνει με ένα χρηματικό ποσό) να παραδεχτεί το λάθος του, ενώ παράλληλα προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή της, μαζί με τη μικρή κωφάλαλη κόρη της.

Το ότι όμως τώρα η Μίνα είναι μοναχική μητέρα, χωρίς σύζυγο, της κάνει δύσκολη την εύρεση στέγης, γιατί, όπως πληροφορείται οι ιδιοκτήτες αποφεύγουν να νοικιάσουν τα διαμερίσματά τους «σε χήρες, σε πρόσωπα με σκυλιά και γάτες, και σε τζάνκης». Η ζωή της θ’ αρχίσει ν’ αλλάξει, όταν εμφανίζεται ο Ρέζα, ένας υποτιθέμενος φίλος του συζύγου, που της επιστρέφει το αρκετά μεγάλο ποσό το οποίο, υποτίθεται πως του είχε δανείσει ο νεκρός. Σταδιακά θ’ ανακαλύψουμε πως ο Ρέζα είχε το δικό του σχέδιο για να πλησιάσει τη Μίνα, σχέδιο που για ένα μεγάλο διάστημα τους φέρνει πιο κοντά, με τη Μίνα να αρχίζει να πιστεύει στη φιλία του και να νοιάζεται γι’ αυτόν.

Εκείνο που βασικά ενδιαφέρει τους σκηνοθέτες είναι, όπως και σε άλλες πρόσφατες ιρανικές ταινίες (των Αμπάς Κιαροστάμι, Τζαφάρ Πανάχι, Ασγκάρ Φαρχάντι, Μοχάμαντ Ρασούλοφ, κ.ά.), να δώσουν μια, με όσο το δυνατό πιο ρεαλιστικό τρόπο, εικόνα της ζωής στη σύγχρονη κοινωνία τους, παρουσιάζοντας τα ηθικά και άλλα προβλήματα που τους απασχολούν και, ταυτόχρονα, να κάνουν έμμεσα μια έκκληση για κατάργηση της θανατικής ποινής.

Με επιμονή στις μικρολεπτομέρειες, που, όπως στις σκηνές στις σχέσεις ανάμεσα στη Μίνα και τον Ρέζα, κρύβουν απειλητικά μηνύματα, μηνύματα πιο γίνονται πιο ξεκάθαρα στις σχέσεις ανάμεσα στη Μίνα και το γαμπρό της (που την εκβιάζει γιατί θέλει να την παντρευτεί για να βάλει χέρι στα λεφτά της αποζημίωσης), με τις φανταστικές, συμβολικές σκηνές με τη λευκή αγελάδα, να δένουν τέλεια με την αφήγηση, με πλάνα στημένα με ξεχωριστή φροντίδα από εικαστικής πλευράς (η πολύ ωραία φωτογραφία είναι του Αμίν Τζαφάρι), αλλά και με τη χρήση του σασπένς, οι δυο σκηνοθέτες έφτιαξαν μια συναρπαστική ταινία που εξετάζει, με τρόπο εξαιρετικό, το δράμα μιας δυναμικής γυναίκας που αγωνίζεται για την επιβολή δικαιοσύνης ενάντια τόσο στην απαράδεκτη γραφειοκρατία όσο και σ’ ένα σύστημα που εξακολουθεί να καταπιέζει τη γυναίκα – μια ιστορία ιδιαίτερα επίκαιρη αυτές τις μέρες που γιορτάζουμε τη μέρα της γυναίκας..

*** ½ – Μετά τον Γιανγκ

After Yang. ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Κογκονάντα. Σενάριο: Κογκονάντα από διήγημα του Αλεξάντερ Γουέινστιν. Ηθοποιοί: Κόλιν Φαρέλ, Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, Μαλέα Έμα Τιαντραβίντιάια, Τζάστιν Χ. Μιν. 96΄

Η επίδραση της τεχνολογίας, η απώλεια και οι αναμνήσεις, είναι τα κύρια θέματα της ταινίας επιστημονικής φαντασίας, βασισμένης στο διήγημα «Αποχαιρετώντας τον Γιανγκ» του Αλεξάντερ Γουέινστιν, που σκηνοθέτησε ο γνωστός μας από την ταινία «Columbus», Κογκονάντα.

Στο κοντινό μέλλον όπου εκτυλίσσεται η ταινία, κι όπου η τεχνολογία έχει φτάσει στο απόγειό της, δημιουργώντας τέλεια, με αισθήματα, ανθρωποειδή όντα (στο νου έρχονται τόσο έργα συγγραφέων όπως ο Ισαάκ Ασίμοφ και ο Φίλιπ Ντικ, όσο και οι ταινίες «Δικός της» του Σπάικ Τζόνζι, «Ο άνθρωπος των δύο αιώνων» του Κρις Κολόμπους, «Α.Ι. Τεχνητή νοημοσύνη» του Σπίλμπεργκ), που μπορούν άνετα να γίνουν ακόμη και μέλη της οικογένειας, ένα διαφυλετικό ζευγάρι, ο Τζέικ (Κόλιν Φαρέλ) και η Κίρα (Τζόντι ΤέρνερΣμιθ), έχουν, όπως και πολλές άλλες οικογένειες, υιοθετήσει μια μικρή Κινέζα, την Μίκα (Μαλέα Έμα Τιααντραβίντιάια), στην οποία χαρίζουν κι ένα ανθρωποειδή «αδερφό», τον Γιανγκ (Τζιάστιν Χ, Μιν), για να της κάνει παρέα τις (δυστυχώς πολλές) ώρες που λείπουν.

Σε μια «καθαρή» κοινωνία όπου οι διαφυλετικές σχέσεις είναι κάτι το συνηθισμένο, με το χαμόγελο να κυριαρχεί παντού (όπως βλέπουμε από την αρχική κιόλας σκηνή, όταν ο Γιανγκ φωτογραφίζει την ευτυχισμένη, χαμογελαστή οικογένεια), η τεχνολογία φαίνεται να έχει περιορίσει ή και να αντικαταστήσει τα αισθήματα. Γεγονός που αρχίζει να βγαίνει στην επιφάνεια όταν ξαφνικά ο Γιανγκ αρχίζει να δυσλειτουργεί και να μην ανταποκρίνεται στις εντολές της οικογένειας.

Όταν όμως οι κανόνες της κοινωνίας του απαγορεύουν να βρει τρόπο να επαναλειτουργήσει τον Γιανγκ, ο Τζέικ, για να ικανοποιήσει τη συντετριμμένη κόρη του, στρέφεται σε παράνομες πηγές, που, αν και δεν καταφέρνουν να επαναφέρουν το ανθρωποειδές, του προσφέρουν ένα κύβο που περιέχει όλες τις αναμνήσεις του Γιανγκ. Κύβο που αρχίζει να λειτουργεί με τα φουτουριστικά γυαλιά που του χαρίζει η υπεύθυνη ενός μουσείου, στην οποία αποφασίζει να της παραχωρήσει για μελέτη το «σώμα» του Γιανγκ.

Χάρη στον κύβο αυτό, ο Τζέικ θα ξαναζήσει στιγμές και μνήμες από το παρελθόν που τον βοηθούν να ανακαλύψει όχι μόνο πόσο άγνωστος του ήταν στην πραγματικότητα ο Γιανγκ, αλλά και να μάθει μια άγνωστη μέχρι τότε σχέση του με ένα μυστηριώδες κορίτσι, την Έϊντα, η οποία έχει μια δική της, αποκαλυπτική ιστορία.

Ο Κογκονάντα αφηγείται την ιστορία του με περίεργες, αν και συναρπαστικές, επαναλήψεις, μέσα από εικόνες που μου θύμισαν τον Κιούμπρικ της «Οδύσσειας του διαστήματος», με ωραία, ασυνήθιστη μουσική (του Ριουίτσι Σακαμότο), με εξαίρετες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς του, μ’ επικεφαλής ένα συγκρατημένο, τέλειο στο ρόλο, Κόλιν Φαρέλ και με μια σκηνοθεσία διανθισμένη με μερικές, πολύ ανθρώπινες, δοσμένες με ευρηματικότητα, σκηνές – αναφέρω χαρακτηριστικά εκείνη της συζήτησης με τον Γιανγκ, ο οποίος καταλήγει να ρωτάει για την κινεζικότητά του (Am I Chinese?), θέμα που βάζει και γενικότερα προβλήματα σε μια δυσλειτουργική στην πραγματικότητα μελλοντική κοινωνία, ή εκείνη με τον Τζέικ να εξηγεί στον Γιανγκ γιατί του αρέσει το τσάι με το οποίο ασχολείται – ενώ βρίσκει την ευκαιρία να θέσει και ερωτήματα γύρω από την ίδια τη ζωή και το θάνατο, μαζί και την απώλεια και τη μνήμη.

*** ½ – Σημείο βρασμού

Boiling Point. Ηνωμένο Βασίλειο, 2021. Σκηνοθεσία: Φίλιπ Μπαραντίνι. Σενάριο: Φίλιπ Μπαραντίνι, Τζέιμς Κάμινγκς. Ηθοποιοί: Στίβεν Γκράαμ, Βινέτ Ρόμπινσον, Άλις Φίθαμ, Τζέισον Φλέμινγκ, Χάνα Γουόλτερς, Μαλάκι Κέρμπι. 92΄

Μετά το «Βρόχο» του Χίτσκοκ, τη «Ρωσική κιβωτό» του Σοκούροβ και τον «Birdman» του Ιναρίτου, για να αναφέρω μόνο τις πιο γνωστές ταινίες, μας έρχεται τώρα μια ακόμη ταινία, γυρισμένη σε ένα και μοναδικό πλάνο, το «Σημείο βρασμού» του Φίλιπ Μπαραντίνι – ένας τρόπος πρέπει να τονίσω, που στις μέρες μας βοηθά ιδιαίτερα η ψηφιακή τεχνολογία. Χωρίς να σημαίνει πως ο τρόπος αυτός είναι και το μόνο αξιέπαινο (περισσότερο gimmick – έξυπνο επινόημα – θα έλεγα) στοιχείο της ταινίας.

Ο Στίβεν Γκράαμ (σε μια εκπληκτική, άξια για βραβείο, ερμηνεία) είναι o Άντι, o σεφ σ’ ένα εστιατόριο πολυτελείας του Λονδίνου. Φτάνει στο εστιατόριο αγχωμένος, λίγο ζαλισμένος από το ποτό, προσπαθώντας από το τηλέφωνο να βάλει σε τάξη την οικογενειακή του ζωή, για ν’ αντιμετωπίσει τον υγειονομικό υπάλληλο που στη συνέχεια υποβιβάζει το εστιατόριό του από τους πολύ καλούς 5 βαθμούς σε μόνο 3. Ένας λόγος που οδηγεί τον ευέξαπτο Άντι να κατηγορήσει το προσωπικό του εστιατορίου, αν και, όπως αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε, κι όπως στη συνέχεια γίνεται πιο ξεκάθαρο, κύριος υπεύθυνος είναι ο ίδιος.

Βρισκόμαστε όμως σε μια κουζίνα με πρόσωπα το καθένα με τα δικά του προβλήματα: η βοηθός του σεφ μισεί την υπεύθυνη του εστιατορίου και ήδη σκέφτεται να δεχτεί μια καλύτερη προσφορά σε άλλο εστιατόριο, ο μάγειρας έχει τα δικά του προβλήματα, η έγκυος γυναίκα, υπεύθυνη για το πλύσιμο των πιάτων, έτοιμη να καταρρεύσει γιατί έχει κουραστεί να κάνει και τις δουλειές των άλλων, μαζί κι αυτές του βαριεστημένου βοηθού της που προτιμά να τρέχει έξω για δικές του υποθέσεις και, βέβαια, ο Άντι που άλλοτε προσπαθεί να απαντήσει στο τηλέφωνο, κι άλλοτε τρέχει στο μικρό δωμάτιό του για να φτιαχτεί και να πιει ακόμη ένα σφηνάκι.

Σε λίγο θ’ ανοίξει και το εστιατόριο που θα κατακλυστεί με μια πινακοθήκη από ποικίλα πρόσωπα: τον Άλιστερ (ένας πολύ καλός Τζέισον Φλέμινγκ), ένα διάσημο σεφ και πρώην αφεντικό του Άντι, που καταφθάνει παρέα με τη Σάρα, μια κριτικό εστιατορίων, που τρομάζει τον Άντι, μια ομάδα απαιτητικών Αμερικανών τουριστών, μια άλλη με επικεφαλής ένα ρατσιστή και έναν άντρα που φτάνει με το κορίτσι του, στο οποίο πρόκειται να κάνει πρόταση γάμου και η οποία έχει αλλεργία με τους ξηρούς καρπούς – αλλεργία που, στη συνέχεια, θα αυξήσει τα προβλήματα του Άντι.

Εκείνο που κατάφερε ο Μπαραντίνι, σ’ αυτή τη χαμηλού κόστους, διανθισμένη με αρκετό χιούμορ, ταινία του, είναι να πιάσει το σφυγμό του εστιατορίου, με τα συνεχή τρεξίματα, τις προσπάθειες του Άντι και του προσωπικού του να ικανοποιήσουν τους πελάτες αλλά και να λύνουν ταυτόχρονα τα διάφορα προσωπικά και άλλα προβλήματα που εμφανίζονται. Με την κάμερα, ένας μεγάλος άθλος πρέπει να πω, να τρέχει πίσω τους, να περνάει από τραπέζια, από διαδρόμους, μπροστά και πίσω από το μπαρ, να μπαίνει στην κουζίνα, να βγαίνει στο δρομάκι πίσω από την κουζίνα και να πλησιάζει, όταν χρειάζεται, τα πρόσωπα, ιδιαίτερα του Άντι, με το σωστό ρυθμό και με μια φαινομενική – μάλλον αρκετά δύσκολη στην πραγματικότητα – ευκολία να παραμένει πάντα στο ίδιο συνεχές πλάνο, για να καταγράψει αυτή τη ξέφρενη, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, αγχωτική βραδιά.

*** Ποτάμι

River. Αυστραλία, 2021. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Τζένιφερ Πίντομ. Σενάριο: Τζένιφερ Πίντομ, Τζόζεφ Νιζέτι, Ρόμπερτ ΜακΦάρλεϊν. 75΄

Τη σχέση των ανθρώπων με τα ποτάμια εξερευνά στην δοσμένη με ποίηση και ένα εξαιρετικό, σχεδόν μουσικό, ρυθμό, στο ντοκιμαντέρ της, «Ποτάμι», η Τζένιφερ Πίντομ. Με μια κάμερα που πετάει, γλιστράει, τρέχει, μέσα και πάνω από ρυάκια, ποτάμια, καταρράκτες, με υπόκρουση κλασικής μουσικής από την Ορχήστρα Δωματίου της Αυστραλία, και με την ωραία αφήγηση του Γουίλεμ Νταφόε, η σκηνοθέτρια όχι μόνο μας αποκαλύπτει τις ομορφιές, συχνά αυτές που είτε ξεχνάμε είτε δεν προσέχουμε, των αδάμαστων ποταμών, αλλά και σταματά, όταν χρειάζεται, άλλοτε στις αλλαγές που επιφέρει ο άνθρωπος στον ρου των ποταμών, για να καλυτερεύσει τη ζωή του, να εμποδίσει πλημμύρες, κατολισθήσεις ή άλλες καταστροφές, και άλλοτε για να καταστρέψει μια φύση που έχει τη δική της πορεία και που οι ανθρώπινες επεμβάσεις κινδυνεύουν να οδηγήσουν στην καταστροφή του πλανήτη.

Το νερό «θεραπεύει, παρηγορεί και εξαγνίζει», μας λέει κάποια στιγμή ο αφηγητής, ενώ η κάμερα καταγράφει όχι μόνο την ομορφιά του νερού ενώ τρέχει από βουνά και λόφους, μέσα από ποτάμια και παγετώνες, από τη μια άκρη της γης ως την άλλη, «φλέβες», όπως τις αποκαλεί, της ζωής (αλλά και του θανάτου) με στόχο να φτάσει στη θάλασσα, αλλά και τη σχέση του με τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά, που το έχουν απόλυτη ανάγκη. Με πανέμορφες σκηνές, γυρισμένες συχνά σε ραλαντί, με έξοχη φωτογραφία (από διάφορους άγνωστους οπερατέρ), να συλλαμβάνουν όχι μόνο την ομορφιά του νερού αλλά και την υφή του, τη γεύση του θα έλεγα, μαζί και τους κινδύνους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μας υπενθυμίσουν τα οικολογικά προβλήματα που εμείς έχουμε προκαλέσει και που εξακολουθούμε να προκαλούμε ασυλλόγιστα!